Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΘΑΝΑΤΗΣ (ΜΕΛΙΒΟΙΑΣ)

ΠΟΛΛΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΙΔΙΩΝ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ.
email: nikostsintsirakos@yahoo.gr

Γραμμένο από τον χωριανό μας συνταξιούχο δάσκαλο
 Αντώνη Γιάγκο

 
     1976                                                                               

                 Αναμνήσεις                                  Σήμερα

Σχολικά χρόνια στη δεκατία του ᾽50

Ο Κόδρος πήγε στο μύλο…!
   Μέσα στην αίθουσα, σπάνιο πράγμα, επικρατούσε ησυχία. Ακουγόταν μονάχα ο μονότονος ήχος της κιμωλίας, που μετρούσε με βιασύνη το χρόνο πάνω στον μαυροπίνακα. Μια συμμαθήτριά μας, καλλιγράφος, ανέλαβε να αντιγράψει, από το βιβλίο του δασκάλου, το μάθημα της ιστορίας. Εκείνη την εποχή οι μαθητές τα αγόραζαν τα βιβλία. Δηλαδή, έπρεπε να τα αγοράσουν, διότι δεν χορηγούνταν δωρεάν από το κράτος. Οι γονείς όμως, δεν διέθεταν χρήματα για φυλλάδες. Πεταμένα λεφτά, έλεγαν! Άλλωστε, δεν περίσσευαν κιόλας! Κι έτσι οι μαθητές – εννιά στους δέκα - δεν είχαν βιβλία. Μερικοί δεν είχαν ούτε τετράδια. Μόνο το Αναγνωστικό είχαμε, …αυτό που τώρα το λένε: “Η γλώσσα μου”!
Κάθε φορά, λοιπόν, που είχαμε ένα άλλο μάθημα –εκτός της ανάγνωσης - είχαμε και γράψιμο! …πολύ γράψιμο, να πιάνεται το χέρι και να πονάει. Οι πιο πολλοί, βέβαια, δεν ολοκλήρωναν το γράψιμο, είτε γιατί δεν προλάβαιναν, είτε γιατί βαριούνταν. Προσποιούνταν, όμως, πως έγραφαν για να μην δίνουν στόχο στο δάσκαλο, ο οποίος με άγρυπνο βλέμμα παρακολουθούσε ολόκληρη την αίθουσα και περισσότερο αυτούς, που συνήθως ήταν άτακτοι κι απρόσεχτοι. Σκυμμένοι πάνω από τα τετράδια γράφαμε και κάπου–
κάπου σηκώναμε το κεφάλι προς τα πάνω τετώνοντας το σβέρκο
– σαν τις κότες όταν πίνουν νερό - για να δούμε καλλίτερα, προσπαθώντας να βρούμε που βρισκόμασταν στο κείμενο, μην ξεχάσουμε τίποτα.
   Την ησυχία διέκοψε μια επίμονα επαναλαμβανόμενη φράση που ερχόταν από το πρώτο θρανίο:
- Πες, ρε! Πες, ρε! Πες, τι λέει μετά; ….τι λέει εκεί;
- Γιατί, εσύ δεν βλέπεις;
- Βλέπω! …πώς δεν βλέπω!
- …κι ύστερα; Γιατί να σ᾽ τα λέω εγώ;
Τα υπόλοιπα δεν τα ακούσαμε! Το διάλογο διέκοψε η άγρια φωνή του δασκάλου μας, του κυρίου Μπετσετέ Κωνσταντίνου:
- Σκάστεεεεε! …κακοανατεθραμμένοι!


   "Έφτιαξαν ένα δρόμο που είχε χαλάσει η βροχή, τέλος του 1950. Ο δάσκαλος Μπετσετές Ευάγγελος και οι μαθηταί: Ελένη Ασμίνη σύζυγος Αποστόλη Πατριώτα, Μάχη Καραμάνη ή Μπλίτσιου, Λένη Ανδρίτσιου ή Μπλαντού σύζυγος του Βαγγελούλη Πλατσά, Αντωνία Τσιολάκη σύζυγος θωμά, Χαρούλα σύζυγος Στάυρου Τσαρούχα, Κατίνα Παπαρίζου σύζυγος Στ. Ζήση, Κατίνα Χατζή σύζυγος Θανάση Μπάτσικα, Χαρίκλεια Δαλδά -Κάστα σύζυγος Γεωργίου Κομμάτη, Λυγγέρης Αντώνιος, Γιάγκος Αντώνιος, Μπλέτσας Γιάννης, Μασούρας Θύμνιος του Γεωργίου, Τσιόκανος Γιάννης, Γκλαντής Τάκης, Γουργιώτης Φώτιος του Ιωάννου, Μπουζούκης Βάιος του Κωνσταντίνου, Αναστασίου Αναστάσιος, Κελεπούρης Γιάννης, Γκλόμπας Ευάγγελος, Γκουντάρας Ευάγγελος ή Φασούλας, Σπυρούλης Δημήτριος ή Τλούπας, Γουργιώτης Παναγιώτης ή Τέκκας ή Παναϊτούλης, Κολέτσιος Βασίλειος (κάτω από το σπίτι του στην Αλευριά είναι η φωτογραφία), Μπάτσικας Βάϊος, Παπαρίζος Αντώνης ή Μαγλάς, Αδαμούλης Λεωνίδας, Σπυρούλης Αντώνιος ή Πύραυλος"
.............................................................................................................................................................
Πολύ του άρεσε αυτός ο χαρακτηρισμός! Τον έλεγε και τον επαναλάμβανε κάθε φορά που ήθελε να μας επαναφέρει στην τάξη.
Οι “κακοανατεθραμμένοι”, αυτή τη φορά, ήταν ο Βασίλης ο Κολέτσιος κι ο Αντώνης ο Μπελιάς. Ο Αντώνης καθόταν πριν –στην αρχή της χρονιάς – πιο πίσω, αλλά καλόπιασε το Μπετσετέ, λέγοντας πως θέλει να κάτσει με το φίλο του το Βασίλη, κι έκτοτε
μετακόμισε στο πρώτο θρανίο. Ο Βασίλης είχε εξασφαλίσει την πρώτη θέση λόγω εύνοιας: Ο Μπετσετές έμεινε στο σπίτι του Νίκου του Κολέτσιου, δηλαδή του πατέρα του Βασίλη!


 

Ο Βασίλης Κολέτσιος στην φωτογραφία με τον κασμά και με το καπέλο του γυμνασίου.

Την εποχή εκείνη ήταν μεγάλη τιμή για ένα μαθητή να κάθεται στο πρώτο θρανίο! Συνήθως κάθονταν οι άριστοι ή όσοι ήταν παιδιά γνωστών του δασκάλου που ήθελε να τους ευχαριστήσει. Ο Αντώνης ο Μπελιάς είχε τους λόγους του που ήθελε να έρθει στο πρώτο θρανίο. Η τάξη, όμως, δεν γνώριζε τίποτα! Ούτε ο δάσκαλος! Φύλαγε καλά το μυστικό του και δεν το αποκάλυψε ούτε την άλλη μέρα που πρόθυμα σήκωσε χέρι να πει το μάθημα και κατάφερε να εισπράξει το ξύλο της χρονιάς του.
- Τι λες, ρε κακοανατεθραμμένε;
- Το μάθημα, κύριε!
Ο Αντώνης είχε γράψει όλα όσα του ψιθύρισε ο Βασίλης ο Κολέτσιος. Δεν παράλειψε τίποτα. Έκατσε και τα διάβασε και τα
έμαθε νεράκι. Ήταν πολύ σίγουρος πως το ξέρει το μάθημα. Άλλωστε του φάνηκε πολύ εύκολο. Η σιγουριά του φάνηκε από
την προθυμία που σήκωσε το χέρι και τη φόρα που πήρε όταν άρχισε να λέει:
- Ο βασιλιάς ο Κόδρος πήγε στο μύλο για να αλέσει και βρήκε ένα βάτραχο και τον έπιασε με τα χέρια του, τον έγδαρε με το σουγιά του κι άναψε φωτιά και τον έψησε στη σούβλα! Του έβαλε αλάτι και πιπέρι και τον έφαγε….!
Εκεί ακριβώς είναι, που πήρε ανάποδες ο Μπετσετές, … και πού σε πονεί και πού σε σφάζει….! Ο Μπελιάς δεν προλάβαινε να μετρά σφαλιάρες στο κεφάλι, κλοτσιές στον κώλο και βεργιές στις παλάμες!
-Τι είναι αυτά, ρε κακοανατεθραμμένο κτήνος! …με μένα κοροϊδεύεις ηλίθιο κατασκεύασμα! Τι λες; Ξέρεις τι λες;
-Το μάθημα κύριε! Έτσι λέει…
-Έτσι λέει; …τολμάς ακόμα; Κτήνος αναιδέστατο! Έτσι λέει, ε; …έτσι , ε; ,,, να σου πω εγώ τι λέει!
Και να και τούτη, …να κι εκείνη, … τον έκαμε τουλούμι στο ξύλο,
αλλά το μυστικό του δεν το φανέρωσε!
Ο Αντώνης Γιάγκος με τον κύκλο.
Ο Αντώνης ο Μπελιάς, παιδί της Φώτως, ορφανός από πατέρα, ντρεπόταν να πει πως είχε μυωπία! Ήταν μεγάλη ντροπή τότε να φοράει κάποιος γυαλιά, ιδίως όταν ήταν παιδί ή ενήλικος ανύπαντρος. Μόνο κάποιοι γέροι –όχι όλοι - κι οι γραμματιζούμενοι φορούσαν γυαλιά.
Αυτός ήταν ο λόγος που ο Αντώνης ζήτησε από το δάσκαλο να του επιτρέψει να καθίσει στο πρώτο θρανίο. Ήθελε να βλέπει! Από μακριά δεν έβλεπε τίποτα, αλλά κι από δω πάλι δεν καλόβλεπε. Γι᾽ αυτό ζητούσε επίμονα από το Βασίλη Κολέτσιο να του υπαγορεύει αυτά που διάβαζε στον πίνακα κι έγραφε στο τετράδιό του. Μόνο που ο Βασίλης άλλα έγραφε στο τετράδιό του κι άλλα υπαγόρευε στον Αντώνη. Φαίνεται πως κατάλαβε την αδυναμία του και τον …δούλευε! Γελούσε και κορόιδευε ο Βασίλης κι έσπαγε μεγάλη πλάκα! Ήταν καλό παιδί ο Αντώνης και τέτοια μεταχείριση δεν του
άξιζε. Εκτός από αυτή την ανόητη και -όσο να ᾽ναι- αδικαιολόγητη περηφάνια του, άλλο κουσούρι δεν είχε. Τα παιδιά, όμως, πολλές φορές είναι πιο σκληρά κι άτεγκτα απ᾽ ό, τι φαντάζονται οι μεγάλοι. Γι᾽ αυτό ας δείξουμε επιείκεια και στην κακόγουστη πλάκα του Βασίλη.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΕΛΙΑΣ
   Την πιο άσχημη πλάκα, όμως, ο Αντώνης την έπαθε από τον ίδιο τον εαυτό του. Μη θέλοντας να παραδεχτεί πως δεν έβλεπε, ποτέ δεν πήγε σε οφθαλμίατρο και ποτέ δεν φόρεσε γυαλιά. Έτσι, όταν -ενήλικος πλέον – έπιασε δουλειά στη ΔΕΗ, τοποθετώντας κολόνες κάπου στην Κρήτη, η μοίρα του επιφύλασσε μια θανάσιμη φάρσα: Καθώς οι τρεις ή τέσσερις εργάτες –μαζί κι ο Αντώνης- προσπαθούσαν με τις διχάλες να σηκώσουν μια δεκαπεντάμετρη κολόνα και να την τοποθετήσουν στην τρύπα που ήταν ανοιγμένη στη γη, έσπασε μια διχάλα. Ο αρχιεργάτης αμέσως δίνει το σύνθημα, να την αφήσουν όλοι και να φύγουν προς τα δεξιά. Έτσι κι έγινε! Όλοι έτρεξαν και σώθηκαν! Εκτός από τον Αντώνη! Η όρασή του τον πρόδωσε. Φεύγοντας προς τα δεξιά, είδε την κολόνα να έρχεται καταπάνω του και γύρισε πίσω! Μόνο, που αυτό -που είδε- δεν ήταν η κολόνα αλλά η σκιά της! …την κολόνα τη συνάντησε στο επόμενο βήμα καθώς έτρεχε προς τα αριστερά.
Μια … θανάσιμη συνάντηση!



Σύρματα και παλούκια
(Του δάσκαλου Αντώνη Γιάγκου)
   Κάθε φορά που ο δάσκαλος μας ανέθετε μια εργασία, τη νύχτα είχαμε εφιάλτες. Δεν ήταν μόνο τα παιγνίδια που μας απορροφούσαν και ξεχνιόμασταν! Ήταν, που μας έλειπαν οι στοιχειώδεις γνώσεις, αλλά και οι πηγές που θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε αυτές τις γνώσεις. Οι γονείς μας ήταν παντελώς αγράμματοι. Το λεξιλόγιό τους φτωχό και οι γνώσεις τους περιορίζονταν σε ό,τι είχε να κάμει με τις βασικές τους ασχολίες. Βιβλία βοηθητικά ή εγκυκλοπαίδειες δεν είχε κανένας στο χωριό. Πέρα από τα αναγνωστικά μας, δηλαδή τα εγχειρίδια για την διδασκαλία της γλώσσας, μόνο κάποια περιοδικά του Ερυθρού Σταυρού, της Αποστολικής Διακονίας και των παιδοπόλεων της βασίλισσας υπήρχαν: Το σπίτι του παιδιού, Τα χαρούμενα παιδιά, Τα χριστιανόπουλα κλπ. Τίποτα άλλο! Παρόλα αυτά, οι δάσκαλοί μας είχαν την απαίτηση να ¨φέρουμε πληροφορίες¨, για κάποιο θέμα ή να κάμουμε μια εργασία που απαιτούσε ειδικές γνώσεις. Στην περίπτωση αυτή, τους πρώτους που σκεπτόμασταν να ζητήσουμε βοήθεια, ήταν οι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων. Αφού τα ¨πέρασαν¨, έπρεπε να τα ξέρουν, σκεφτόμασταν. Μερικές φορές, πράγματι, τα ήξεραν, αλλά όχι πάντα. Η επόμενη σκέψη ήταν να ρωτήσουμε τους γονείς μας, αν τους …συναντούσαμε, φυσικά! Εκείνα τα χρόνια οι γονείς …¨από νύχτα σε νύχτα¨ εμφανίζονταν στο σπίτι. Έφευγαν χαράματα κι επέστρεφαν σαν νύχτωνε. Μέχρι να ξεφορτώσουν τα υποζύγια, να ταχτοποιήσουν τα πράγματα και να ταΐσουν τα ζώα, η ώρα περνούσε! Εμείς, δηλαδή τα παιδιά, κοιμόμασταν νωρίς τότε. Προσωπικά, θυμάμαι πως κόντευα τα δεκαπέντε, όταν για πρώτη φορά έμεινα ξάγρυπνος μέχρι τα μεσάνυχτα. Και αφού σπάνια βλέπαμε και τους γονείς μας, …μόνο οι γιαγιάδες κι οι παππούδες μας απόμεναν για να μας βοηθήσουν. Αλλά κι αυτοί, τι να σου κάνουν; ….ξύλα απελέκητα!
   Κι έτσι έμεναν άφτιαχτες οι εργασίες, κι εμείς όλη τη νύχτα …να ψάχνουμε τι δικαιολογία θα βρούμε για το δάσκαλο, όταν την άλλη μέρα θα μας ρωτούσε τι κάναμε! Κι έσμιγε η συνειδητή σκέψη με το όνειρο, καθώς αποκοιμιόμασταν, και το όνειρο γινόταν μαρτύριο, γινόταν εφιάλτης. Όποια δικαιολογία κι αν βρίσκαμε, συνήθως, το ξύλο δεν το γλιτώναμε. Μια μέρα ο δάσκαλος ζήτησε από όλους μας να κάμουμε ¨καλές πράξεις¨!
- Θα περιμένω αύριο, να μου πείτε τις καλές πράξεις, που ο καθένας έκαμε, είπε κοφτά χωρίς επεξηγήσεις κι αυστηρά χωρίς να αφήνει περιθώρια να τον αγνοήσεις.
Μείναμε με ανοιχτό το στόμα κι ένα πελώριο ερωτηματικό φάνηκε να πλανιέται στο βλέμμα και τα πρόσωπά μας. Μόνο που το ερωτηματικό αυτό δεν ήταν ίδιο για όλους. Πολύ λίγοι αναρωτήθηκαν ποια πράξη θα μπορούσαν να κάμουν. Οι περισσότεροι έμειναν στη φάση της αποκωδικοποίησης! …¨τι θέλει
να πει ο …ποιητής¨;
Συνήθως έτσι άρχιζε η ανάλυση των ποιημάτων, τότε! Ναι, …και
προσπαθούσαμε να μαντέψουμε τι ήταν αυτό που ενέπνευσε τον ποιητή ή το συγγραφέα και τι ήθελε να πει, αραδιάζοντας, κάθε φορά, χίλες δυο αυθαίρετες αρλούμπες!
Εκείνα τα χρόνια όλα έπρεπε να τα μαντεύουμε. Το σχολειό ήταν ένα τεράστιο αίνιγμα. Δάσκαλος και μαθητής έπαιζαν ένα μονότονο παιχνίδι, όπου ο δάσκαλος είναι παντογνώστης, αλλά κρατάει τη γνώση ερμητικά κλεισμένη στο κεφάλι του, κι ο μαθητής είναι ένα… άδειο κεφάλι που πρέπει να γεμίσει με γνώσεις, αλλά είναι (οφείλει, δηλαδή, να είναι) ικανός, να μαντεύει τι κρύβουν οι ¨σοφοί¨ στο δικό τους κεφάλι. Ένα βασανιστικό δίπολο σε ασταμάτητο κυνηγητό, με κυνηγό το δάσκαλο και θήραμα το μαθητή. Όσο κι αν φαίνεται τολμηρή η σκέψη, είναι απόλυτα αληθινή. Είδα πολλούς δασκάλους να νιώθουν ανείπωτη ηδονή, σαν έπιαναν το μαθητή ¨αδιάβαστο¨!
Τι ήθελε, λοιπόν, ¨να πει ο ποιητής¨;
-Μανιά, ο δάσκαλος είπε να κάμουμε καλές πράξεις! Τι καλές πράξεις να κάμω; ρώτησαν τη γιαγιά τους, όπως ήταν φυσικό, οι περισσότεροι. Μανιά, στο χωριό μας, λέγαμε τη γιαγιά μας. Οποιαδήποτε άλλη ηλικιωμένη γυναίκα τηλέγαμε: Μάκου.
- Να κάμεις! Γιατί να μην κάμεις;
Δηλαδή, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς και να αποδώσουμε σωστά το ηχόχρωμα της ντοπιολαλιάς μας, η γιαγιά είπε:
-Να καμ᾽ς, αρέ! Μπουτί να μην καμ᾽ς; Ξιερ´ς! Δεν ξιερ᾽ς; Νια πρόστισ(ι), νια αφαίρισ(ι), ….Α, κάμι κι ιένα πουλαπλασιασμό!
Αυτό ήταν! Σε λίγο, από στόμα σε στόμα, κυκλοφόρησε σε όλο το χωριό: Από την Γκορτσιά μέχρι τον Κούκουρδα κι από την Πατσιούκα μέχρι την Αλευριά, …όλοι πληροφορήθηκαν πως ¨καλές πράξεις¨, είναι οι πράξεις της αριθμητικής. Εννοείται, οι σωστές πράξεις της αριθμητικής, χωρίς λάθη!
Την άλλη μέρα, όταν ο δάσκαλός μας, κύριος Μπετσετές Κωνσταντίνος, ζήτησε να μάθει για τις καλές μας πράξεις, πρώτη σήκωσε το χέρι η Κατίνα η Γκούτζιμπα.
-Πες μας, Αικατερίνη παιδί μου! Ποιες καλές πράξεις έκαμες;
-Να σηκωθώ στον πίνακα, κύριε;
-Γιατί, Γκούτζιμπα; Από κει δεν μπορείς;
Η Κατίνα άρχισε να λέει :
-Έκαμα δυο πολλαπλασιασμούς, τρεις διαιρέσεις, τέσσερ…! ..δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει! Πυρ και μανία ο Μπετσετές!

-Τι λες μωρέ….; Αυτό ζήτησα εγώ, Γκούτζιμπα; Αυτό……, μωρέ; Τι ανοησίες μου τσαμπουνάς; Τρελάθηκες;
Η Κατερίνα ήταν επιμελής μαθήτρια. Πρώτη στην τάξη. Μπροστά , όμως, στην ανεπάντεχη αυτή θυμική έκρηξη του δασκάλου..έμεινε άναυδη! Έχασε το χρώμα της, άρχισε να τρέμει και δεν απείχε πολύ απ᾽ το να βάλει τα κλάματα. Το ίδιο άναυδη έμεινε κι ολόκληρη η τάξη, βλέποντας πως η …απάντηση που ετοίμασε, ….έβγαινε άκυρη!
Ο δάσκαλος, εκτός εαυτού, πήρε με τη σειρά και ρωτούσε τον έναν μετά τον άλλον:
-Τι έκαμες εσύ, Ελένη; Εσύ, Ανδρομάχη; εσύ; ….εσύ; ….εσύ;
Όλοι έλεγαν πως ετοίμασαν αριθμητικές πράξεις! …ο δάσκαλος, ένα που δεν έσκασε! Έμεινε για αρκετή ώρα αμίλητος, …περπάτησε πέρα δώθε, έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια, βλαστήμησε από μέσα του κι είπε φωναχτά πολλά για την βλακεία μας. Στη συνέχεια πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπάθησε να ηρεμήσει, γλύκανε κάπως τη φωνή του κι άρχισε να μας εξηγεί τι ακριβώς είχε ζητήσει να κάμουμε.
- Όταν λέμε, ηλίθια πλάσματα, ….να κάμουμε καλές πράξεις, εννοούμε να βοηθήσουμε κάποιον, να κάμουμε μια ελεημοσύνη, …μια αγαθοεργία, να ποτίσουμε, ας πούμε, τα δέντρα του σχολικού κήπου, να καθαρίσουμε την πλατεία, …να φανούμε, τέλος πάντων, χρήσιμοι σε κάποιον ή σε κάποιους…..! Να κάμουμε ένα καλό για τη γειτονιά μας, για το σχολείο, για την εκκλησία, για τους συνανθρώπους μας….!
Με όλα αυτά που έλεγε για σχολείο, για κήπο, για εκκλησία, …κάτι άρχισε να ανατέλλει στον ορίζοντα της σκέψης πολλών μαθητών. Από λέξη σε λέξη οδηγηθήκαμε συνειρμικά σε μια συζήτηση, που είχαμε κάμει πριν από μέρες, για τη δημιουργία σχολικού κήπου στην Αγία Κυριακή. Επειδή η πρώτη προσπάθεια που κάναμε για τη δημιουργία σχολικού κήπου δίπλα στο σχολείο δεν τελεσφόρησε για ευνόητους λόγους, ο δάσκαλος ζήτησε από τον παπα- Κώστα το Γαλιώτα και τους άλλους αρμοδίους, να μας επιτρέψουν να
δημιουργήσουμε κήπο στην πλαγιά που βρίσκεται μπροστά από το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής, προς τη μεριά του χωριού, μέχρι κάτω στο ρέμα Μτσιάρα.
Για να γίνει ο κήπος, όμως, και να διατηρηθεί, έπρεπε πρώτα να περιφραχτεί. Κάποιος από τα τελευταία θρανία, στη γαλαρία, που λέμε, … ψιθύρισε κάτι για σύρματα και παλούκια. Δεν είμαι σίγουρος αν ήταν ο Βαγγέλης ο Γκλόμπας ή ο Τάκης ο Γκλαντής ή κάποιος άλλος! Εκείνο που θυμάμαι είναι πως πρώτα ακούστηκε στα πίσω θρανία κι ύστερα το άρπαξε ο Αντώνης ο Λυγγέρης και σήκωσε το χέρι με ορμή φωνάζοντας:

25-03-2011, δεξιά ο Αντώνης Λυγγέρης.
-Κύριε, κύριε, κύριε……!
-Λέγε, παιδί μου Αντώνη….!
-Εγώ, κύριε, ετοίμασα σύρματα και παλούκια για να περιφράξουμε τον κήπο που θα φτιάξουμε…..!
-Μπράβο, Αντώνη παιδί μου! Μπράβο!
Αυτό ήταν! Η τάξη ξαφνικά ζωντάνεψε! Μια απέραντη ανακούφιση πλημμύρισε τα παιδικά στήθια κι όλοι σήκωναν χέρι για να πουν την καλή πράξη που έκαμαν. Αυτή η απάντηση, που ήρθε ουρανοκατέβατη, έβγαζε την τάξη από το αδιέξοδο. ´Ηταν, αναμφίβολα, ένα ψέμα! Ένα ψέμα που πρόθυμα το υιοθέτησαν όλοι. Ο δάσκαλος δεν προλάβαινε να δίνει το λόγο και να παίρνει πάντα την ίδια κι απαράλλαχτη απάντηση:
-Σύρματα και παλούκια, κύριε!
-Εσύ;
-Σύρματα και παλούκια, κύριε!
-Ο άλλος…
-Σύρματα και παλούκια, κύριε!
Είχε την υπομονή ο Μπετσετές να ρωτήσει περισσότερους από δέκα μαθητές. Κι όλους να τους ρωτούσε την ίδια απάντηση θα έπαιρνε:
-Σύρματα και παλούκια….
-Ωραία! είπε ο Μπετσετές! Το απόγευμα θα πάμε να περιφράξουμε το χώρο του κήπου μας στην Αγία Κυριακή.
  Την εποχή εκείνη κάναμε και το απόγευμα μάθημα, καθώς και το Σάββατο.

ΓΚΛΑΝΤΗΣ Τ.                                                     A. ΛΥΓΓΕΡΗΣ
 












   Δε σήκωσα χέρι, ούτε την πρώτη φορά, ούτε τη δεύτερη. Την πρώτη, διότι δεν είχα κάμει πράξεις αριθμητικής και την δεύτερη, διότι δεν ήθελα να πω ψέματα. Το άφησα στην τύχη, αλλά ο δάσκαλος δε με ρώτησε! Αν με ρωτούσε, δεν ξέρω αν εύρισκα το θάρρος να του πω, πως εγώ είχα δώσει ένα αυγό σε κάποιο φτωχό παιδί της γειτονιάς μας. Κρυφά από τη γιαγιά μου, φεύγοντας το πρωί για το σχολείο, πήρα ένα αυγό από το κοτέτσι. Είχα προσέξει πως ο γιος του Βασίλη Γκαλιάκη, ένα αγόρι 4-5 ετών, στεκόταν εκεί στην αυλόπορτα του σπιτιού τους κάθε μέρα, την ώρα που περνούσα, πηγαίνοντας προς το σχολείο. Ήταν εκεί κι αυτή τη μέρα! Τον φώναξα και του το έδωσα.
  Την εποχή εκείνη όλοι φτωχοί ήμασταν, αλλά εγώ, δεν ξέρω γιατί, μου φάνηκε πως αυτό το παιδί …χρειαζόταν αυτό το αυγό κι άξιζε τον κόπο να του το χαρίσω. Έτσι εκτίμησα! Ντράπηκα, όμως, να το πω! Πουθενά δεν το είπα. Αν το μάθαιναν οι συμμαθητές μου κι οι φίλοι μου ..θα με κορόιδευαν. Δύσκολα χρόνια τότε. Το μετεμφυλιοπολεμικό κλίμα της εποχής είχε κάμει τους ανθρώπους σκληρούς αλλά και περήφανους. Δύσκολα έδιναν κάτι, ακόμα κι αν τους περίσσευε, και δύσκολα δέχονταν χωρίς να υπάρχει λόγος ή να τους το χρωστάνε. Δεν καταδέχονταν. Το θεωρούσαν ελεημοσύνη που ταιριάζει στους διακονιάρηδες κι όχι σε νοικοκυραίους. Και στη Μελίβοια τη δεκαετία του ᾽50, ακόμα κι ο πιο φτωχός ήταν νοικοκύρης περήφανος και τη ζητιανιά τη θεωρούσε κατώτερη της μοίρας του. Αυτό φάνηκε το μεσημέρι που σχολώντας από το σχολείο γύριζα σπίτι. Η Λένη η Γκαλιάκαινα, η μάνα του παιδιού που έδωσα το αυγό, περίμενε έξω από την αυλόπορτα του σπιτιού της, με τα χέρια στη μέση της, κλείνοντάς με το δρόμο κι έτοιμη για καυγά! Με μάλωσε! Ζητούσε επίμονα να μάθει γιατί έδωσα το αυγό. Ένα που δεν μ᾽ έδειρε!
Τα αρνήθηκα όλα, όσο κι αν γινόταν επίμονη. Είπα πως δεν ξέρω τίποτα και πως δεν έδωσα ..κανένα αυγό!
Στο σπίτι που πήγα, όμως, η γιαγιά μου δεν με πίστεψε, όσο κι αν έλεγα πως δεν πήγα το πρωί στο κοτέτσι. Η γιαγιά ήξερε, πόσα αυγά έπρεπε να είναι στο κοτέτσι.
Το απόγευμα με δυο τρία παλούκια ο καθένας παραμάσχαλα και μια κουλούρα σύρμα, με τσάπες, λοστούς κι άλλα εργαλεία κατάλληλα για την περίσταση, πήγαμε στην Αγία Κυριακή για περίφραξη.
  Την άλλη μέρα το πρωί στην προσευχή, ….πλάκωσαν καμιά εικοσαριά νοικοκυραίοι και φωνάζοντας και βρίζοντας κατήγγειλαν πως κάποιοι μαθητές τους έκλεψαν τα παλούκια από τους μπαχτσέδες. Το τι ξύλο έπεσε, …δε λέγεται! Άντε ύστερα, να κάμεις καλή πράξη στη ζωή σου!


ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
English
Παπαλεξανδρής Βασίλειος
Τίτλος:
Παπαλεξανδρής Βασίλειος
Τοποθεσία:
Χρονολογία:
Έτος γέννησης: 1864
Περίληψη:
Απογραφή 1885-. Έτος: 1892. Βαθμός:Δημοδιδάσκαλος Α’



   Αυτή η φωτογραφία είναι αναρτημένη στο καφενείο του Κωστάκη και Δήμου Αδαμούλη στη Μελίβοια. 29 Μαϊου του 1929 γράφει στο πίσω μέρος. Εδώ απεικονίζεται ο δάσκαλος Βασίλης Παπαλεξανδρής του Ιωάννου. Θα γραφούν όσοι μπορούμε να αναγνωρίσουμε κατά καιρούς....




   Ν.Τ. Η φωτογραφία αυτή, είκοσι περίπου χρόνια παλαιότερη της προηγούμενης απεικονίζει τον Βασίλη Παπαλεξανδρή και ο άλλος δάσκαλος πρέπει να είναι ο Γρηγόρης Παπαλεξανδρής που αργότερα έγινε γιατρός  Αυτή η φωτογραφία είναι με email γιαυτό και δεν είναι καθαρή, αλλά τα χαρακτηριστικά του Βασίλη Παπαλεξανδρή ομοιάζουν. 
Ν.Τ. Οι Παπαλεξανδραί προσέφεραν πολλά στην Αθανάτου όπως ονομαζόταν το χωριό μας εκείνη την εποχή που ήρθε ο παππούς του δάσκαλου Βασίλη. Για την οικογένεια και την καταγωγή μας λέει ο συγγενής τους Γιάννης Αντωνούλης που σήμερα είναι εκατό χρόνων και του ευχόμαστε να ζήσει ακόμα εκατό χρόνια. 


Αντωνούλης Ιωάννης του Αντωνίου 19-7-95


   Αντωνούλης Ιωάννης του Αντωνίου και της Αικατερίνης, που γεννήθηκα το 1910, η μάνα μου είναι του γένους Παπαλεξανδρή και τον γιατρό Γρηγόρη Παπαλεξανδρή τον είχε πρώτο ξάδερφο και τον Παπαγιάννη πατέρα.  Ήταν 4 αδερφές και δυο αδερφοί. Είχε αδέρφια τον δάσκαλο Βασίλη Παπαλεξανδρή, τον Γιώργο Παπαλεξανδρή που ήταν πατέρας του Αντρέα και πήγε στην Αμερική μετά το 1914.
Ο Γιώργος είχε παιδιά τον Ανδρέα, Γιάννη και τέσσερα κορίτσια. Άλλη αδερφοί είναι η Αννούλα Μπάτσικα σύζυγος  του Νίκου Μπάτσικα του Βασίλη η μάνα, η Νεντούλου  που είναι του Τσώλα η μάνα..
       Ο Βασίλης είχε παιδιά, τον Γιάννη που πήγε στην Αμερική και έφυγε νωρίς (επέστρεψε), δεν τον γνώρισα, τον Μιλτιάδη που ήταν λογιστής τραπέζης και τον Νίκο που πέθανε στην Αθήνα νέος. Εγώ πήγα στην Αθήνα και βρήκα τον Μιλτιάδη.
   Οι Παπαλεξανδραί προέρχονταν από την Μικρά Ασία. Ήτανε τρία αδέρφια. Ο ένας έγινε δεσπότης στην Κωνσταντινούπολη, ο άλλος έμεινε στην Μικρά Ασία και ο τρίτος ήρθε εδώ στο Μοναστήρι Ιωάννη του Θεολόγου. Αυτόν τον έλεγαν Βασίλη και έγινε παπάς. Αυτοί ήταν παπαδοσόι από ανέκαθεν. Εδώ, στον Θεολόγο έγινε παπάς. Ο άλλος έγινε δεσπότης στην Κωνσταντινούπολη. Παπαλεξανδρής λεγόταν γέννημα θρέμμα. Παντρεύτηκε ο Βασίλης  και πήρε μια Κουλούρινα. Αυτήν προέρχονταν απ’ τούς Παπαριζέους. Κουλούρινα λέγονταν στο επίθετο. Κουλούρη έλεγαν τον πατέρα του Κουτσογιώρα (ο Γιώργος Παπαρίζος στην αλευριά). Τον πατέρα του τον έλεγαν Κουλούρη γιατί είχε μάνα απ’ τό γένος Κουλούρη. Έκανε τα παιδιά (αγόρια) τα δυο: Τον Γιάννη και τον Αλέξανδρο και δυο κορίτσια: Αννούλα, Μηλιά. Η Ανούλα παντρεύτηκε και πήρε τον παππού του Βασίλη Γκουντάρα (Φασούλα). Ήμαστε δεύτερα ξαδέρφια εμείς με τον Φασούλα. Είχαν και μια αδερφή Μηλιά που παντρεύτηκε στην Αγιά. Τα παιδιά του Βασίλη, ο Αλέξης και ο Γιάννης έγιναν και οι δυο παπάδες. Ο Αλέξης ήταν πατέρας του γιατρού. Ο Παπαγιάννης ο παππούς μου έκανε τον Βασίλη, Αννούλα  κλπ. Ο Βασίλης ο Παπαλεξανδρής έγινε δάσκαλος. Παντρεύτηκε και πήρε μια Σκούρταινα που είχε το σπίτι κάτω στου Θυμιούλη (Ευάγγελου Ευθυμίου) το παλιό σπίτι (σήμερα χαλάστηκε). Ο Σκούρτος είχε μοναχοκόρη,(Ν.Τ. ξέχασε ότι είχε και άλλη κόρη, την Μαρία σύζυγο του Στέφανου Γάλλου ή γιαγιάς της Χαρίκλειας Μασούρα του Ρίζου.) το πούλησε αυτό το σπίτι ο δάσκαλος, πήρε οικόπεδο απ’ τούς Βαλαραίους και έφτιαξε σπίτι αυτό που έχει τώρα  ο Λεωνίδας  Αδαμούλης. Έκανε τα παιδιά: τον Γιάννη, Μιλτιάδη, και Νίκο. Ο Γιάννης πήγε στην Αμερική, παντρεύτηκε και δεν τεκνοποίησε. Ο Μιλτιάδης πήρε για γυναίκα την κόρη του Αλέκου Αγγελάκη του φαρμακοποιού απ’ την Δογάνη. Έγινε λογιστής και πήγε στην Αθήνα. Ο Μιλτιάδης έκανε δυο παιδιά. Ο ένας είναι χειρούργος παιδίατρος διευθυντής στον ερυθρό σταυρό και λέγεται Νίκος Παπαλεξανδρής και ο άλλος έγινε χημικός και είναι στην Αθήνα. Ο δάσκαλος (Βασίλης) ήταν 35 χρόνια εδώ. Έμαθε τα παιδιά του γράμματα, παντρεύτηκαν και μάθαινε και στα εγγόνια του, Μίλτο και  Μιχάλη. Πήγα και εγώ σ’ αυτόν. Ωσότου  πήρε σύνταξη  πολύ πριν το 40 ήταν εδώ. Ο δάσκαλος Βασίλης, εξέδωσε ένα βιβλίο στην καθαρεύουσα σαν δάσκαλος. Οι δάσκαλοι έκαναν ένα συνέδριο στην Αθήνα, εκεί διάβασε το βιβλίο, πήραν το κείμενό του, το τύπωσαν οι  άλλοι, και αντί να γράψουν Βασίλης Παπαλεξανδρής έγραψαν Βασίλειος Αλεξωβήτης. Το πήρε άλλος το κείμενο, έγραψε για την τροποποίηση της καθαρεύουσας. Όταν στο συνέδριο είπαν για τους μισθούς του δασκάλου, όλα μετά την τουρκοκρατία, είπε και ο Βασίλης: «Εγώ έχω διακόσιες χιλιάδες απόθεμα». Και τον ονόμασαν ο δράκος της οικονομίας. Εγώ πήρα την βιβλιοθήκη του δάσκαλου και την έχω όλη διαβασμένη. Είχε διακόσια πενήντα βιβλία που τα διάβασα όλα. Μ’ είχε πάρει μια ελονοσία για  μήνες και κάθομαν και διάβαζα. Θυμάμαι όμως τα κυριότερα. Αυτά τα βιβλία μου τα κατέστρεψε ο στρατός και τα καλύτερα τα πήραν απ’ τό σπίτι μου. Τα πήρε ο στρατός, τα άρπαξε. Εγώ τα πήρα απ’ τό σπίτι το Μπατσκέικο, ο δάσκαλος είχε φύγει. Ένα-ένα τα έπαιρνα. Ήταν γύρο στο 1924-1925, ο δάσκαλος έφυγε και τα άφησε εδώ. Πήρε μόνο τα λεξικά και τα’ δωσε τον Γιάννη  Γάλλο τον γιατρό. Με τον Γιάννη ήμασταν συμμαθητές στο σχολαρχείο. Εγώ πήγα, το 21-22 στο σχολαρχείο, ήμουν με τον Γιάννη Γάλλο. Έδωσε τα δυο μεγάλα λεξικά στον Γιάννη Γάλλο, τα άλλα τα είχα στην κυριότητά   μου. Ο Βασίλης ήταν συγγενής με τον Γιάννη Γάλλο. Αφού με τα κατέστρεψε ο στρατός δεν έμεινε τίποτα. Αυτό το βιβλίο του Παπαλεξανδρή πρέπει να το έγραψε το 1990-1910, εγώ το είδα το βιβλίο, το βρήκα στην βιβλιοθήκη, το είχε ο Βασίλης, και μου είπε ότι πήραν οι άλλοι τα χρήματα. Μ’ αυτά τα χρήματα πήγε στην Αθήνα και αγόρασε ένα σπίτι από κάποιον Πελοπονήσιο… αυτό το σπίτι ήταν πολύ παλιό - αρχαίο. Ήταν γύρω-γύρω δωμάτια και στη μέση είχε πηγάδι. Τα παιδιά το έδωσαν, μετά, αντιπαροχή και έφτιαξαν έξαόροφο, είναι πύρου 11 στο Παγκράτι.
Ν.Τ Εκεί μένουν τα παιδιά;
Γιάννης: Μένει ο Βασίλης εκεί ο χημικός. Ο Νίκος είναι γιατρός απ’ τον Μιλτιάδη παιδιά.. ήρθαν εδώ. Όταν πήγα εγώ εκεί με κράτησαν δυο βραδιές. Μ’ έκαναν τέτοια υποδοχή λες και είχαν υπουργό. Την ιστορία αυτή από πού προέρχονταν, μου την είπε ο πατέρας τους.

Η φωτογραφία είναι το 1950. Γράψτε στα σχόλια ποιοι είναι οι μαθηταί.

ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ 21-0-06
   Γεννήθηκε το 1914 Με την δασκάλα Δωροθέα πααινάμε σχολείο πάνω στην Αγία Παρασκευή, στο γυναικονίτη. Κοντά ήταν μια Ζαφειρία, που ήταν φίλοι με τον  Νίκο Γκαλιάκη, που ήταν τρανός μάγκας. Ο Πατέρας του είχε πάει στην Αμερική. Ο Νίκος ήταν Χασάπης.
Χρήστος: Άμα μπω στην κουβέντα τα θυμάμαι. Αν ήξερα γράμματα θα ήμουν άλλος άνθρωπος, δεν ξέρω ούτε την υπογραφή μου. Όταν πάαινα σχολείο, στην Δωροθέα στην Αγιά Παρασκευή η μάναμ’ έστελνε βούτυρα στην Δωροθέα να με μάθει γράμματα, αυτή όμως δεν με χτυπούσε για να μάθω και δεν μάθαινα. Μετά πήγαμε εδώ κάτω στου Δήμαρχου ή Ζιούρκα. Μας είχε ορθογραφία και γω την είχα στο πανάρι (εξώφυλλο) γραμμένη, δίπλα μου ήταν ο Αλέξης Μασούρας και με πρόδωσε. Έρχεται εκεί και μ’ αρχίζει με την βέργα, στην παίρνω, στην φουσκώνω στο κεφάλι και έφυγα, δεν ματαπήγα και απόμεινα αγράμματος, δεν έμαθα ούτε να συλλαβίζω.

Αργύρης Αθανάσιος 17-6-95

 Σχολείο



   Το 1935 πήγαινα σχολείο, στην πρώτη τάξη είχα ένα Στάθη δάσκαλο, έμεινε καμιά εικοσαριά μέρες και ύστερα έφυγε. Ήταν ένας Βαγγέλης Γιαννούτσος. Ήταν μια δασκάλα που έμεινε στο σπίτι του Μήτσιου Σκάθαρου. Τα τέσσερα τελευταία χρόνια πήγαινα στον Δασκαλάκη. Αυτός πέθανε ύστερα από τον καημό. Έξη χρόνια κάθισα στο σχολειό έφυγα από το σχολείο το 1938 κανονικά και πήγα στη μεγάλη τη σχολή, πήγαινα τζιομπάνος, τα ’περνα τα γράμματα αλλά πήγαν χαμένα. Τότε έπρεπε να με στείλουν στο γυμνάσιο αλλά δεν υπήρχαν λεφτά. Δεν ήταν μόνο που δεν είχαν λεφτά, αλλά ήταν πισωδρομικός ο κόσμος. Στην ηλικία την δική μου δεν σπούδαξε κανένας. Εκείνοι που σπούδαξαν ήταν λίγο μεγαλύτεροι από μένα, ήταν οι Κουβαραί, ο Γιώργος Ευθυμιάδης. Ήξεραν τι έκαμναν.


ΜΠΟΥΖΟΥΚΗΣ ΑΛΕΞΗΣ 19-6-95


Αλέξης: Στα ίδια θεμέλια ήταν το μετόχι - αυτού που είναι τώρα το παλιό σχολείο, Προς τα εκεί (βόρεια), ήταν ένα σχολείο πεσμένο. Τόριξαν όλο και έφτιαξαν καινούργιο σχολείο. Το σχολείο αυτό το έφτιαξε ο Παπαλεξανδρής. Τελείωσε η κατασκευή το 1930-32. Όταν είχε πέσει το παλιό σχολείο, δίπλα απ’ το μετόχι, πηγαίναμε σχολείο σε νοικιαστά δωμάτια. Εγώ πήγαινα εκεί που έχει σπίτι ο Δήμαρχος ή Αποστόλης Τσιαούσης, στη Βρύση. Πέντε χρόνια το είχε νοικιασμένο η Ζωγούλα του Αποστολάκη Αναγνωστούλη. Είχαν και στο σπίτι του Γιάννη Δαλδά (Νταλντά) σχολείο, είχαν και στου Ζιάκα, τα νοίκιαζε το κράτος. Εγώ το είδα πεσμένο (γκρεμισμένο) το παλιό σχολείο στο Μετόχι, ο παππούς μου το θυμόταν. Ένα διάστημα πήγαιναν και στο μετόχι σχολείο, ενώ τώρα τελευταία πήγαιναν στις εκκλησίες, όπως στον γυναικωνίτη στην αγία Παρασκευή και στον άγιο Νικόλα. Εκεί που πααινάμε σχολείο, ήταν και   ένας Βάιος δάσκαλος φυματικός, πάαινε και φτούσε. Ο πατέρας μου έβγαλε το σχολαρχείο. Πλήρωνε το μοναστήρι δάσκαλο στην εποχή του πατέρα μου, γιατί επί τουρκοκρατίας δεν ήταν δάσκαλοι, πλήρωνε το μοναστήρι δάσκαλοι κι έμαθαν τα παιδιά γράμματα. Λίγοι πήγαιναν τότε σχολείο, τα κορίτσια δεν πήγαιναν σχολείο. Και τα παιδιά (αγόρια) ακόμα πήγαιναν καναχρόνο δυο και τάπερναν οι πατεράδες κοντά στα γ’ρούνια  και τα βόδια, δεν τά ’στελναν σχολείο, ούτε τα παιδιά  (αγόρια).



ΜΠΟΥΖΟΥΚΗΣ ΑΛΕΞΙΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ 4-2-2006 σχολείο

   Εκείνα τα χρόνια στην Αγιά ήταν το Ελληνικό σχολείο ή σχολαρχείο. Ήμασταν τότες 5-6 παιδιά απ’ το χωριό. Κάθε εξάμηνο ήθελες εγγραφή, ήθελε 100 δρχ ενοίκιο στην Αγιά. Εμένα μ’ έστειλε ο πατέρας μου 3 χρόνια. Μετά ήθελε γυμνάσιο 4 χρόνια στην Λάρισα. Δεν είχε χρήμα και είχε 9 παιδιά. Ο Βασίλης Παπαλεξανδρής που έκανε εδώ χρόνια δάσκαλος έλεγε: Πέρασαν τρεις (3) μαθητές γεροί: Ο Γιάννης Ζήσης, ο Λέανδρος Γάλλος που έγινε δάσκαλος, πήγε στο διδασκαλείο για 7 χρόνια και ήταν υποχρεωμένος να πάει για 10 χρόνια στις νέες χώρες και αυτός πήγε και πέθανε εκεί, ήταν φυματικός και ο τρίτος ήμουν εγώ. Αυτό έλεγε ο Βασίλης. Ο Λέανδρος ήταν αδερφός του Γρηγόρη και Μήτσιου Γάλλου, παιδιά του Στεφανάκου, ήμουν γερός μαθητής. Διέθεσα όμως την γνώση και την θύμηση στα χαρτιά, που παίζαμε ξερή και στην τελευταία «φυλλωσιά» θα σ’ έλεγα τι χαρτιά έχεις απανηθές, τόσο μνήμη είχα. Ήμουν εδώ στα καφενεία.

 

ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ 12-8-95 ΣΕΛ 259-269
ΔΑΣΚΑΛΟΙ

Στον Παπαλεξανδρή, σ’ αυτόν πααινάμε σχολείο εμείς. Ήταν το 1925, ποιος τα θυμάται αυτά;

ΑΝΤΩΝΟΥΛΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ  28-04-05

   Αυτό το θυμάμαι, που ήρθε ένας δάσκαλος  Κουκουτιανός, απ’ την Κουκουράβα, ήταν Χιλιαστής και ήρθε ο Μήτσιος ο Μπουζούκης ο ψάλτης, και λέει ο Κουκουτιάνος: Μελιβοία κοινώς Αθανάτη.

ΕΥΡΥΚΛΕΙΑ ΠΛΑΤΣΑ-ΤΣΙΑΠΑΝΟΥ 17 +18 -06-05
Καφέτσιου λέγονταν η δασκάλα από την Ρέτσιανη, και έμεινε στο σπίτι του Παπαηλία Ζούλου.

ΠΕΡΔΙΚΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗ 05-03-05

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ζαφειρία έλεγαν την δασκάλα που έστειλε χαρτί στο σπίτι να πάω σχολείο και ο πατέρας μου έδωσε κοτόπουλα στην δασκάλα να μην πάω σχολείο.

 Παπαρίζος Μιχάλης του Αθανασίου 22-7-05

Στην πρώτη τάξη είχα την Μερσίνη Γκριτζώνη δασκάλα από τη Λάρισα. Είχα την Ζαφειρία Καραγιάννη 3η τάξη και τον δάσκαλο τον Βαγγέλη Γιαννούτσο. Είχε το Σταύρη και το Βασίλη παιδιά.. με τον Σταύρη ήμασταν ίσια, πααινάμε σχολείο μαζί. Στην 3η και 4η  ήμουν σχολείο στου Παπαλέξη το σπίτι, εκεί που σήμερα είναι το φαρμακείο. Τον Γιάννη Δασκαλάκη τον είχα στην τρίτη τάξη. Στην 4η δημοτικού δεν ήταν γιατί έδωσε εξετάσεις για καθηγητής, ήταν από τη Λαμία, καλός άνθρωπος, μας έμαθε καλά γράμματα, σήμερα τέτοιο δάσκαλοι δεν υπάρχουν. Ένας Στάθης ήρθε κάναμήνα και έφυγε. Δεν τον θυμήθηκα τον Παπαλεξανδρή τον δάσκαλο δεν τον είδα.

ΦΥΤΙΛΗ - ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΣΥΖ ΣΤΕΦ 11-6-2005
δάσκαλοι
Το 33 πήγα στο σχολείο  είχα μια Μιρσίνα δασκάλα.
Ευσταθίου Βασίλης:  13-1-07
 Είχε και τότε σόμπες στα μαγαζιά με ξύλα και στο σχολείο είχε ξύλινες και φερνάμε ξύλα 2 ξύλα στην αμασχάλη.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΑΛΔΑΣ 3-7-2005
Γιώργος: Στου Βασίλη Γκαλιάκη το σπίτι έμενε ο δάσκαλος Χουλιάρας, τότε με τους Γερμανούς ήταν εδώ δάσκαλος. Τη μέρα που έκαψαν το χωριό και το σπίτι του Γκαλιάκη, δεν ήταν εδώ ο δάσκαλος.
Γουργιώτης Ιωάννης 17-6-1995
    Εγώ μέχρι 12 χρονών πήγαινα σχολείο, και ύστερα ήμουν στα Καστριά, πολύς κόσμος. Ελιές είχε πολλές. Εδώ στην εκκλησία πήγα σχολείο (αϊ Νικόλα). Στην Αγία παρασκευή και  κάτω στου Τσιαούση (Αποστόλη Ζιούρκα.), το σχολείο εδώ κάτω ήταν χαλασμένο. Εδώ ήταν μετόχι.
Τώρα κοντά, το 1917 γεννήθηκα. Τον παππού μου τον έλεγαν Παπαρίζο Οικονόμο στο επίθετο (ήταν ο παπάς Αλέξης Παπαρίζος- Οικονόμος.)
ΒΑΙΟΣ ΜΠΕΪΝΑΣ 16-7- 95
   Εκεί στο παλιό σχολειό ήταν το μετόχι του μοναστηριού. Το Μετόχι αυτό χρησιμοποιούνταν από αποσπάσματα επί τουρκοκρατίας ήταν καταυλισμοί και ήταν του μοναστηριού  Ιωάννης ο Θεολόγος. Το 1928 χαλάστηκε και έγινε το καινούργιο σχολειό. Ο Βασίλης Ευθυμίου (Γκούμας) εκεί πήγε σχολειό στο Μετόχι. Ο Ιωακείμ του μοναστηριού που καταγόταν από την Αθανάτη είναι θαμμένος εκεί που είναι τα αποχωρητήρια, στο σχολειό (δέκα πέντε μέτρα βόρεια της εκκλησίας ήταν τα αποχωρητήρια).
Γεώργιος Βούρτουρας του Βαϊου 25-2-2005
Γεώργιος Βούρτουρας: Τότε χτυπούσε η καμπάνα πρωί απόγευμα, για να πάμε στο σχολείο. Ήταν ο Κόρακας Γιάννης δάσκαλος στο χωριό, που ήταν ο πεθερός του Γιώργου Σουφλιά του Υπουργού, το 1946 πήγαινα στην 5η τάξη. Πως έκανα να τραβήξω το ντακούλη, βγήκε η περόνη απ’ την χειροβομβίδα και έπεσε κάτω στο πάτωμα και τραυματιστήκαμε πολλοί, μήπως ξέραμε τι ήταν η χειροβομβίδα; Ελεγάμε δεν γίνεται τίποτα.
Διδίνος Νικόλαος 13-1-07: Με τον μπάρμπα σου Νίκο τον Τσιντσιράκο ήμασταν μια ηλικία, το 1925 γεννηθείς. Ο αδερφός του Μήτσιος ήταν 2 χρόνια μεγαλύτερος από μας, ήταν καλός μαθητής και έλεγε αστεία πολλά, είχε καλαμπούρι πολύ. Είχαμε δάσκαλο τον Γιάννη Δασκαλάκη και μια γυναίκα Μυρσίνη την έλεγαν. Κάθε βράδυ την Μεγάλη βδομάδα μας πάαινε στην εκκλησιά, αυτός έπαιζε βιολί και εμείς ήμασταν στην χορωδία. Mέσα στην εκκλησία με το βιολί, από κείνον μάθαμε καμπόσα γράμματα, ήταν απ΄την Λαμία. Η Χαρίκλεια του Μασούρα, που ήμασταν μια ηλικία, ήταν αδύνατη: "Να λέτε τις μάνες σας να σας ψήνουν από καμιά πατάτα το πρωί, να τρώτε, να μην ερχόσαστε νηστικοί στο σχολείο", έλεγε ο δάσκαλος. Δεν είχαμε τίποτα να φάμε.





Φύτεψαν πεύκα στα Μαντέμνια τέλος του 1950. Ο δάσκαλος Πετσετές και οι μαθηταί:  Ελένη Ασμίνη σύζυγος Αποστόλη Πατριώτα, Μάχη Καραμάνη ή Μπλίτσιου, Λένη Ανδρίτσιου ή Μπλαντού σύζυγος του Βαγγελούλη Πλατσά, Αντωνία Τσιολάκη σύζυγος θωμά, Χαρούλα σύζυγος Στάυρου Τσαρούχα, Κατίνα Παπαρίζου σύζυγος Στ. Ζήση,  Κατίνα Χατζή σύζυγος Θανάση Μπάτσικα, Χαρίκλεια Δαλδά -Κάστα σύζυγος Γεωργίου Κομμάτη, Λυγγέρης Αντώνιος, Μπλέτσας Γιάννης, Μασούρας Θύμνιος του Γεωργίου, Τσιόκανος Γιάννης, Γκλαντής Τάκης, Γουργιώτης Φώτιος του Ιωάννου, Μπουζούκης Βάιος του Κωνσταντίνου, Αναστασίου Αναστάσιος, Κελεπούρης Γιάννης, Γκλόμπας Ευάγγελος, Γκουντάρας Ευάγγελος ή Φασούλας, Σπυρούλης Δημήτριος ή Τλούπας, Γουργιώτης Παναγιώτης ή Τέκκας ή Παναϊτούλης, Κολέτσιος Βασίλειος (κάτω από το σπίτι του στην Αλευριά είναι η φωτογραφία), Μπάτσικας Βάϊος, Παπαρίζος Αντώνης ή Μαγλάς, Αδαμούλης Λεωνίδας, Σπυρούλης Αντώνιος ή Πύραυλος.


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ '50


 
ΜΑΘΗΤΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΑΘΑΝΑΤΗΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 1960
Μπροστά από το παλιό Δημοτικό, κάτω από την Πλατεία.
Η φωτογραφία είναι από το album της Αντωνίας Ευθυμίου του Ευαγγέλου.
 Διακρίνονται: ΜπάτσικαςΔημήτριος του Βασ., Μούμος Γεώργιος, Βαλάρης Γεώργιος, Μπάτσικας Παναγιώτης του Ευαγ., Μανδάλης Ευρυπίδης, Πλατσάς Γεώργιος,

 


Ποιήματα στην πλατεία.



Εκδρομή του δημοτικού σχολείου Μελίβοιας στη Βελίκα το Μάη του 1959, με τα πόδια από μπλαρόδρομο.



Εκδρομή του δημοτικού σχολείου Μελίβοιας στη Βελίκα το Μάη του 1959, με τα πόδια από μπλαρόδρομο.
Ο δάσκαλος Πασχάλης Ηλιούδης με την γυναίκα του Τασία στην Βελίκα σε σχολική εκδρομή.
Διακρίνονται: Βαλάρης Γεώργιος του Δημ., Μανδάλης Ευρυπίδης, Μούμος Γεώργιος, Ζιούρκα Ελένη,
.........................................

Ο δάσκαλος Ιωάννης Οικονόμου το 1965 σε εκδρομή στα Αλώνια.
Διακρίνονται: Πλατσάς Γεώργιος του Βασ., Ανδρίτσιος Αθανάσιος του Κωνσταντίνου, Κανδυλάρης Ιωάννης, Σκάθαρος Ηλίας, Περδίκη Ελένη, Βούρτουρα Βασιλική
...............................................

25 Μαρτίου 1968 στην Πλατεία.
.......................................................................................................


Πασιάς Βασίλης λέει το ποίημα στο παλιό Δημοτικό σχολείο
........................................................
Γρηγόρης Καλαγιάς, αριστερά ο δάσκαλος Ντολούλης Νίκος και δεξιά ο δάσκαλος Αγγελής Κώστας.
.......................................................................
Καλαγιάς Γρηγόρης, Πασιάς Τάκης, Αντωνούλης Γεώργιος, Βούρτουρας Κλεάνθης.






Ποιήματα στην Πλατεία
Πλατσάς Γεώργιος Δημητρίου, Βάρδας Κωνσταντίνος Ιωάννου, Ράπτης Μιλτιάδης του Βάιου, Δουβώρης.
Όσοι γνωρίζουν άτομα στις φωτογραφίες μπορούν να σημειώσουν στο τέλος της σελίδας, στα σχόλια. Αν κάποιος μπορεί να ΄βρει άλλα στοιχεία από το δημοτικό μπορεί να τα μεταφερει στα σχόλια για να τα αναρτήσουμε.

Γυμναστικές επιδήξεις στα γαλαζοχώματα, εκεί που είναι σήμερα τα σφαγεία.






Βαλάρης Βασίλειος του Δανιήλ, Χαρατσής Δημήτριος ή Σφίνιος του Κωνσταντίνου, Ευσταθίου Ανδρομάχη του Ιωάννου, Παπαρίζος Γεώργιος του Μιχαήλ,  Μπελιμπίνης Σταύρος του Ευαγγέλου, Παπαστεφάνου Νικόλαος του Στεφάνου, Μπαντάνη Ελπίδα του Βασιλείου, Κουβαράς Θωμάς. 

Η Βάσω Ζιάκα λέει το ποίημα στις 25 Μάρτη του 1970 κάτω από το κυπαρίσσι.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΕΠ' ΑΟΡΙΣΤΟ ΧΡΟΝΟ