Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Η Παναγία Βελίκας -Αρχιτεκτονική ανάλυση.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΤΣΙΝΤΣΙΡΑΚΟΣ:

  
   Η παρούσα εργασία (2007) προέκυψε  στα πλαίσια του μαθήματος Αρχιτεκτονικής Παλαιοχριστιανικών και Βυζαντινών Χρόνων στο τμήμα Διαχείρισης Πολιτισμικού Περιβάλλοντος και Νέων Τεχνολογιών. Αφορά στο γνωστό βυζαντινό εξωκλήσι της περιοχής Μελίβοιας Λάρισας, την Παναγία Βελίκας, στο οποίο γιορτάζονται τα εννιάμερα της Παναγίας στις 23 Αυγούστου.   Παρατίθεται, επιπλέον, σχετικό βίντεο στο τέλος του κειμένου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

   Το ναΰδριο «Παναγία Βελίκα» βρίσκεται στον οικισμό «Βελίκα» ο οποίος ανήκει στο δημοτικό διαμέρισμα Μελίβοιας, του ομώνυμου Δήμου. Το χωριό Μελίβοια βρίσκεται σαράντα (40) χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Λάρισας, ενώ η Βελίκα τοποθετείται εφτά (7) χιλιόμετρα ανατολικά της Μελίβοιας συγκεκριμένα στα ανατολικά παράλια του νομού Λαρίσης, εκεί όπου το κύμα του Αιγαίου ενώνεται γραφικά με τους πρόποδες του Κισάβου. Ο ναός της Παναγίας Βελίκας βρίσκεται σε περίπου 1 χιλιόμετρo απόσταση προς δυτική κατεύθυνση από τον κεντρικό δρόμο της Βελίκας.




Η ονομασία του Οικισμού Βελίκα

Ο παραθαλάσσιος κάμπος ανατολικά της Μελίβοιας εκτείνεται από τη θέση «κάβος» βόρεια, μέχρι το λιμάνι του Αγιοκάμπου. Το βόρειο τμήμα ονομάζεται Βελίκα και το νότιο Αγιόκαμπος, τα οποία τοπονύμια έχουν την ίδια εννοιολογική σημασία. Πιθανόν, η αρχική ονομασία για όλη την έκταση του κάμπου να ήταν Αγιόκαμπος, λόγω των πολλών Μονών που υπήρχαν στην περιοχή (Άγιος - κάμπος), κατά την Βυζαντινή περίοδο και ύστερα.
   Από τον 6ο αιώνα κ.ε. η περιοχή δέχτηκε τις βαρβαρικές επιδρομές των Σλάβων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και πιθανόν σε αυτούς να οφείλεται η ονομασία «Βελίκα». Ετυμολογικά, η λέξη προέρχεται από τη Σλάβικη λέξη «Veli» που σημαίνει «μεγάλη». Ίσως εδώ να υπονοείται άμεσα λέγοντας Veli=μεγάλη, η μεγάλη σε δόξα περιοχή. Στην άλλη περίπτωση, το δεύτερο συνθετικό της λέξης Αγιόκαμπος (-κάμπος), προέρχεται από τη Λατινική λέξη «campus».
   Μεταγενέστερα οι ντόπιοι κάτοικοι της περιοχής, υιοθέτησαν τη Σλάβικη αυτή λέξη, για το τοπωνύμιο Βελίκα, και εν συνεχεία την ενσωμάτωσαν και τη μετέτρεψαν σύμφωνα με την τοπική διάλεκτο, στη λέξη «Βελίκα».

Η περιοχή της σημερινής Μελίβοιας κατά τη Βυζαντινή εποχή

   Στην Βυζαντινή περίοδο, η εν λόγο περιοχή ονομαζόταν όρος των Κελλίων1. Η ονομασία παρουσιάζει κάποια ιδιομωρφία, καθώς πολλοί προσπάθησαν να εντάξουν την ευρύτερη περιοχή του όρους των Κελλίων γεωγραφικά, με αποτέλεσμα να διατυπωθούν διάφορες απόψεις. Οι ποιο έγκυρες γνώμες, τοποθετούν το όρος των Κελλίων στις ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου, ανάμεσα από το όρος Μαυροβούνιο και το δέλτα του ποταμού Πηνειού, στο σημερινό δημοτικό διαμέρισμα Στόμιο (Δήμος Ευρυμενών)2.
   Μια πρώτη αναφορά στην ύπαρξη του όρους των Κελλίων, γίνεται στη Βυζαντινή λογοτεχνία από την Άννα Κομνηνή (1083 μ.Χ) την πρωτότοκη κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού, μια σπάνια για την εποχή γυναίκα (όταν ακόμη η γυναίκες θεωρούνταν κατώτερο ον). Η Άννα Κομνηνή έχει συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη της Βυζαντινής λογοτεχνίας και ιστορίας, με κυριότερο συγγραφικό της έργο, την «Αλεξιάδα»3.
   Στην περιοχή του όρους των Κελλίων, εντοπίζεται μία πληθώρα αγιωνυμίων – ονόματα δηλαδή γεωγραφικών θέσεων που αφορούν στους ομώνυμους Αγίους, στους οποίους ήταν αφιερωμένα τα θρησκευτικά μνημεία της κάθε περιοχής. Το γεγονός αυτό αντανακλά την ύπαρξη μίας έντονης μοναστικής ζωής στην περίοδο του Βυζαντίου, στις ανατολικές υπώρειες της Όσας και στο Β.Α Μαυροβούνιο. Η θρησκευτικότητα επίσης των κατοίκων πιστοποιεί για μία ακόμη φορά, αυτή την ύπαρξη του μεγάλου αριθμού μονών και των ναών, στοιχεία που είναι εμφανή ακόμη και σήμερα4.
   Ερειπωμένα και ημιερειπωμένα μνημεία βρέθηκαν σε όλο το πλάτος της περιοχής (από τις Βόρειες απολήξεις του όρους Μαυροβούνι έως το δέλτα του Πηνειού) που αριθμούνται σε 79 θέσεις Βυζαντινών μνημείων και παλαιότερων, ενώ τα αγιωνύμια ξεπερνούν τα 30. Απόδειξη όλων των παραπάνω, για την ύπαρξη Βυζαντινών ναών στον τόπο αυτό, αποτελούν ουσιαστικά οι όρθιοι ναοί της περιοχής όπως η Παναγία Βελίκας5.
_____________________________________

1. βλ. Γουλούλης Σταύρος, «Όρος των Κελλίων», Διεθνές Συνέδριο για την αρχαία Θεσσαλία, στη 
    μνήμη του Δ. Θεοχάρη, πρακτικά, εκδ. ταμείο αρχαιολογικών πόρων και απαλλοτριώσεων. Αθήνα
    1992, σελ. 473 – 497.
2. βλ. π. Θεσσαλικό ημερολόγιο, τμ 19,Λάρισα,1991, σελ. 65-72.
3. βλ. Κομνηνής Άννας, Αλεξιάς, τμ. Α, Αθήνα, 1971, Διευθύνσεως εκδόσεων αρχηγείου στρατού,
    σελ. 9.
4. βλ. Αρχ. Νεκτάριος Δρόσος, Η Ιστορική Μελίβοια, εκδ. Φύλλα, 2006, σελ. 29.
5. βλ. Δημήτριος Αγραφιώτης, ΘΕΣΣΑΛΙΑ - Η επαρχία της Αγιάς κατά την Βυζαντινή εποχή,  
    πρακτικά διεθνούς συνεδρίου Λιών, 17- 22 Απριλίου 1990, σελ 423-430.

Αρχιτεκτονική ανάλυση του ναού

   Το ναΰδριο της Παναγίας Βελίκας είναι ένα ορθογώνιο μονόκλιτο κτίσμα μικρών διαστάσεων 5,80Χ3,40 μ. εσωτερικά, χωρίς την κόγχη του ιερού. Η στέγαση του οικοδομήματος επιτυγχάνεται με αετοματική (δίρυχτη) στέγη, ενώ η ανωδομή του φέρει μια καμάρα η οποία διακόπτεται στο μέσο της από ένα ενισχυτικό τόξο. Στο εσωτερικό εντοπίζουμε το ιερό του ναού στην ανατολική πλευρά με τοίχωμα του επιτυγχάνεται με απόληξη ημικυκλική εσωτερικά, ενώ εξωτερικά με τρίπλευρη κόγχη.
   Πρέπει να αναφέρουμε αρχικά προτού προβούμε στην αρχιτεκτονική ανάλυση του ναού, τις αρκετές φθορές και αλλαγές που υπέστη το αρχιτεκτόνημα από την αρχική του μορφή έως σήμερα. Οι αλλαγές αυτές είναι πολλές και καθοριστικές ώστε να αλλοιώσουν το κάλλος και την επιρροή του που προσφέρει ο ναός στον πιστό και στον επισκέπτη.
   Συγκεκριμένα, στο εσωτερικό, με την καταστροφή των τοιχογραφιών (παρέμειναν ελάχιστες στο ιερό), του τέμπλου και του δαπέδου, χάθηκε ένα μέρος της ομορφιάς και της καλαισθησίας του ναού. Αντίθετα, το εξωτερικό του ναού δεν υπέστη ουσιαστικές φθορές και αλλαγές ώστε να χαθούν τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία. Εκτός από τα δίλοβα φωτιστικά ανοίγματα που σήμερα δεν σώζονται πλέον και έχουν μετατραπεί σε ορθογώνια ή έκλεισαν εντελώς, υπάρχουν και κάποιες νεότερες επισκευές στην τοιχοποιία την δυτικής πλευράς. Παρόλα αυτά, εξωτερικά το ναΰδριο εντυπωσιάζει τον επισκέπτη με τις αρχιτεκτονικές τεχνικές, το διάκοσμο και την τοιχοποιία που παρουσιάζει.

Νότια πλευρά

   Με το πέρασμά μας στην αρχιτεκτονική ανάλυση του ναού, παρατηρούμε στο χαμηλότερο σημείο της νότιας μακράς πλευράς, την ύπαρξη κρηπιδώματος (με ύψος 0,30- 0,70 μ. ανάλογα με την κλίση του εδάφους) στο οποίο υψώνεται όλο το κτίσμα. Ο ρόλος του είναι ουσιαστικός γιατί στηρίζεται ο ναός σταθερά, όχι μόνο κατασκευαστικά αλλά και οπτικά.
   Σημαντικό αρχιτεκτονικό στοιχείο επίσης της ίδιας πλευράς, είναι οι δύο ισοϋψείς τοξωτές αβαθείς κόγχες η οποίες σχηματίζονται με δύο τόξα σε υποχώρηση. Η δυτική αβαθής κόγχη της νότιας πλευράς περιβάλει σήμερα ένα ορθογώνιο φωτιστικό άνοιγμα το οποίο είναι μεταγενέστερο. Αρχικά υπήρχε δίλοβο φωτιστικό άνοιγμα και στις δύο αβαθείς κόγχες. Επιπλέον οι κόγχες περιβάλλονται από διακοσμητική ταινία με πλίνθους.
   Διακοσμητική επίσης οδοντωτή ταινία, υπάρχει και στις απολήξεις με τη στέγη, και τρέχει όλη τη νότια μακρά πλευρά οριζοντίως, ενώ εκτείνεται ελάχιστα στην δυτική και ανατολική πλευρά.

Νότια πλευρά - ο Ναός της Παναγίας Βελίκας
Βόρεια πλευρά

Παρόμοια αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά χαρακτηριστικά με τη νότια πλευρά παρουσιάζει και η βόρεια. Η μόνη διαφορά εντοπίζεται στο γεγονός πως οι αβαθείς κόγχες της βόρειας πλευράς δεν περιβάλλονται από διακοσμητική οδοντωτή ταινία αλλά από μια σειρά πλίνθων. Επίσης, δεν υπάρχει φωτιστικό άνοιγμα σε καμιά απ’ τις δύο αβαθείς κόγχες, ενώ παλαιότερα υπήρχε από ένα δίλοβο στη καθεμιά.


Βόρεια πλευρά - αβαθείς κώγχες -


Δυτική πλευρά

Αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δυτική πλευρά. Χαμηλά διακρίνεται έντονα το κρηπίδωμα προεξέχοντας αρκετά εκατοστά από τον εξωτερικό τοίχο. Σε αυτή την πλευρά βρίσκεται και η θύρα, το άνοιγμα του ναού για την επικοινωνία με το εσωτερικό του, πλάτους 0,70 μ. και ύψους 1,40 μέτρων. Η θύρα είναι τοποθετημένη στο μέσο της δυτικής πλευράς και αποτελεί νεώτερη είσοδο, βρίσκεται όμως στη θέση της αρχικής εισόδου, η οποία ήταν πλάτους 1.25 μ. σύμφωνα με τα υπολείμματα. Η τοξωτή αυτή πόρτα περιβάλλεται από αβαθή κόγχη με διπλή αψίδα σε υποχώρηση και από διακοσμητική ταινία που σχηματίζεται με πλίνθους. Σε μικρή απόσταση από την κορυφή της τοξωτής πόρτας προς την αετοματική στέγη, υπάρχει ένα μικρό κογχάριο το οποίο περιβάλλεται από τόξο σχηματισμένο με πλίνθους κάθετα τοποθετημένους. Επίσης, στο μικρό κενό ανάμεσα στην κορυφή του τόξου της πόρτας και το κογχάριο, διακρίνεται τμήμα μαρμαροθετήματος στοιχείο εφυαλωμένης κεραμικής. Ακόμη, στην ποδιά της πόρτας υπάρχει ένας κιονίσκος οριζόντια τοποθετημένος που χρησιμεύει πλέον ως βαθμίδα στην είσοδο. Ο κιονίσκος αυτός είναι στοιχείο προγενέστερο – ήταν τοποθετημένος στο δίλοβο φωτιστικό άνοιγμα της ανατολικής πλευράς, και μαρτυρά την ύπαρξη διακοσμητικών στοιχείων που υπήρχαν στον ναό, που δεν σώζονται πλέον. Ψηλά, διακρίνεται η διακοσμητική οδοντωτή ταινία που υπάρχει στην απόληξη της στέγης και ακολουθεί το αετοματικό σχήμα που είναι εμφανέστατο σε αυτή την πλευρά. Επίσης, ολοφάνερη είναι η κλασική σύνθεση βάση – κορμός - στέψη (κρηπίδα - κύριος κορμός - αετοματική στέψη) που χαρακτηρίζει πολλά μνημεία του 11ου και 12ου αιώνα. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της αετοματικής στέψης του ναού, είναι η υποδήλωση του ελληνικού χώρου στον οποίο βρίσκεται ο ναός. Είναι γνωστό πως οι ναοί του ελληνικού χώρου παρουσιάζουν αετοματική στέψη, αντίθετα με τους ναούς της Κωνσταντινούπολης, όπου εκεί η επίστεψη επιτυγχάνεται με καμάρες.

Δυτική πλευρά

Δυτική πλευρά - διακρίνεται η θύρα του ναού
καθώς και αψιδοτό κωγχάριο στο μέσο της πλευράς
Ανατολική πλευρά

   Τέλος, στην ανατολική όψη υπάρχει η τρίπλευρη κόγχη του ιερού η οποία παρουσιάζει αρκετά διακοσμητικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, φέρει μια στενή κάθετη οπή (φωτιστικό άνοιγμα), ενώ στην απόληξή της με την στέψη της κόγχης (όχι της πλευράς), υπάρχουν ποικίλα διακοσμητικά στοιχεία. Παρουσιάζονται δύο οριζόντιες οδοντωτές ταινίες που τρέχουν τις τρεις πλευρές της κόγχης, στις οποίες ανάμεσα παρεμβάλλετε μία διακοσμητική ζώνη με πλίνθους.


Ανατολική Πλευρά - τρίπλευρη κόγχη του ιερού

Η χαμηλότερη οδοντωτή ταινία εφάπτεται με μια ζώνη από στυλίσκους οι οποίοι διαμορφώνονται ο καθένας από τρεις οριζόντια τοποθετημένους πλίνθους σε κάθετη διάταξη, προς σχηματισμό τριγώνου. Αυτή η διακόσμηση με στυλίσκους είναι γνωστό πως εφαρμόζεται στις κόγχες παλαιότερων ναών (στο νότιο ναό της μονής Λιβός και στο νότιο παρεκκλήσι της μονής Παμμακάριστου στην Κωνσταντινούπολη, στους Αγίους Αποστόλους στη Θεσσαλονίκη και στο καθολικό της μονής Χελανταρίου στο Άγιον όρος) με τη διαφορά όμως, πως εκεί η μείωση των τρίγωνων προς τα κάτω δίνει την εντύπωση γείσου με γεισίποδες. Αντίθετα, στο παράδειγμά μας, όπως και σε δύο άλλα μεσοβυζαντινά μνημεία (Gul Camii της Κωνσταντινούπολης και στη Μητρόπολη Βέροιας) η έννοια του γείσου με τα τρίγωνα που εξέχουν δεν υφίσταται. Στην ίδια πλευρά, όπως και στις τρεις άλλες πλευρές, φαίνεται οδοντωτή ταινία που τρέχει κατά μήκος την πλευρά και βρίσκεται στην απόληξη με το γείσο της αετοματικής κύριας στέγης του ναού. Αξίζει τελικά να σημειωθεί, πως παλαιότερα στην κόγχη του ιερού υπήρχε (στη μεσαία από τις τρεις πλευρές) δίλοβο φωτιστικό άνοιγμα. Σήμερα δεν σώζεται, αλλά είναι εμφανές ότι προϋπήρχε από την αταξία της τοιχοδομής του σημείου.




   Παρόλο το μικρό μέγεθος του ναΰδρίου, οι αρχιτεκτονικές τεχνικές που παρουσιάζει είναι αρκετές όπως βέβαια και τα διακοσμητικά του στοιχεία – οδοντωτές ταινίες, στυλίσκοι, αβαθείς κόγχες, μαρμαροθετήματα και τα προγενέστερα δίλοβα παράθυρα. Σημαντική και σπάνια όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, είναι και η τεχνική που εφαρμόστηκε στην τοιχοποιία του αρχιτεκτονήματος.





Η τοιχοποιία της Παναγίας Βελίκας

   Όσο αφορά στην τοιχοποιία του ναού, αυτή επιτυγχάνεται με συλλεκτές πέτρες ελάχιστα κατεργασμένες. Έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης, σποραδικά, και ντόπιοι πωρόλιθοι, αλλά και λίγα μαρμάρινα μέλη προγενέστερα (σε δεύτερη χρήση) που κυρίως τα βλέπουμε στης ανατολικές γωνίες του κτιρίου.
   Και εδώ θα ακολουθήσω την ίδια σειρά περιγραφής όπως πρωτύτερα. Θα ξεκινήσω από τη νότια μακρά πλευρά.
   Χαρακτηριστικό στοιχείο στη νότια πλευρά όπως και στις άλλες, είναι το ακανόνιστο σύστημα τοιχοποιίας (ελεύθερη σύνθεση του πλινθοπερίκλειστου συστήματος) δηλαδή οι οριζόντιες στρώσεις λίθων που χωρίζονται με μια ή δύο ζώνες πλίνθων, οριζόντια και κάθετα. Οι λίθοι δεν σχηματίζουν συνεχείς επάλληλες σειρές αλλά είναι ανισοϋψείς και άτακτα τοποθετημένοι. Το κονίαμα που χρησιμοποιήθηκε είναι ρόδινο κουρασάνι και καλύπτει τις άκρες των λίθων και αρκετή επιφάνεια της τοιχοδομής. Αυτή η γνωστή τεχνική δίνει φαινομενικά μια ελαφρότητα στο κτίσμα, χαρακτηριστικό πολλών μνημείων (Κοσμοσώτειρα Φερών). Στη νότια επίσης πλευρά, διακρίνεται στο σημείο ανάμεσα των δύο αβαθών κόγχεων, μία διαφορετική από τη συνηθισμένη τεχνική τοιχοποιίας στο συγκεκριμένο ναό – το σύστημα της κρυμμένης πλίνθου. Δηλαδή γίνεται μία εναλλαγή στρώσεων κονιάματος με στρώσεις πλίνθου. Αξίζει να αναφέρουμε πως η τεχνική αυτή ήταν χαρακτηριστική των μνημείων της Κωνσταντινούπολης και της ακτινοβολίας της ενώ στη Θεσσαλία αντιπροσωπεύεται μόνο από την Παναγία Βελίκα όσο τουλάχιστο γνωρίζουμε. Ακόμη, η τεχνική αυτή της κρυμμένης πλίνθου αποκαλύπτει την πιθανή χρονολόγηση του ναού, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός πως η τεχνική χρησιμοποιήθηκε από τα τέλη του 10ου ως τα τέλη του 12ου αιώνα. Συγκεκριμένα, συναντάμε την τεχνική αυτή στον Πύργο της Κολιτσούς στο Άγιον Όρος, στην Παναγία Χαλκέων Θεσσαλονίκης (1028) όπως και στην Κοσμοσώτειρα στις Φέρρες (1152) και στον Άγιο Παντελεήμων στο Νέρεζι (1164). Οι δύο τελευταίες συνδέονται στενότερα με την Παναγία Βελίκα διότι χρησιμοποιούν μια παραλλαγή του συστήματος αυτού - σύστημα κρυμμένης πλίνθου με κατακόρυφο κονίαμα.
   Η τοιχοποιία της βόρεια πλευράς είναι παρόμοια με την νότια. Και σε αυτή τη πλευρά (βόρεια) βλέπουμε το ακανόνιστο σύστημα τοιχοποιίας, με λίθους και πλίνθους τυχαία και άτακτα τοποθετημένους οριζοντίως και καθέτως. Όσο αφορά στις αβαθείς κόγχες, εκεί διακρίνεται εμφανέστατε το σύστημα της αποκρυμμένης πλίνθου. Ένα επίσης επιπρόσθετο στοιχείο σε αυτή την πλευρά είναι οι τοποθετημένοι λίθοι στην βορειοανατολική γωνία, που πιθανόν να έχουν χρησιμοποιηθεί και παλαιότερα σε άλλο μνημείο.
   Στη δυτική πλευρά, ξανά κυριαρχεί το ακανόνιστο σύστημα. Ενώ στο αψίδωμα υπάρχει η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου που είναι ιδιαίτερα εμφανής στο σχηματισμό του αρχικού τόξου – κάθετες σειρές με τοποθέτηση ενός πλίνθου, σε τοξωτό σχηματισμό, οι οποίες διακόπτονται από κονίαμα. Επίσης, ίδιο σχηματισμό έχει και το τόξο που περιβάλλει το κογχάριο στο επάνω μέρος του ανοίγματος της θύρας.
   Τέλος, στην ανατολική πλευρά δεν παρατηρείτε η εφαρμογή της τεχνικής της κρυμμένης πλίνθου αλλά η τοιχοδομή γίνεται με σειρές λίθων και πλίνθων άτακτα τοποθετημένων – ακανόνιστο επίσης σύστημα, ενώ εμφανείς είναι οι λίθοι δεύτερης χρήσης που είναι τοποθετημένοι στην βόρεια και νότια γωνία. Επιπλέον με μια προσεχτικότερη παρατήρηση στην τοιχοδομή του ναού διακρίνουμε σε όλες τις πλευρές τη χρήση ντόπιων πωρόλιθων.



Προγενέστερα διακοσμητικά στοιχεία

   Δυστυχώς σήμερα ο ναός δεν σώζεται στην αρχική του μορφή, αλλά είναι ελάχιστα αλλοιωμένος εσωτερικά και εξωτερικά. Απόδειξη αυτού είναι τα διακοσμητικά στοιχεία που βρέθηκαν γύρω απ’ το μνημείο. Δύο θραύσματα από θωράκια μας πιστοποιούν πως ο ναός διέθετε μαρμάρινο τέμπλο. Ακόμη, μικρό τμήμα θυρώματος που επίσης βρέθηκε, ανήκε στο περίθυρο που είχε κάποτε ο ναός. Και τέλος, το κιονόκρανο και ο κιονίσκος που χρησιμεύει σήμερα ως βαθμίδα στην είσοδο, ανήκαν στο δίλοβο φωτιστικό άνοιγμα που υπήρχε κάποτε στην κόγχη του ιερού.

Προσπάθεια χρονολόγησης του ναού

   Καμιά επιγραφή ή κάποια ουσιαστική απόδειξη δεν βρέθηκε στον ναό ώστε να ήμαστε σίγουροι για την ακριβή χρονολογία της κατασκευή του ναού. Επομένως, οι ειδικοί προσπάθησαν να αποδείξουν και να εντάξουν χρονολογικά το κτίριο με διάφορα αρχιτεκτονικά στοιχεία που παρουσιάζει ο ναός. Μια πρώτη μαρτυρία σχετικά με την χρονολόγηση του ναού δίνεται από την τεχνική της κρυμμένης πλίνθου. Είναι γνωστό, πως η τεχνική αυτή φανερώθηκε στο τέλος του 10ου και συνέχισε ως το τέλος του 12ου αιώνα. Το γεγονός αυτό τοποθετεί το ναό Παναγία Βελίκα στο 12ο αιώνα. Η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου που χρησιμοποιείται εδώ είναι μια παραλλαγή της, γίνεται δηλαδή με κατακόρυφο κονίαμα. Ωστόσο η ίδια αυτή τεχνική απαντάται σε χρονολογημένα μνημεία, όπως η Κοσμοσώτειρα Φερών (1152) και ο Άγιος Παντελεήμονας στο Νέρεζι (1164) και έτσι αποδεικνύεται ξανά ως πιθανή χρονολογία ο 12ος αιώνας. Μια ακόμη απόδειξη αποτελεί το γεγονός της ύπαρξης του κρηπιδώματος. Το παλαιότερο γνωστό μνημείο με κρηπίδωμα είναι ο ναός της Χριστιάνου (1070) που παρουσιάζει χαμηλή κρηπίδα, ενώ το 12ο αι. η κρηπίδα γίνεται ψηλότερη όπως έχουμε εδώ στο παράδειγμά μας την Παναγία Βελίκα. Επιπροσθέτως, η διακόσμηση με στυλίσκους που υπάρχει στην ανατολική πλευρά, πλησιάζει περισσότερο τη διακόσμηση βυζαντινών μνημείων του 12ου αιώνα (Gul Camii στην Κωνσταντινούπολη). Ακόμη και η αετοματική στέψη μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο ναός της Παναγίας Βελίκας χρονολογείται στον 12ο αιώνα. Τέλος, υπάρχει και το ενδεχόμενο, τα στοιχεία που τοποθετούν το κτίσμα στον 12ο αιώνα να εφαρμόστηκαν λίγο αργότερα, οπότε κάνουμε λόγο για χρονολόγηση του μνημείο γύρω στα μέσα ή το δεύτερο μισό του αιώνα.