Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

ΠΟΙΗΜΑΤΑ- ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΡΗΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ



ΡΗΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ 20-7-95 ΣΕΛ 201-207
ΦΙΛΟΣΟΦΙΕΣ
























Η ΚΑΛΥΒΑ ΣΤΟΥ ΚΥΡΙΤΣΗ
   Βρήκα το Βασίλη Ρήγα εκεί που εργαζόταν καθημερινά, στο ποιμνιοστάσιό του ή στο μαντρί του αν θέλουμε να το πούμε Νικολίτικα, όπως λέει και ο Βάϊος Μπεϊνάς σ’ αυτά που έχω γραμμένα από την εποχή που ζούσε. Θα γραφούν όλα αυτά που είπε ο Ρήγας Βασίλης αλλά τώρα θα ξεκινήσω από τα καλύτερα

Βασίλης: ήταν κάτι μικρά εδώ κάτω στην Βελίκα και τά ’ λεγαν τα γίδια σκυλιά, κοίταξε σκύλοι , έλεγαν. Θα γράψω ένα βιβλίο η ζωή του κτηνοτρόφου να έχει όλα απ’ την ζωή.
Εγώ δεν έχω γραμμένα τίποτα, εγώ είμαι σαν το Σωκράτ’ που δεν έγραψε ποτέ τίποτα.
Ν. Τ. Ναι, να γράψεις . Κάποτε έλεγες ένα ποίοιμα στο καφενείο του Στέφανου Ζήση..
Βασίλης: Τόλεγα, γιατί ήρθαν οι δασικοί εκεί να με κυνηγήσουν, που έφτιαξα την καλύβα πιο πέρα απ’ το χωριό, στ’ Κυρίτσ’. Ο πρόεδρος, Αποστόλης Αναγνωστούλης με μάλωνε γι’ αυτό έβγαλα και το τραγούδι.


«Εδώ στ’ απόσκια του Κυρίτσ’ έφτιασα μια καλύβα
για να μπορέσω εύκολα να φτιάσω καμιά γίδα.
Να, εδώ στ’ απόσκια του Κυρίτσ’ έφτιασα αχυρώνα
μήπως μπορέσω εύκολα να βγάλω το χειμώνα.
Κι έκανα χρήση το βοριά βουλιάχτρες και γκρεμοί,
γιατί αλλιώς δεν γίνεται να βγάλω το ψωμί.
Και με μαλών’ ο πρόεδρος (Απ. Αναγνωστούλης) και κείνος ο Τσιουράς,
μ’ αυτός που πρωτο έφτιαξε ήταν ο Γιαμπουράς.
Μη με μαλώνεις πρόεδρε και συ μωρέ Τσιουρά
κοιτάξτε η οικονομία μας έπεσε χαμηλά.
Να πάτε κάτω στην Αγιά τους δασικούς να βρείτε
και να με φτιάσετε χαρτιά να με επιδοτείτε,
αφού έκανα χρήση τ’ άχρηστο και δεν υπάρχει άρθρο
στον νόμο για να δικαστώ, κι αφού το θέλεις πάρτο.
Αποστόλη! Αποστόλη! άσε κάτω το πιστόλι
Ή θα με πεις στα ίσια βίβα (πάρτο) ή θα σ’ αφήσω την καλύβα.


Ήρθε ο μπάρμπας σου ο Νίκος ο Χαρατσής , ο Γάτος ένα πρωί χαραϊ.
- Αρα να πάρω την κάσα, μου λέει, να δέσω του χουρτάρ’;
- Αρε να πάρ'ς την κάσα.. και ήρθες τόσο πρωί και με ξύπνησες; Σε πείραζε να την πάρ'ς χωρίς να με ξυπνήσ’; Ποιος σου είπε ότι δεν μπορείς να πάρεις πράγμα αφού θες να δουλέψεις; Άμα θες να δουλέψεις και βρεις πράγμα μπροστά σ’ πάρτο και δούλεψέτο, θέλουμε δουλειά. Ότι είναι εδώ απ’ έξω πάρτο για να δουλέψεις.
Ν.Τ: ξέρεις κάποιο τραγούδι παλιό;
Βασίλης: Νηστικιά αρκούδα, χωρεύει;
Είπε ο Άγιος Κοσμάς: θα περπατάτε ολόκληρη μέρα και δεν θα βρίσκετε πουθενά άνθρωπο να κουβεντιάσετε . Σύρε τώρα μέχρι τη Λάρισα και αν βρεις άνθρωπο να κουβεντιάσεις… τους βλέπεις περνούν με το αυτοκίνητο και κουβέντα ντηπ, ενώ τότε στα μπλάρια καβάλα είχαν την φτώχεια είχαν και τη χάρη. Είχαν χαρά απ’ ευθείας όταν βρίσκονταν δυο μαζί, πες ο ένας πες ο άλλος, εύρισκαν την χαρά μόνοι τους, ενώ τώρα λες το παιδί σου μια κουβέντα και σ’ απαντάει: « δεν μ’ παρατάς». Έχ’ σκασίλες γιατί είναι χορτάτο και θελ’ να χωνέψ’ καλά. Άλλ’ φορά λέει το παιδί: έχεις καναφράγκο; Δεν σ’ απαρατάει ντηπ τότε από κοντά σ’ έχ’. Αν το πεις δεν μ’ απαρατάς θα πει: Σείπα ματασ’ είπα, θα μι δως κανα φράγγο; Αν το δώσ’ το μεσημέρ’ ξανάρχεται και το βράδ’. Αν του πεις για καμμιά δλειά .. δεν μ’ απαρατάς… όλο δλειά και δλειά.
Μ’ είπε ο Βαγγέλης ο κλητήρας: Τι θέλ'ς να πω στον πρόεδρο για το χωράφι του Γκλαντή; Ήταν πρόεδρος ο Αποστόλης Αναγνωστούλης, αυτό λέω να πεις:
Κύριε πρόεδρε κοίτα μπροστά σου
μη μας πέσεις και μας χαθείς,
και κείνος που πρόκειται για να σε σώσει,
μπορεί να είναι και ο Γκλαντής.
Αυτές είναι δυο κουβέντες, τον έριξε τον Γκλαντή τα σκουπίδια κατακέφαλα στην Μπαρατόια, τι να του έλεγα άλλο;
Δεν άκουσα έναν άνθρωπο να τραγουδίσ’ πουθενά με ανθρώπιν’ φωνή. Ήταν τα παιδιά εκεί και έλεγαν σκύλους τα πρόβατα, από άλλες περιοχές ήταν, μόνο τις γάτες απ’ τις πολυκατοικίες ξέρ’ν και από κανέναν σκύλο, Αθήνα Λάρισα.
Πέρασαν προχθές στην παραλία τρία τέσσερα άλογα με σέλες και σταματούσε ο κόσμος και κοιτούσε τ’ άλογα. Τότε αναιβαίναμε στα μπλάρια τέτοια ώρα για το χωριό και αρχινούσαμε το τραγούδι. Εκείνος ο Μήτσιος ο Τσιάρας έλεγε ένα τραγούδι εκεί που έκοβε ξύλα στην Μπαρατόια : «να παν να δουν τα μάτια μου». Σήμερα αν τραγουδήσ’ άνθρωπος ή μεθυσμένο ή παλαβό θα τον περάσεις. Αν είσαι μόνος σου θα πεις ότι ομόρφαινε η φύση. Έβγαινε ένας πεζός στου Τσιμπλή και τραγδούσε ο άνθρωπος το: «Νοιώθω μια κούραση βαριά» και τόλεγε με την ψυχή του για να χαρεί μοναχός του, δεν τόλεγε για να παρλάρ’. Και τον λέω συγχαρητήρια για το τραγούδ’.
ΝΤ. Συζήτησες ποτέ με τον Βάιο Μπεινά;
Βασίλης: Πολλές φορές…. τον λέω διδάσκαλο δικό μου γιατί αν ξέρω και κάτι παραπάνω που λεν, κάτι έμαθα απ’ αυτόν και τόφτιαξα λίγο τρανίτερο. Δεν ήξερε πότε βλέπεις χωρίς μάτια και χωρίς μέρα. Στο όνειρο.. ναι και ξεχνάς την ζωή σου τούτη πέρα για πέρα και ας τη ζεις κάθε μέρα, αυτό το έβγαλα εγώ. Ετούτη τη ζωή ονειρεύτηκα ο ίδιος και αναρωτήθηκα ο ίδιος. Τώρα να είναι αυτό που λέγω εγώ; Άρα, αλήθεια, να ονειρεύομαι τώρα; αναρωτήθηκα στο όνειρο. Α, ρε, πως ονειρεύομαι τώρα; Αφού να του τάδε το σπίτ’ να το άλλο, να…. Και όμως νειρεύομαν. Πάψε ρε, μου είπε, δεν το πίστευε κι ο Βάιος. Ύστερα λέμε ότι δεν είπε τίποτα ο Χριστός. Δεν χριαζουμασταν τον χριστό να τον σταυρώσουμε και να καταλάβουμε ότι υπάρχει η άλλη ζωή από όποιον άνθρωπο αν έλεγε μια τέτοια λέξη για την αιώνια ζωή έπρεπε να επηρεαστεί όλη η κοινωνία άμα δεν υπήρχαμε δεν θα υπήρχαμε. Άλλος εγώ, άλλος εσύ, άλλος ο άλλος. Υπήρχαμε, αλλά ήρθαμε εδώ για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Γιατί εκεί υπήρχαμε αλλά ήμασταν ανόητοι, όπως γεννιέται το κούτσκου το παιδί. Μήπως θυμάσαι πως γεννήθηκες; Ήρθαμε να νοιώσουμε τον εαυτό μας, είπα να μην γράψω αλλά θα γράψω.
ΝΤ. Άρχισε από τώρα.
Β. Για να γράψεις πρέπει και να ξεγράψεις κιόλας γιατί μπορεί να είναι και ανόητα. Αυτά που σου είπα τώρα είναι δικά μου, όχι ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή, αλλά ετούτη τη ζωή, μας την χρωστούσε κανένας; Την είχαμε στο πρόγραμμα για να ζήσουμε;
Ποιος άραγε να κυβερνά το ανθρώπινο το σώμα
και έφτιαξε τα πόδια, χέρια, μάτια, αυτιά και στόμα; ……
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ……..να είστε σε επαφή…