Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Η Κάκας, η Τράκας κι η Θανάσ’ απ’ του γιαλό.


Η Κάκας, η Τράκας κι η Θανάσ' απ' του γιαλό























Γουργιώτης Ιωάννης του Φωτίου (στη φωτογραφία).

   Ν.Τ. Κάκας λέγονταν ο Στέφανος Τσιάπανος και ο αδερφός του Γιώργος. ΟΙ οικογένειες Τσιάπανου κατάγονται από το χωριό Ζέρμα του Νομού Ιωαννίνων. Ήρθαν στο χωριό Αθανάτου στις αρχές του 1800 και το πρώτο σπίτι τους ήταν αυτό του Γιάννη Τσιάπανου και των αδερφών Βασιλείου Πλατσά που η μητέρα τους Ευρύκλεια Πλατσά ήταν κόρη του Γεωργίου Τσιάπανου που τον σκότωσαν οι ΜΑΥδες στα μπουντρούμια της Αγιάς. Ο πατέρας του Γεωργίου και Αναστασίου Τσιάπανου μαζί με άλλους ληστές, σύμφωνα με διήγηση του Στέφανου Κανδυλάρη, Σταύρου Τσιάπανου του Γεωργίου και Βασίλη Ευσταθίου, σκότωσαν τον Δημήτρη Κανδυλάρη στη Σκήτη, αφού πρώτα τον σκέντεψαν (τον έκοψαν κομματάκια με το μαχαίρι), ήθελαν να πάρουν λύτρα. Υπάρχει και ονομασία περιοχής στη Σκήτη με το όνομα Κανδυλάρης. Τους συνέλαβαν, τους έδεσαν στα ζώα και τους γύριζαν στο χωριό μέχρι που πέθαναν. Τον μικρό Τάσιο Τσιάπανο, - που ήτανε προπάππος μου, για να γνωρίζετε και σεις- οι Τούρκοι τον έστειλαν στην φυλακή Γιαμέν. Πολλοί μου διηγήθηκαν για τον Στέφανο Κάκα, θα διαβάσετε, προς το παρόν, τι είπαν οι: Μαγδαλινή σύζυγος του Γεωργίου Ρήγα στο σπίτι της στα Καστριά Βελίκας, ο Ιωάννης Γουργιώτης στην πλατεία αγίου Νικολάου, και η Ευθαλία Τσιντσιράκου στο σπίτι της στην Βελίκα. Θανάση απ' το γιαλό έλεγαν τον Θανάση Τζαλαβούρα, που έχει μεγάλη ιστορία- αυτός γλίτωσε τον γιατρό Παπαλεξανδρή, που ήθελαν να τον σκοτώσουν για να του πάρουν την εξουσία, λίγο πριν τον πόλεμο της Αλβανίας.


Ρήγα Μαγδαλινή ή Μυγδάλω 18-6-1995

Ο ΚΑΚΑΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΗΣ ΒΑΓΓΕΛΙΝΑΣ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ (Σκρέτα Ευάγγελο)



   Την Μαρίτσα Μπαμπή (Γραμμένου) που την είχε κορίτσι ο Βαγγέλης Σκρέτας, ήθελε ο Στέφανος Κάκας να την πάρει για γυναίκα του και ο Σκρέτας δεν στην έδινε και αυτός απειλούσε. Θα το σκοτώσω το κοπέλι, έλεγε ο Σκρέτας. Πήγαινε με τους Κουραίους ο Σκρέτας στο χωριό και τους έλεγε αυτά. Βρίσκει στο δρόμο τον Στέφανο ο Μήτσιος Γαλανούλης που έμαθε τι έλεγε ο Σκρέτας και του λέει: Τώρα θα δεις τι θα πάθεις, ο Σκρέτας ειδοποίησε την αστυνομία και θα ΄ρθει να σε πιάσει. Πήγε στο σπίτι τότε ο Στέφανος και τρύπωσε. Το ταχιά πήγε στο χωράφι και καθώς έσκυψε ο Σκρέτας να πάρει νερό, ο Στέφανος με το παλούκι τον σκότωσε. Τον δίκασαν και τον πήγαν στις φυλακές της Κασσάντρας. Κάθισε 7 χρόνια. Ο αδερφός του, Γιώργος Κάκας είχε γελάδια, και εκείνη την εποχή παντρεύτηκε. Όταν ήρθε απ’ τη φυλακή ο Στέφανος μέχρι και γελάδι τον έσφαξαν.



Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ




  Μετά ήρθε ο Αλβανικός πόλεμος και ο Γιώργος Κάκας πήγε στο στρατό και άφησε το Στέφανο να φυλάει την οικογένεια. Αν γυρίσω, είπε ο Κάκας, θα δώσω και σένα μια μοσχίδα και μια γελάδα. Ο Στέφανος όμως ντε και καλά ήθελε να πάει στη γυναίκα του Γιώργου Κάκα, στη νύφη του Ανθυμούλα. Στην Πέτρα του Στέφανου ακριβώς, είχε τα γελάδια η Ανθυμούλα και αυτός πήγε και της ζητούσε να τα φτιάξουν. Φεύγει η Ανθυμούλα από κει και έρχεται στον πατέρα μου, τον Θανάση, τότε εγώ ήμουν έγκυος στην Κατίνα:
- Τι συμβαίνει κορίτσι; Είπε ο πατέρας μου.
- Θα πάω στη θάλασσα να πνιγώ, ήρθε με το μαχαίρι να με βιάσει ο Στέφανος.
Τον Κάκα τον έλεγαν Γιώργο ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός. Πήγαινε στο σπίτι την είπε που είναι η πεθερά σου και δεν θα σου κάνει τίποτα. Εγώ θα βάλω παιδί να φυλάξει τα γελάδια. Έστειλε τον Αλέξη πάνω στον Δημήτρη Τράκα και τον φώναξε εδώ στην καλύβα: Πρέπει να βγούμε στο χωριό να βρούμε ένα παιδί να φυλάει τα γελάδια, είπε στον Τράκα. Πήγαν και βρήκαν τον Στάθη τον Ευσταθίου και είπε στο παιδί ότι θα το πληρώνει αυτός μέχρι που να έρθει ο Γιώργος. Η Ανθυμούλα είχε τρία μικρά παιδιά. Γύρισε ο Γιώργος και ήρθε εδώ πέρα, στο σπίτι. Ήρθε και ο Τράκας. Δεν θα του πεις εσύ τίποτε είπε ο Θανάσης στον Τράκα άσε να του πω εγώ. Έκατσαν μέχρι τις χαραές και συζυτούσαν. Ο Τράκας του είπε ότι θέλησε να πάει ο Στέφανος με τη γυναίκα του και ότι το παιδί το πληρώνει ο Θανάσης, τον είπε και ο πατέρας μου, πως έγινε. Ο Γιώργος είπε στο Στέφανο να του δώσει μια γελάδα και μια μοσχίδα όπως συμφώνησαν και να χωρίσουν τις οικογένειες, αυτός όμως ήθελε στη μέση. Μα είναι προίκα μου, είπε ο Κάκας. Μέρασαν το σπίτι. Ο Γιώργος πήρε το μπροστινό και ο Στέφανος το πίσω.
Ο Στέφανος της Αθηνάς της Πασιούλους (σύζυγος) έφτιαχνε τη σκάλα του Στέφανου Κάκα απ’ το πίσω μέρος του σπιτιού. Ο Τράκας, ο Θανάσης και ο Γιώργος ήταν ξημερωμένοι, ξενύχτηδες, έπιναν στο σπίτι του Γιώργου κι έλεγαν: Θα τον σκοτώσω εγώ, έλεγε ο Τράκας, όχι θα τον σκοτώσω εγώ, έλεγε ο Γιώργος, όχι θα τον σκοτώσω εγώ γιατί εγώ τα πέταξα τα π’λιά (μεγάλωσαν τα παιδιά) έλεγε ο Θανάσης. Φεύγουν και έρχονται εδώ στα Καστριά. Ο Στέφανος ο Τσιάπανος επέστρεψε από την Αγιά και του λέει ο Στέφανος ο Πασιάς, που άκουγε τη συζύτηση:
- Εϊ, φυλάξου, θα σε σκοτώσουν.
- Ποιος θα με σκοτώσει;
- Ο αδερφός σου, ο Τράκας και ο Θανάσης απ’ του γιαλό. Δεν χάνει καιρό αυτός- άμα ήταν άντρας καλός και ήταν παλικάρι θα έλεγε: Έλα εδώ αδερφέ; Τι ελεγέτε; Θα με σκοτώσετε; Αλλά αυτός, νύχτα ήταν, όταν οι άλλοι κοιμήθηκαν, τραβάει μία από μπροστά στην καρδιά (μαχαιριά) και μια από πίσω και τέζα ο αδερφός του, πέθανε αμέσως Ο αδερφός του ήταν στην Γριντιά στα Τσιαπανέικα. Απ’ αυτού στον Τράκα, στην Ντράγκα. Εκεί ο Τράκας ήταν μέσα στην θημωνιά, κοιμόταν. Η οικογένεια καταή στην ψάθα. Κοιτάει στην οικογένεια που κοιμόταν, δεν τον είδε και Φωνάζει:
- Τράκα! ώ Τράκα!. Έχεις κανα τσιγάρο;
- Έχω,
- Έλα να με δώσ’. Τον αρχίζει στις μαχαιριές. Τον έριξε εφτά (7) μαχαιριές αλλά γιούρντσι του σκλί και τον άρπαξε τον Τσιάπανο και έφυγε από κει κατ’ ο Τράκας, σάλτσι, και τον ρίχνει και μια με το πιστόλι ο Φανής της Αρίσμους, τότε είχαν κουμπούρες. Φεύγει απ’ αυτού ο Φανής και πάει στη Μπουτσκαρέλλα, κοιτάει μήπως ο Τράκας πήγε στα αδέρφια του στις Κλούρες στον Γιώργο τον Τσιώρη, ή τον Μίλτο. Αφού δεν είδε φως εκεί και είδε φως στου Γουργιώτη, το σκάζει και έρχεται προς τα εδώ. Εκείνη την ώρα ήρθε ο μακαρίτης ο Λιόλιος ο Γουργιώτης, ήταν απ’ όξου απ’ τα ’λώνι όπου κοιμούμασταν, το αλώνι ήταν πίσω από αυτό το σπίτι, μπροστά απ’ του Αλλέξη. Και του λέει:
- Σήκω Θανάση, ο Φανής της Αρίσμους χτύπησε τον Τράκα να πούμε τα αδέρφια να τον δέσουν.
- Α, τώρα βαριούμι, είπε ο Θανάσης, πάρε τον Αλέξη (κουνιάδος). Από πέρα μεριά απ’ του Μπάτσικα, πάρτον ερχόταν σιαδώ ο Φανής.
- Που πάτε, τους λέει.
- Α, εδώ παρακάτ’ απάντησαν.
- Γυρίστε πίσω - εδώ ήταν φραγμένα τότε-, τους λέει. Από κάτου μεριά να πάτε, εσύ θα πάς από κάτ’ απ’ του Σεραφείμ, δεν θα περάσεις απ’ τα Γκαλιακέικα είπε το Λιόλιο, εσύ, λέει τον Αλέξη, θα πας απάνω στον μπαρμπαγιώργη τον Μανιάτη και θα τον πεις να πάει πέρα στην καλύβα στην Γριντιά (εκεί σκότωσε τον αδερφό του). Ήρθε εδώ ο Στέφανος και ο παππούς ο Θανάσης έτριβε καπνό. Ήταν και ο Γκαραμπλής μαζί μας, που έφτιαχνε μια βάρκα. Γιάσας… λέει, και αμέσως χίμηξε στον Θανάση. Και τον έριξε μαχαιριές. Σηκώνεται ο πατέρας μου να τον απαλέψει. Έριξε τον πατέρα μου δυο μαχαιριές μπροστά και δυο πίσω. Φώναζαν η μανιά η Ανθυμούλα με την μανιά την Αρίσμω. Κατάλαβαν ότι τον σκότωσε και αυτόν. Ο Τράκας πήγε πίσω στην Ανάληψη, πίσω στο ραντάρ, απ’ το πίσω μέρος, είχε και εκεί μοναστήρι (λίγο νωρίτερα λέγαμε για μοναστήρια της περιοχής μας). Τον πήγαν στο χωριό και τον έδεσαν. Καλά ρε πατέρα, λέω, με ξύλο σε χτύπησε ή με μαχαίρι; Τι να τον κάνω, δεν το ήξερα, αλλιώς θα στεκόμουν εδώ στην γωνία να τον σκοτώσω όπως το αγριογούρουνο.
Αυτοί τάλεγαν στα πιωμένα και τα ξεχνούσαν. Κι αυτός, αν ήταν άντρας, θα έπιανε τον αδερφό του ή τον πατέρα μου και θα συζητούσαν αλλά, κοιτής, πάει και τους σκότωσε. Τον πατέρα μου τον χτύπησε κατά τις τρεις η ώρα τη νύχτα, και κατά τις 8 η ώρα το πρωί πέθανε. Τον έφαγε η αιμορραγία. Μία στο πνευμόνι που βγήκε έξω, τι σαν τον δέσαμε. Πήγε στο χωριό να φέρει το Γιατρό τον Παπαλεξαντρή ο Αλέξης αλλά δεν άντεξε πέθανε. Τον Στέφανο τον σκότωσαν στο Σκλήθρο. Λεγόταν καπετάν Τρομάρας και είχε επικηρυχθεί για 200.000 δραχμές. Εδώ σκότωσε 2 και έναν τραυματία μέσα σε δύο ώρες. Τότε κοιμόμασταν έξω όλοι, έξω κοιμόμασταν ήταν καλοκαίρι. Είχαμε ψάθα αλλά ανάβαμε πάντα φωτιά να καπνίζει για τα κουνούπια. Εδώ, πάνω από το σπίτι μας είχαμε το αλώνι, εκεί έξω κοιμόμασταν. Εγώ, τώρα με τους Αλβανούς, κοιμούμαι μέσα. Δεν κοιμούμαν ποτέ μέσα. Μόλις έπιανε η Άνοιξη έβγαινα εδώ έξω, το Φθινόπωρο ξανά πήγαινα μέσα στο σπίτι για να κοιμηθώ. Και παλιά αν και είχαν καλύβες εν τούτοις όλοι έξω κοιμόταν. Αυτό το σπίτι χτίστηκε το 1906. Ο Αλέξανδρος Γκαλιάκης το έκανε συμβόλαια στον Αθ. Τζαλαβούρα όταν ήταν να το γκρεμίσουμε και να το ξαναφτιάξουμε όπως ήταν. Αυτό το έχτισαν τώρα, ο Μήτσιος ο Γαγάτσιος με τον αδερφό του Βασίλη. Είπε ο μακαρίτης ο Νίκος (γιος της) να φτιάξουμε μια πλάκα να γράφει ποιοι το έχτισαν.


Γουργιώτης Ιωάννης του Φωτίου 17-6-1995  

Η Κάκας ή Τράκας κι η Θανάσ’ απ’ του γιαλό

 

Η Κάκας ή Τράκας κι η Θανάσ’ απ’ του γιαλό ήταν να σι φλάξ η θιος. Αυτοί σκοτώθηκαν αναμεταξύ τους. Τον τράκα που ήταν μαχαιρωμένος τον έδεσα εγώ. Τον είχε στην καρδιά μαχαιρωμένο. Πρώτα, ο Φανής Τσιάπανος της Αρίσμους, σκότωσε το αδερφό του τον Γιώργο. Ο Θανάσης ήταν του Αλέξη Γκαλιάκη γαμπρός. Τον Φανή ήθελαν αυτοί να τον σκοτώσουν. Πάει στον αδερφό του πρώτα στη Γριντιά, μετά στον Τράκα στην Ντράγκα, απ’ όξω ήταν, είχαμε τότε τα αλώνια. Τον γλίτωσε το σκυλί τον Τράκα, ο Φανής είχε και πιστόλι, κατέβηκε στα Καστριά, στη Βελή, και αφού δεν τον βρήκε εκεί έκανε τον ανήφορο. Στου Γκαλιάκη βρήκε ο Φανής τον Αλέξη Τζαλαβούρα και τον Γρηγόρη τον αδερφό μου. Λέει τον Αλέξη να πάει και να πει τον Τζαλαβούρα ότι ο Γιώργος είναι σκοτωμένος. Ο Θανάσης σηκώθηκε και έτριβε καπνό, όχι να πάρει και αυτός το όπλο και να του ισιάξει… Πήγε ο Φανής και μαχαίρωσε τον Θανάση. Τον Τράκα εμείς τον δέναμε εκείνη την ώρα. Ήρθε αργότερα ο Φανής εκεί δίπλα απ’ τα Γκαλιακέικα στην καλύβα μας και λέει:

– Που είναι ο Τράκας;

-  Ο Τράκας, λέμε, έφυγε.
- και που πάει; - πάει σιακάτ αυτού. Εγώ θαρρούσα να τον βουτίξω και να του πάρω το πιστόλι.
- Μη με πλησιάζεις Γιάννη, θα σε καρφώσω και σένα, είπε.

– Μη χαζοφέρν’ς, του λέω, ήμουν 20 χρονών.

Αφού δεν βρήκε τον Τράκα, έφυγε προς τα κάτω. Ο Τράκας πήγε στην Ανάληψη. Ο Μίλτος, αδερφός του Τράκα έψαχνε να βρει το Φανή να τον σκοτώσει. Από τότε δεν ξαναπαρουσιάστηκε σε μας ο Φανής. Γυρνούσε εδώ κι εκεί. Πήγαινε σε ανθρώπους και ζητούσε λεφτά. Το Κάκας ήταν παρατσούκλι. Μετά είχα τα γελάδια και έβραζα στην Γριντιά, εκεί που έβραζα. «άκουσα φωνή: φευγάτε τ’ απόσπασμα» Αυτός ο Στέφανος τρύπωσε. Ύστερα ο Φανής πήγε στο Σκλήθρο και ο Παναγούλης τον σκότωσε. Ο Παναγούλης έφτιαχνε κάρνα (κάρβουνα), ουδεκεί τον έθαψαν.

 

Τσιντσιράκου Ευθαλία του Στεφάνου 15-7-95

 

Η Κάκας ή Τράκας κι η Θανάσ’ απ’ του γιαλό

 

   Τον Θανάση (απ' το γιαλό) τον σκότωσε ο Φανής της Αρίσμως. Ο Φανής που σκότωσε τον Θανάση ήταν αδερφός του Γιώργου, που και αυτόν τον σκότωσε και τραυμάτισε τον Τράκα. Από το φόβο η Ανθυμούλα, η γυναίκα του Γιώργου, φίλευε τον Στέφανο, τον φονιά του άντρα της, από φόβο.Τράβηξα και γω μια λαχτάρα με το Στέφανο που κρυβόταν, όταν τον είδα, μου είπε:

- Κοίτα μην πεις κανέναν; και τον ρώτησα:

-  Στέφανε..
- Ναι θεια, μου λέει.

- Δεν μου λες.. τώρα σκοτώνεις;»

- Σκοτώνω, μου λέει.»
- Ότι κι αν έκανες, αλλά τον Τράκα μην τον πειράξεις, έχει άλλα εφτά άτομα να θρέψει, άστον όπως τα γέννησε ας τα μεγαλώσει.

- Προς χάρησ’ θα στο κάνω το χατίρι γιατί σ’ έχω θεια σ’ αγαπώ και σε σέβομαι, να πας να του πεις, όχι στου Πλατσά το σπίτι που τρύπωσε για να γλιτώσει, αλλά και στου φιδιού το κέρατο να μπει θα τον βρω, αλλά να του πεις να μπουλώσει το στόμα του

- Α, θα του πω. ο Τράκας έμεινε εκεί δίπλα, απ΄το σπίτι μας, είχε ντουβάρι και δεν βλεπόμασταν με τους Πλατσαίους. Φωνάζω τον Τράκα και του λέω:

- Μου είπε, ο Φανής, να περιορίσεις το στόμα σου αλλιώς θα σε καθαρίσει. Δεν ματα τον πείραξε τον Τράκα και τον Στέφανο τον καθάρισαν στο Σκλήθρο.