Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΓΡΑΜΜΕΝΟΥ ΟΠΟΥ ΕΖΗΣΕ ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
   Σήμερα βρίσκεται εκεί, και περιμένει την συντήρηση. Είναι πολλά τα τριάντα χρόνια, που έμεινε μόνος του, πολλά τα ερωτήματα , γιατί; Τι ήταν αυτό που τον οδήγησε εκεί στην όμορφη ερημιά; Όλα αυτά θα τα μάθετε από τον ίδιο. Το σπίτι του Οδυσσέα είναι ιστορικό και από ότι φαίνεται κανείς δεν το πείραξε, επομένως είναι ιστορικό και διατηρηταίο.



ΛΙΓΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΛΑ
…… ..Ν.Τ. Θέλω, μπάρμπα Οδυσσέα, να τα κάνεις πιο λιανά για να τα καταλαβαίνω.
ΟΔ. Α, δεν μπορώ, ούτε και χοντρικός, πώς και με δόθηκε και μίλησα τώρα… Λεπτομερώς θα σας τα πω κατ. Πιστεύεις τώρα, Νίκο, ότι πολλοί άνθρωποι είναι νεκροί; Και δεν μπορώ ούτε να μιλήσω μαζί τους; Δεν θέλει ο θεός να ….
Ν.Τ Και αυτά που λες, μπάρμπα Οδυσσέα, κάποτε θα γραφούν δεν χάνονται.
ΟΔ. Να γραφούν όταν θα κατέβω κατ’ και θα ‘χω την δύναμη, όχι τώρα. Γιατί τώρα δεν μπορείς να πιστέψεις τι λέω και ούτε πρέπει να πιστέψεις. Όταν τα δεις στην πράξη τότε να βγάλεις και φωτογραφίες, εσύ θα γράψεις όλο το βίο μου, πληροφορεσέ τους, όταν τα δεις θα τα κάνεις γνωστά σ’ όλον τον κόσμο. Καλά κάνεις, ότι σε δύνεται κάνε. Εγώ είμαι όμοιος με σένα και χειρότερος, το υπογράφω κιόλας. Όπως και είμαι. «Πρώτος αμαρτωλός είμαι εγώ λέει ο Παύλος γιατί καταδίωξα τον χριστιανισμό» τότε που έλαβε την δύναμη απ’ τον Θεόν έγινε ο καλύτερος μαθητής.
Ν.Τ Τον Απόστολο Παύλο τον έδειξε όραμα ο θεός, εσένα; Πώς ήρθες εδώ;
ΟΔ. Δεν μπορώ να πω τίποτα.
Ν.Τ Δεν μου το είπες
ΟΔ. Αποκλείεται.
Ν.Τ Αυτό τουλάχιστον να το ξέρω εγώ.
ΟΔ. Αποκλείεται, γιατί δεν πιστεύει ο κόσμος. Όταν θα πιστέψει ο κόσμος….
Ν.Τ: Βρήκα τον Οδυσσέα Γραμμένο δίπλα από την εκκλησία του αγίου Γεωργίου στην Άλχωρα, συζήτησα λίγο μαζί του, γιατί άκουγα από άλλους ότι ο Οδυσσέας δεν λέει τίποτα σε κανέναν και του είπα: «Αύριο θα έρθω να μου πεις όσα έζησες όλα τα χρόνια για να τα γνωρίζουν και οι νεότεροι» Την άλλη μέρα το απόγευμα όπως και κάθε μέρα, ήταν εκεί.. κάτω από τα δέντρα της εκκλησίας, δίπλα από την ουστριά, όπως λέγεται το δέντρο καθισμένος σε μια παλιά καρέκλα. Είχε στην περιοχή αυτή είκοσι οχτώ χρόνια, μόνος του, πάντα χαιρετούσε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους..
 

Ο Οδυσσέας Γραμμένος με τον Γιώργο Πλατσά του Ευαγγέλου κάτω από το δέντρο "ουστριά" βόρεια της εκκλησίας άγιος Γεώργιος.

ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ 12-8-95

 
Ν.Τ. Μπάρμπα Οδυσσέα, αφήνω εδώ το μαγνητοφωνάκι και συ πες.
Οδυσσέας :Τι είναι αυτό;
Ν.Τ : Αυτό είναι μαγνητόφωνο, που γράφει ότι λες.
Οδυσσέας: Δεν ξέρουμε τι λέμε, άραγες θα γένουν αυτά που λέμε;
Ν.Τ: Πιστεύω ότι τα περισσότερα από αυτά που λες θα γίνουν.
Οδυσσέας: Εγώ γεννήθηκα το 1914 είμαι 81 χρονών μήνα δεν θυμάμαι κι εγώ έχω τριάντα χρόνια να δω ταυτότητα, είναι στην ταυτότητα.
Ν.Τ. Από που είναι η καταγωγή σου;
Οδυσσέας: Δεν ξέρω από πού ήρθαμε. Εμείς το παρατσούκλι είναι Μπαμπήδες είναι παρατσούκλι. Είναι πονηρό το Μπαμπής όταν δεν θέλουμε να πούμε στο όνομα τον άλλον. Δεν θυμάμαι απ’ τον παππού μου τίποτα αυτά είναι της μάνας μου εδώ στην Άλχωρα. Η μάνα μου είναι γένους Μπλαντού την είχε πρώτη θεια ο Μήτσιος. Με τον πατέρα του, τον Γιάννη, ήταν αδέρφια. Αυτό εδώ το χωράφι ήταν Μπλανταίικο. Εκείνο στου Λυγγέρη πάλι Μπλαντέικο, Πλην εκείνο στις καστανιές, που έφτιαξε ο πατέρας μου, στου Περδίκη από πίσω.
Είμαι εδώ 28 χρόνια απομονωμένος. Τώρα έκλεισα τα τέσσερα και πάω στα πέντε εδώ στην εκκλησία. Το πνεύμα μ’ έστειλε εδώ να είμαι αποκαθηλωμένος
Ποιος με βαστάει στη ζωή; Το σπιτάκι μου το έχω με τσίγκια, μικρό είναι, 2,30Χ2,20 μέτρα. Όσες φορές επιχείρησα να το φτιάξω δεν με επέτρεπε ο θεός. Το είχα με σχιζάρες πρώτα. Όπως το ‘φτιαξα την πρώτη ώρα έτσι είναι ακόμα, ούτε να το βαθύνω δεν μπορώ, αφού φτάνω και βαρώ το κεφάλι. Το ’φτιαξα το 1963, ύστερα από πέντε χρόνια ήρθα, δεν πρόβλεπα να ‘ρθω. Το έφτιαξα για να ρίχνω τα μήλα εκεί, τα φιρίκια, τα ξυνόμηλα, είχα και κάστανα. Είχα και ένα μπλάρι, πήγαινα ξύλα στην Αγιά, ξηρά μόνο που τα σχίζαμε με κουριαστή και βαριές.


ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ 12-8-95
Τον ακολούθησα μέχρι θανάτου


Ήρθα εδώ (Άλχωρα) 1η Απρίλη του1968. Από το 1958 κατάλαβα το ενδιαφέρον του θεού για μένα. Την μέρα του Αϊ Βασίλη, Πρωτοχρονιά. Έχω 28 χρόνια εδώ και δέκα κάτω 38 όλα.
Ν.Τ: Πως σ’ έδειξε ο θεός;
ΟΔ: Έ, αυτά δεν μπορώ να στα πω.
Ν.Τ: Αυτά μπάρμπα Οδυσσέα πέστα σε μένα και γω δεν θα τα γράψω τώρα, θα τα γράψω άλλη φορά, ή εγώ η άλλοι άνθρωποι που θα ζουν αργότερα από μας.
ΟΔ: Απ αυτή την πρώτη μέρα έλαβα το έλεος. Επικαλούντα τον θεόν έλαβα τα πάντα. Ζήτησα βέβαια κι έλαβα. Είδες πως λέει; «έστω και τελευταία ώρα επικάλεσε το όνομα μου και θέλεις σωθεί» ακριβώς έγινε σε μένα. «κύριε ήμαρτον» λέω, σε σένα στηρίζομαι ή θα πεθάνω ή θα ζήσω. Αμέσως παρουσίασε πολλά πράγματα. Μόλις έπεσα να κοιμηθώ όλα τα είδα από κει ύστερα φανατικός (μαζί του), δεν με νίκησε και ούτε θα με νικήσει κανένας. Την προτωχρονιά του 1958, 38 χρόνια έχω. Θα κλείσω τα 38 την 1η Απρίλη που θα ‘ρθει.
ΝΤ: αυτό το θαύμα που έγινε και είδες, πως είδες; (Μιλούσαμε την προηγούμενη μέρα χωρίς να τα γράφω)
ΟΔ: Αυτά δεν μπορώ να τα πω. Εκείνος θα γνωρίσει που θα επικαλεσθεί τον θεόν. Τι θα του δώσει ο θεός. Αμέσως, αυτόματα, μόλις με πείρε ο πρώτος ύπνος αμέσως ο Χριστός μας μπροστά, ,ώρα, τι είπαμε, αυτά δεν μπορώ να στα πω. Θα τα δει αυτός που θα επικαλεσθεί το όνομα του θεού και θα πει «ήμαρτον κύριε» αυτός μόνο θα γνωρίσει τι θα πάρει από τον Χριστόν, ουδείς άλλος, ούτε και μπορούμε να τα πούμε λεπτομερώς αυτά τα πράγματα.
ΝΤ: Εκείνο για τον Άδη, το χαρτί πού μ’ έδειξες;
ΟΔ: Α, εκείνο για τον Άδη ήταν όραμα. Αυτό έγινε στις 6 Μαϊου το 1968. είδα αυτό το όραμα. Αλλά προτού να δω αυτό το όραμα με δίκασε ο θεός, πέρασα δηλαδή στο δικαστήριο. Μου λέει δικάζεσαι δύο χρόνια. Προτού όμως να φθάσω μπροστά στους δικαστάς ήταν κόσμος δεν μπορούσα να περάσω. Δήθεν ότι εγώ ήμουν να περάσω πρώτος εκεί για να απολογηθώ, από πού όμως να περάσω; Το δικαστήριο γεμάτο κόσμος δεν είχε δρόμο για να περάσω μπροστά στους δικαστές. Εκεί όμως που σκεφτόμουν, άνοιξαν οι άνθρωποι δρόμο και πέρασα μπροστά στους δικαστές. Και είδα από πέρα όταν πάαινα. Ήταν πέντε δικασταί. Όταν έφθασα μπροστά βλέπω έναν δικαστή όμοιο με το χριστό. Μου λέει κάτι, αλλά γύρισα πίσω να δω κόσμο και δεν είδα κανέναν. Ούτε πίσω ούτε μπροστά μόνο ο χριστός και γω. Μου λέει: «δικάζεσαι δυο χρόνια» γιατί κύριε, του λέω, με δικάζεις; Τι με λες, να κάνω έφεση…. κάτι έπαιξε λίγο τα χείλη, ξύπνησα καμιά φορά και λέω: «δικάστηκα δυο χρόνια». Δεν είπε κουβέντα να μ’ απαλλάξει, δεν απαλλάχτηκα. Από τα δυο χρόνια περπατώ στα 28 είναι όμως αυτά ζυγά πρέπει να γίνει. Αυτό είναι πνευματικό δικαστήριο δεν είναι κοσμικό;
Δικάστηκα δύο χρόνια, τώρα στα 28 περπατώ. Τώρα περιμένω, δεν τελείωσε, τώρα θα τελειώσει μετά δυο χρόνια στα 30. κάθε δυο χρόνια περιμένω. Τώρα όμως ήρθε ο καιρός, έτσι βλέπω ότι σύντομα θα ανταμώσουμε. Και μετά, ύστερα από λίγες μέρες, αφού με δίκασε δύο χρόνια στις 6 Μαίου που έπεσα να κοιμηθώ το βράδυ μόλις με πήρε ο πρώτος ύπνος.
Ν.Τ. Το δικαστήριο έγινε όταν ήρθες εδώ;
ΟΔ: ύστερα από 20 μέρες. 20 Απρίλη είδα ότι δικάστηκα. Το πρώτο όραμα ήταν αυτό ότι κατέβηκα στον Άδη. Εκεί που περπατούσα σε μια πεδιάδα, μεγάλη πεδιάδα, βουνό δεν είδα πουθενά και αραιωμένα δέντρα. Εκεί που περπατούσα βλέπω από μακριά δύο μαύροι άντρες; Ένας μπροστά και ένας πίσω. Πριν φθάσω μπροστά τους να δω τι άνθρωποι ήταν αυτοί, βλέπω το στόμα του Άδη. Όπως είναι ένα σπίτι με σκαλοπάτια τσιμεντένια με κτίσμα ντουβάρι πήγαινε κάτω και έστριβε μέσα. Εκεί κάτω μέτρησα 5-6 σκαλοπάτια και δεν μπορούσα να δω, ήταν σκότος. Εκεί που έριχνα τα μάτια, είπα. «Δίκασέ με Κύριε» ο διάβολος ήταν από μέσα. Το παλάτι του διαβόλου είναι όπως οι στρατώνες, σίδηροφραγμένο και είχε ανοιχτή την πόρτα. Απ’ έξω ήταν ο χριστός και από μέσα κολλημένος πάνω στα σίδερα ο διάβολος, ακριβώς άνθρωπος και ο διάβολος σκληρός και μαύρος. Αφού ήταν μπροστά ο χριστός δεν μπόρεσα να πάω μέσα. Του λέω «δικάστε με κύριε» και στρέφει το κεφάλι του προς τον διάβολο και λέει «όχι σήμερα μόνο δεν θα μπει άνθρωπος εδώ, αλλά εις τον αιώνα των αιώνων» μ’ ήρθε να κλάψω (και έκλαιγε ο μπάρμπα Οδυσσέας και τα δάκρυα έπεφταν το ίδιο και τα δικά μου) και πέρασα από μπροστά του και σιδηροφράγματα ο δρόμος και μόλις βγήκα έξω ξύπνησα. Η πίστη μας είναι ολοφάνερη (έκλαιγε). Ήταν τα γουρούνια του Μήτσου Δουβώρη του Ντάϊρα και του Βασ. Παπαστεφάνου. Τα τραυμάτισα και τα ’σφαξαν. Έκαμα στην φυλακή οχτώ μήνες. Την πρώτη μέρα του 1958 την Πρωτοχρονιά βγήκα από την φυλακή.
Ν.Τ: δεν ήταν και μεγάλη αμαρτία, βέβαια ήταν ξένα.
ΟΔ: όσο και δίκαιο να είχα, δεν έπρεπε να τα σκοτώσω. Εδώ έχουμε νόμο. Άμα δεν γνωρίζουμε τι κάνουμε μας συγχωρεί και ο θεός. Μετά την πρωτοχρονιά του 1958 ήρθα στο χωριό σαράντα μέρες νηστεία έκανα πρωτύτερα, πριν το 1958, πριν σκοτώσω τα γουρούνια. Αλλά αυτό που έγινε δεν τόκανα εγώ με την δύναμη του θεού έγινε, για να γίνω άνθρωπος και να επικαλεσθώ το όνομά του. Με είχε ετοιμασμένο ο θεός. Δεν ετοιμάζουμε εμείς, ο θεός ετοιμάζει τα πάντα, όπως μ’ έβγαλε εδώ έξω. Έκατσα έσπερνα, θέριζα για δέκα χρόνια, 53 χρονού ήρθα δω απάνω. Εγκαταλείπει άνθρωπος τα πάντα σ’ αυτή την ηλικία; Εγκατέλειψα τα πάντα. Έτσι είναι το θέλημα του θεού. Έπρεπε να περπατήσω όπως θέλει ο Θεός και όχι όπως θέλει ο κόσμος, όπως αναπαύει τον κόσμο. Αλλά εκείνο πού θέλησε ο θεός έπρεπε να το εκτελέσω μέχρι θανάτου. Γι’ αυτό λέει: « θα μ’ ακολουθήσεις μέχρι θανάτου; έτσι θα είσαι οπαδός, αλλιώς θα είσαι ανάξιος. Τον ακολούθησα μέχρι θανάτου και θανατώνει τη ζωή μου μέρα και νύχτα. Ξέρεις πως βρίσκομαι σήμερα; Θανατωμένος όχι ζωντανός. Κι αυτά που σε λέω, άλλος τα λέει. Εγώ είμαι νεκρός …
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ....... ...............