Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΙΛΟΛΟΓΟ ΟΔΥΣΣΕΑ ΒΑΪΟΥ ΤΣΙΝΤΖΙΡΑΚΟ

Η ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΙΒΟΙΑΣ

ΑΠΟ ΤΟ ΟΔΥΣΣΕΑ Β ΤΣΙΝΤΖΙΡΑΚΟ

"....Βέβαια υπάρχουν και τόσα άλλα, που ίσως και να μου διαφεύγουν. Αν κάποιος μπορεί να τα επισημάνει, θα τα δεχτώ με πολλή χαρά. Τη βοήθεια όλων χρειάζομαι..."


N.T. Ο κ. Werner Voigt, καταγόμενος από το Αμβούργο της Γερμανίας, είναι ο πρώτος που δέχτηκε να βοηθήσει στο λεξικό των λέξεων της Μελίβοιας.

Απο: Werner Voigt

Προς: nikostsintsirakos@yahoo.gr
Στάλθηκε: 6:56 μ.μ. Τρίτη, 25 Οκτωβρίου 2011
Θέμα: ιστοσελίδα σας
Αξιότιμε κ. Τσιντσιράκο,
αναζητώντας πληροφορίες για το τοπων. Μελίβοια Μολύβια
"προσγειώθηκα" στην ενδιαφ. ιστοσελίδα σας. Είμαι Γερμανός γλωσσολόγος, σπούδασα την ελλ. γλώσσα και συνεργάζομαι με ¨Έλληνες συναδέλφους και ελλ. ιδρύματα.
Μεταξύ άλλων υπάρχει και τμήμα για τη ντοπιολαλιά σας με
αξιοσημείωτες λέξεις (του συγγενή σας), Οδ. Τσιντζιράκου……
Απάντηση:
  Κύριε Werner Voigt, σας ευχαριστώ πολύ που διαθέσατε από τον πολύτιμο χρόνο σας, πιστεύω, και ασχοληθήκατε με τις λέξεις που χρησιμοποιούσαμε και χρησιμοποιούμε στο μικρό αλλά και όμορφο χωριό μας. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε που γνωρίζεται πάρα πολύ καλά την ελληνική γλώσσα και μάλιστα πολύ καλύτερα από μένα.
   Στο λεξικό με τις λέξεις της Μελίβοιας και την ετοιμολογία τους, που έχω ανοίξει στην ιστοσελίδα, μπορεί ο καθένας να γράψει την ερμηνεία που αυτός ο ίδιος νομίζει ότι είναι η σωστή.
   Ο ξάδερφός μου δέχτηκε να αρχίσει και να βάλει τις γνώσεις του, ενώ στην αρχή μπορείτε να δείτε και την υπογραφή του:
…. Βέβαια υπάρχουν και τόσα άλλα, που ίσως και να μου διαφεύγουν. Αν κάποιος μπορεί να τα επισημάνει, θα τα δεχτώ με πολλή χαρά. Τη βοήθεια όλων χρειάζομαι..."
Οδυσσέας ΒαϊουΤσιντζιράκος- Φιλόλογος.
   Επομένως οι γνώσεις οι δικές σας, είναι απαραίτητες να τοποθετηθούν στη σελίδα για την συμπλήρωση της ετοιμολογίας των λέξεων. Ο,τιδήποτε στείλετε θα τοποθετηθεί στην ιστοσελίδα της Μελίβοιας, για να γνωρίζουν όλοι οι Μελιβοιώτες και ιδίως οι νέοι, αλλά και άλλοι που θα ανοίξουν την σελίδα.
Σας Ευχαριστώ πολύ
Ν.Τ.

Ν.Τ. Αυτή η σελίδα που θα έχει συνέχεια με λέξεις της Μελίβοιας, την ερμηνεία τους και από που προέρχονται, θα την χρησιμοποιήσουν οι μαθητές του Δημοτικού σχολείου, του Γυμνασίου, Λυκείου, Πανεπιστημίου, Μεταπτυχιακοί φοιτητές αλλά και καθηγητές Πανεπιστημίων. Βέβαια, εδώ, μπαίνουν και διαβάζουν περισσότερο οι Μελιβοιώτες, γι' αυτό θα είναι και οι καλύτερα πληροφορημένοι και κερδισμένοι. Ο φιλόλογος Οδυσσέας Βαΐου Τσιντσιράκος προσφέρει τις γνώσεις που για δεκαετίες απέκτησε, να γίνουν κτήμα του καθενός μας. Εμείς όλοι τον ευχαριστούμε και περιμένουμε και από άλλους επιστήμονες να προσφέρουν κάτι. Το melivoia.blogspot έγινε για να βοηθήσει τους Μελιβοιώτες και ιδίως τους νέους.
   H δακτυλογράφιση και τοποθέτηση έγινε από τον Ν.Τ.


Ι. Προλογική επεξήγηση
   Πάνε ήδη αρκετά χρόνια, αφότου είχα σκεφτεί για πρώτη φορά να συγκεντρώσω και να επιχειρήσω την ετυμολογία ορισμένων γλωσσικών ιδιωματισμών της ευρύτερης περιοχής του ανατολικού Κισσάβου γενικότερα, πάντα βέβαια με άξονα αναφοράς το χωριό μας, την ιστορική Μελίβοια, αλλά μέχρι σήμερα δεν το έχω τολμήσει. Κάποιες κρούσεις που κατά καιρούς έκαμα σε ορισμένους, στη βοήθεια των οποίων πίστευα, δεν έφεραν κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Ίσως η ιδέα να μην τους ενθουσίασε, ίσως ακόμα και να θεώρησαν ότι μια τέτοια προσπάθεια αποτελεί ματαιοπονία ή και να την είδαν ακόμα ως μια κίνηση εντελώς άσκοπη και πέρα για πέρα περιττή. Δεν το ξέρω, αλλά στο σκεπτικό τους δε θέλω κι ούτε μπορώ να μπω.
   Όμως, εκεί που δεν το περίμενα, βρήκα τρεις εντελώς απρόσμενους συμπαραστάτες, που δέχτηκαν με περίσσια προθυμία και αρκετό ενθουσιασμό να συνδράμουν, στα μέτρα του δυνατού βέβαια, στην υλοποίηση της σκέψης μου και τους ευχαριστώ θερμότατα για την υπερπολύτιμη βοήθεια που μου προσφέρουν. Πρόκειται αφενός για τους Βούρτουρα Στέφανο και Τσιντζιράκο Βασίλη, οι οποίοι τις τελευταίες μέρες συγκεντρώνουν και μου δίνουν λέξεις και λέξεις, και αφετέρου τον Τσιντζιράκο Νίκο, ο οποίος εδώ και ένα περίπου μήνα, χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, όχι μόνο μ’ έκαμε ένοικο στην ιστοσελίδα του, αλλά μου έδωσε όλο το δικαίωμα να κυκλοφορώ μέσα σ’ αυτή σα στο σπίτι μου! Κι ο Νίκος απ’ τη μεριά του, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει κι ο ίδιος, βρήκε μαζί μου το διάολό του! Τον περιμένει από δω και πέρα ένας αληθινός γολγοθάς. Όρεξη μόνο να έχει! Αν και πολύ φοβούμαι πως, όταν πάρει στα χέρια του ετούτη τη γραφή ή θα με απελάσει απ’ την ιστοσελίδα του ή θα με αναγκάσει σε προφορική επεξήγηση των όσων γράφω, οπότε τη βιντεοσκόπηση δεν τη γλιτώνω! Ας μη με βάλει όμως σε τέτοιο μαρτύριο…
O μελισσοκόμος Στέφανος Βούρτουρας, συγκεντρώνει λέξεις, όπως οι μέλισσες το μέλι. Εμείς περιμένουμε, δεν βιαζόμαστε, θα δούμε τι θα μας φέρουν.


Ο μελισσοκόμος Βασίλης Τσιντζιράκος, συγκεντρώνει λέξεις όπως οι μέλισσες το μέλι, ποιος το περίμενε να κάνει την ίδια δουλειά που έκανε όταν ακόμα ήταν στο δημοτικό σχολείο, που ο δάσκαλος του έβαλε εργασία να συγκεντρώσει λέξεις χωριάτικες, Μελιβοιώτικες, μαζί με τον συμαθητή του Νίκο Δαλδά ή Κούκο που σήμερα εργάζεται στην Γερμανία.
     ................................................................................................
   Προτού όμως καταπιαστώ με τη “θανατιώτικη” διάλεκτο, θα ήθελα να πω δυο τρεις κουβέντες γενικές γύρω απ’ τη γλώσσα, καθώς αυτή είναι το εργαλείο συναλλαγών και επικοινωνίας έτσι, όπως διαμορφώνουν το εργαλείο αυτό οι ανάγκες της κάθε κοινωνίας σε κάθε δεδομένη στιγμή του ιστορικού γίγνεσθαι. Και είναι γνωστό ότι η γλώσσα του κάθε λαού πλάθεται μέσα από ποικιλόμορφες διεργασίες, οι οποίες ρυθμίζονται από πληθώρα παραγόντων, που ξεκινούν απ’ τις κλιματολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής και φτάνουν μέχρι και την απλή διάθεση παραδοσιακής επικοινωνίας του καθένα χωριστά. Γι’ αυτό ακριβώς η γλώσσα ως ολοζώντανος οργανισμός κουβαλάει μέσα της φοβερές καταβολές δυναμικής, μιας δυναμικής στην οποία καμιά απολύτως κοινωνική συνθήκη δε μπορεί να σταθεί εμπόδιο. Αλλά δεν είναι της ώρας να προχωρήσω σε παραπέρα γλωσσολογικές ερμηνείες. Θα προσθέσω όμως μονάχα τούτο: Μεγαλύτερος γλωσσοπλάστης απ’ το λαό δε μπορεί να υπάρχει. Ούτε σοφοί, ούτε λόγιοι, ούτε φιλόλογοι, ούτε λογοτέχνες και ποιητές. Όλοι αυτοί ασφαλώς συμβάλλουν, ο καθένας με το δικό του τρόπο στη σύνταξη της γλώσσας και στην εκφορά του λόγου, αλλά η κινητήρια δύναμη της διαμόρφωσης και της εξέλιξης, είναι πάντα ο ίδιος ο λαός. Ο λαός που, ανάλογα με τις ανάγκες του γύρω απ’ τις σχέσεις παραγωγής της κοινωνίας του, διαμορφώνει και κινεί πάνω στην πλατφόρμα του χρόνου τον κώδικα της επικοινωνίας του, έναν κώδικα που ο καθένας οφείλει να σέβεται.

   Δε θέλω επιπλέον αυτή τη στιγμή να πω τίποτα περισσότερο για τον αμύθητο πλούτο της Ελληνικής γλώσσας. Το βεληνεκές της είναι παγκόσμιο και σε κάθε γωνιά της γης βροντοφωνάζει την παρουσία της, άσχετα αν μέσα στην Ελλάδα, ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, πάσχουμε από φοβερή γλωσσική ένδεια. Αλλά κι αυτό δεν είναι του παρόντος. Δε γίνεται όμως να μείνω και απαθής μπροστά στο σοβινισμό ορισμένων εθνών και ειδικά των Φλεγματικών Άγγλων, οι οποίοι με περίσσια ξιππασιά διατείνονται ότι η αγγλική γλώσσα είναι δική τους, γηγενής, ανόθευτη! Ω της αναισχυντίας! Λίγη τσίπα δε θα τους έβλαφτε, αλλά που να τη βρουν! Όταν είναι γνωστό ακόμα και σε κείνους που διαθέτουν ελάχιστη γλωσσική παιδεία ότι τα 3/4 του συνόλου των λέξεών τους είναι Λατινογενείς ενώ απ’ το 1/4 που τους απομένει οι πιο πολλές είναι Ελληνικές! Έτσι ακριβώς. Αλλά τι να πεις για ένα λαό, ο οποίος έφτασε να καπηλευτεί τον υψηλότερο πολιτισμό της γης; Μάρτυρας τα ελγίνεια μάρμαρα. Στην καπηλεία της γλώσσας θα σταματούσε ο λαός αυτός; Όχι βέβαια! Και σα να μην τους έφτανε η ωμή καπηλεία, το εύηχο και φωνηεντικό λεξιλόγιο της Λατινικής και της Ελληνικής το κατάντησαν ένα κακόηχο συμφωνικό συνονθύλευμα και δυστυχώς το επέβαλαν διεθνώς σε βάρος της ωραιότερης και πληρέστερης γλώσσας του κόσμου, η οποία δεν είναι άλλη απ’ την Ελληνική! Ο tempora, O mores! Μα όσο κι αν ισχυρίζομαι ότι η γλώσσα του κάθε λαού είναι σεβαστή, άλλο τόσο θα φωνάζω ότι η κλοπή και η καπηλεία της γλώσσας είναι ό,τι το επαίσχυντο και ό,τι το κατάπτυστο! Χάρισμα τους λοιπόν και τα “μπητς” και τα “μουν” και τα “χαου ντου γιου ντου” τους και τα χαΐρια τους. “Ακρογιαλιά”, “Φεγγάρι”, “τι κάνεις” δε θα μπορέσουν ποτέ τους να προφέρουν.

   Αλλά αρκετή ουσία χάλασα για πάρτη τους. Δεν το αξίζουν! Ας περάσουν μέσα στα δικά μας χωράφια. Κάθε περιοχή του Ελλαδικού χώρου και το δικό της ιδίωμα. Κάθε τόπος και τη δική του διάλεκτο. Κάθε κοινωνικό στρώμα και τη δική του εκφορά λόγου. Κι όλα τους Ελληνικά απ’ την εποχή του γερο-Όμηρου μέχρι και σήμερα. Ας πάρει κανείς τη “Βαβυλωνία” του Δημήτριου Βυζάντιου και διαβάζοντάς την θα το διαπιστώσει. Οι Πόντιοι, οι Κρήτες, οι Πελοποννήσιοι, οι Μακεδόνες, οι Αρβανίτες, οι Νησιώτες, οι Θεσσαλοί, οι Ηπειρώτες. Διάλεκτοι και διάλεκτοι. Κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα την προφορά του, κάθε τοπική κοινωνία και το λεκτικό της, κάθε συντεχνία και το δικό της κώδικα! Και το γαϊτανάκι αυτό, θέλουν δε θέλουν κάποιοι, περιστρέφεται χιλιετίες τώρα γύρω απ’ το ίδιο αδράχτι, την αρχαία Ελληνική δηλαδή γλώσσα. Αληθινό μεγαλείο. Κι ανάμεσα σ’ όλους αυτούς και μεις οι Θεσσαλοί, οι Λαρσινοί, οι Αγιώτες, οι Μελιβοιώτες με τα δικά μας γλωσσικά ιδιώματα, με τη δική μας ξεχωριστή προφορά των λέξεων, όπως ασφαλώς κι όλοι οι άλλοι Έλληνες. Όσο και να φροντίσουμε να στρώσουμε τα Ελληνικά μας, το νερό, για παράδειγμα, θ’ ακουστεί “νιρό”, ο Γιάννης θ’ ακουστεί “Γιάντς” κι ο νόμος θ’ ακουστεί “νόμους”. Στη μεταξύ μας επικοινωνία βέβαια δεν ηχεί παράταιρα, γιατί το έχουμε συνηθίσει. Το αντιλαμβάνονται όμως οι υπόλοιποι μη Θεσσαλοί Έλληνες. Όπως εμείς ακούμε τον Πειραιώτη να προφέρει “σταθιμός”, “αρθιμός”, “τσακουμάκι” κ.α. Όπως ακούμε τον Κρητικό να προφέρει “Κρητηκάτσι”, τον Πελοποννήσιο να λέει “στσιούλος” αντί σκύλος, τον Κερκυραίο να συμφωνεί με το “Ναίσκε”, τον Νησιώτη να ρωτάει με το “ίντα”, τον Πόντιο να επιμένει στην αρχαιοελληνική προφορά και την αντωνυμία αυτός να τη βγάζει “αουτός”, ενώ το παιδί “παιδίον”, τον Κύπριο τραγουδιστά και ασυναίσθητα να κολλάει το “ν” στο τέλος των φωνηεντόληκτων λέξεων, τον Κεφαλλονίτη να βρίζει “γαμώ το στανιόνε μου”, κ.λ.π., κ.λ.π., …

    Βέβαια στην καθιερωμένη πια κοινή νεοελληνική συναντώνται αρκετοί σολοικισμοί και μάλιστα σε βαθμό, που δημιουργούνται ακόμα και προκαταλήψεις για τους κατοίκους διάφορων περιοχών. “Θα σε πω” θ' ακούσεις απ' το Βορειοελλαδίτη, "θα σου πω" απ’ το Νοτιοελλαδίτη. “Θα σε κάνω”, “θα σου κάνω” κ.ο.κ. Όμως κι οι δυο τους, όταν στις ίδιες φράσεις έχουν να κάνουν με αντικείμενο πληθυντικού, τότε θα πουν “θα σας πω”, “θα σας κάνω”! Ωραία. Με βάση όμως ποιον συνταχτικό κανόνα μπορεί το ίδιο ρήμα να δέχεται το αντικείμενό του σε γενική πτώση στον ενικό και σε αιτιατική στον πληθυντικό; Αυτά και πολλά άλλα. Η φωνή όμως, η προφορά και η επιθυμία του λαού για συνεννόηση δε μπορεί να φιμώνεται. Όπως ο Αθηναίος έχει την απαίτηση να είναι σωστά τα δικά του Ελληνικά, έτσι ακριβώς έχει και την υποχρέωση να θεωρήσει σωστά και τα ελληνικά των άλλων περιοχών. Η Κηφησιώτισσα κυρία του σαλονιού, που με ρώτησε κάποτε αν στο ουίσκι μου θέλω και ξηρούς καρποί (οποία ασυνταξία!), η ίδια κυρία οφείλει να σεβαστεί τη “θανατιώτισσα” που θα πει: “Παένου στου σκουλειό να πάρου τς βαθμοί τς κόρης μ’….”. Έτσι απλά, για να μην παρεξηγούμαστε.

   Για τη διάλεκτο της ιδιαίτερης πατρίδας μας θα μπορούσα να αναφέρω τόσα πολλά. Είναι μια διάλεκτος πολύ δύσκολη στην εκφορά του λόγου, την οποία όμως προσωπικά ποτέ μου δεν αρνήθηκα, δεν υποτίμησα και δεν ντράπηκα γι’ αυτή! Αντίθετα τη χρησιμοποιώ ατόφια όχι μονάχα στην καθημερινή μου επικοινωνία με τους συχωριανούς, αλλά την έχω αντιτάξει άπειρες φορές και συνεχίζω να την αντιτάσσω από αντίδραση “ακόμα κι μπρουστά σι σουβαρά πρόσουπα”, κάθε που παρατηρώ ότι αυτά τα “σοβαρά πρόσωπα” ιδρώνουν μέχρι να καταφέρουν ν’ αρθρώσουν σωστά τις λέξεις και τις προτάσεις. Τόσο οι καταβολές, όσο και τα βιώματά τους τούς τραβούν γερά πίσω, οπότε και αναγκάζονται συχνά κατά τρόπο τραγελαφικό να ξεστομίζουν ασυναρτησίες εννοιών κι ασυνταξίες προτάσεων! “Και πλήττουν ουκ ολίγον που μιλούν με βαρβαρισμούς δεινούς τα Ελληνικά”, και όπως θάλεγε κι ο Κ. Καβάφης.

   Η διάλεκτός μας αυτή δε διεκδικεί ούτε δάφνες ούτε και περγαμηνές, αλλά ούτε και περιέχει όρους επιστημονικούς ή λόγιους. Είναι η γλώσσα των απλοϊκών ανθρώπων μιας τοπικής κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της οποίας συναγελάζονται ο αγρότης, ο εργάτης, ο οικοδόμος, ο κτηνοτρόφος, η απλή νοικοκυρά και μαζί τους κάποιοι λίγοι “γραμματιζούμενοι”. Θα πουν λοιπόν μεταξύ τους αυτό που αισθάνονται, όπως το νιώθουν κι όπως το βγάζει η καρδιά τους και το προφέρουν τα χείλη τους. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Απλά και γνήσια. Εκείνος που δεν εννοεί να μας καταλάβει ας μη μας καταλάβει∙ θα τον καταλάβουμε εμείς! Η Ελληνική γλώσσα δεν έχει ανάγκη από διερμηνείς, όταν επικοινωνούν Έλληνες μεταξύ τους. Σ’ αντίθετη περίπτωση το πρόβλημα το έχουν οι γραμματισμένοι κι όχι οι απλοί άνθρωποι του λαού. Δε θα ξεχάσω ποτέ μου, αν και από τότε πέρασαν 32 ολόκληρα χρόνια, όταν άθελά μου έγινα αυτήκοος μάρτυρας κάποιου διαλόγου και στη συνέχεια αναγκάστηκα να παίξω το ρόλο του “διερμηνέα” στο ακόλουθο περιστατικό. Βρισκόμουν ακόμα στα πρώτα μου καθηγητικά βήματα στο Λύκειο Αγιάς, όταν μπαίνοντας στο γραφείο της τότε Λυκειάρχη, μιας Σαλονικιάς με τσαγανό και πυγμή που θα τη ζήλευαν ακόμα και οι πιο αυστηροί άντρες. Διευθυντές, αντίκρυσα μια χωριανή μας, μάνα μαθήτριας, προς την οποία η Δ/ντρια του σχολείου άκουσα να κάνει την εξής παρατήρηση σε πολύ αυστηρό τόνο:

- Λυκειάρχης: Κυρία μου, σας κάλεσα εδώ, για να σας ενημερώσω ότι πρέπει να προσέχετε την κόρη σας, διότι μάλλον ξύπνησε απότομα μέσα της το ερωτικό της συναίσθημα, οπότε…

- Μάνα: Φαίνιτι, αγρίκσι τουν ιαυτό τς, η γουμάρα…

- Λυκειάρχης: Κυρία μου, καταλαβαίνετε τι θέλω να σας πω;

- Μάνα: Μουρέ, ιγώ καταλαβαίνου καλά, ισύ δεν ξέρου τι θελς απού μένα…

- Λυκειάρχης: Η κόρη σας έπιασε φίλο και τα μαθήματα τα φόρτωσε στον …

- Μάνα: Κι τι μι του λες; Τάχα έμοιασι ιμένα; Μοιάζ αυτό του χαζουντάμαρου, τουν πατέρα τς!

Η Δ/ντρια δεν της απάντησε πια. Με κοίταξε απορημένη κι εκστατική αφήνοντας σε μένα την πρωτοβουλία. Μια κι έβλεπα ότι η κουβέντα δεν οδηγούσε πουθενά, έκαμα σύσταση στη μάνα να αποχωρήσει και συγκρατώντας με κόπο τα γέλια μου αναγκάστηκα να “μεταφράσω” στην Προϊσταμένη μου τα λόγια και τις διαθέσεις της συχωριανής μου. Εκ των υστέρων θέλω να επισημάνω ότι δεν ήταν υποχρεωμένη η μάνα να καταλάβει το τι της έλεγε η Λυκειάρχης∙ αντίθετα η Λυκειάρχης  όφειλε να καταλάβει τη μάνα.

   Ύστερα απ’ αυτό το μικρό δείγμα της διαλέκτου μας θέλω να τονίσω ότι, παρά τις ιδιομορφίες της, είναι γλώσσα ελληνικότατη στη βάση της, εφόσον οι καταβολές της ανάγονται άμεσα στην αρχαία Ιωνική και Αιολική διάλεκτο, όσο αυτό και να φαντάζει παράξενο. Βέβαια στο σύνολο του λεξιλογίου μας θα συναντήσει κανείς πληθώρα λέξεων Τούρκικης αλλά και Λατινικής προέλευσης, όπως συμβαίνει σε πανελλήνια κλίμακα, οι οποίες όμως λέξεις έχουν σχεδόν εξελληνιστεί και υποτάχτηκαν στο δικό μας κλιτικό σύστημα. Βλάχικες όμως ή Σαρακατσάνικες ή Σλαβικές λέξεις απ’ το στόμα του “Θανατιώτη” βγαίνουν από δύσκολα έως καθόλου. Όσο για τις Τούρκικες λέξεις, τα 400 χρόνια σκλαβιάς και συγκατοίκησης ήταν φυσικό ν’ αφήσουν τα απομεινάρια τους. Να φανταστεί κανείς ότι στο Νεοελληνικό λεξιλόγιο οι Τούρκικες λέξεις αγγίζουν τον απίστευτο αριθμό των 1100! Οι Λατινογενείς πάλι, που κι αυτές είναι άφθονες (κάποια στιγμή πρέπει να τις μετρήσω) δεν είναι τίποτ’ άλλο απ’ τα κατάλοιπα των σταυροφορικών κυρίως στον Ελλαδικό χώρο. Οι επιδρομείς, αφού πήραν ό,τι είχαν να πάρουν, έφυγαν αφήνοντας πίσω τους όσα μπόρεσε ν’ αφομοιώσει γλωσσικά ο Έλληνας και που του ήταν απαραίτητα για τις συναλλαγές του.

    Για την προφορά τώρα των λέξεων αυτών, καθώς και τη σύνταξη των προτάσεων πρέπει να δώσουμε ορισμένα στοιχεία χρήσιμα για την κατανόηση. Θα διευκόλυνε βέβαια αρκετά και για την προφορά και για την ορθογράφηση, αν μπορούσε να ισχύσει η φωνητική μετεγγραφή της γλώσσας μας με τη χρήση των Λατινικών χαρακτήρων. Για παράδειγμα. Όταν ο Έλληνας γενικά θέλει να προφέρει τη φράση “τον πατέρα”, ο ήχος που παράγεται είναι tom batera! Ο Μελιβοιώτης θα πει “toum batera”!, θα πει tou govou (τον κόβω), θα πει kamn (κάνουν) κ.λ.π., κ.λ.π. Με τη διατήρηση της παραδοσιακής μας γραφής και η προφορά και η ορθογράφηση πολλαπλασιάζουν τις δυσκολίες, όμως επίσημα η φωνητική μετεγγραφή δεν έχει καθιερωθεί ακόμα, οπότε ως Μελιβοιώτες “πουρεύουμι μ’ αυτά που έχουμι”! Το ιδίωμά μας επίσης στην εκφορά του αρνείται να υπακούσει σε συνταχτικούς κανόνες κι αποφεύγει να μπει μέσα σε γραμματικά καλούπια. Αρέσκεται να υπακούει μονάχα στην ανάγκη συνεννόησης και έτσι προχωρεί μέσα στο χρόνο.

ΙΙ. Προσπάθεια “κανονισμού”

1. Η προφορά των φωνηέντων

- το a διατηρείται σε όλες τις συλλαβές της λέξης και προφέρεται a είτε τονίζεται είτε όχι, π.χ. απλά, μαλακά, ταχιά…

- το e, είτε μονόψηφο είτε δίψηφο, (ε, αι) διατηρείται σχεδόν πάντοτε (μικρή εξαίρεση γίνεται στο β΄ πληθυντικό των ρημάτων, π.χ. θέλτι αντί θέλετε) και όταν τονίζεται προφέρεται e, ενώ όταν δεν τονίζεται προφέρεται i. Για παράδειγμα: θέλου (θέλω), νέους (νέος), πουτέ (ποτέ), έχιτι (έχετε), νιρό (νερό), χιριτώ (χαιρετώ) κ.ο.κ.

- το ο (ο, ω) διατηρείται σε όλες τις συλλαβές με τη διαφορά ότι τονισμένο προφέρεται ο και άτονο προφέρεται ου, π.χ. καλός, φόβους (φόβος), αγαπώ, πουρτουκάλι (πορτοκάλι), κ.ο.κ.

- το ου προφέρεται ou είτε τονίζεται είτε μένει άτονο. Συχνά όταν είναι άτονο αποβάλλεται χωρίς βέβαια να υπακούει σε κανόνες. Για παράδειγμα: πλί (πουλί), μουγγός, ξουράφι, έχν (έχουν), θέλν (θέλουν), γρούνι (γουρούνι), κουτσπιά (κουτσουπιά), κ.λ.π.

- τα αυ και ευ ακολουθούν την πορεία και τους κανόνες της κοινής νεοελληνικής, π.χ. αύξηση, ευγένεια. Μόνο που το ε στο ευ ακολουθεί την προφορά του e της δικής μας διαλέκτου. Για παράδειγμα: εύκουλους (εύκολος), ενώ ιυαγγέλιου (Ευαγγέλιο)!

- το i, μονόψηφο ή δίψηφο (ι, η, υ, οι, ει, υι) παρουσιάζει τις περισσότερες δυσκολίες προφοράς, παρόλο που προφέρεται πάντοτε i. Πολλές φορές ανάλογα με τη θέση του μέσα στη λέξη επηρεάζει την προφορά των γειτονικών του συμφώνων. Βασικά διατηρείται πάντοτε στο τέλος των λέξεων, μόνο που άλλη προφορά παρουσιάζει, όταν τονίζεται, άλλη, όταν δεν τονίζεται.

Π.χ. Η καλή, η ψχή (ψυχή), η ουργή (οργή)

η βρύση, η όψη, η φώτιση

Το ίδιο και στα ρήματα:

προυχουρεί (προχωρεί)

θέλει

το ίδιο και στα ουδέτερα σε –i

πλί (πουλί), πιδί (παιδί), χαρτί.

κατσίκι, πιδάκι (παιδάκι), νιράκι (νεράκι)

Δηλαδή το τονισμένο ακούγεται έντονα, ενώ το άτονο ακούγεται τόσο, όσο να σπάζει την ξερό ήχο του συμφώνου που προηγείται.

   Ιδιομορφίες πάλι παρουσιάζει στη λήγουσα αρσενικών ονομάτων σε –ης. Και αν τα ονόματα αυτά είναι δισύλλαβα, τότε διατηρείται. Π.χ. Τάκης, Μάκης, Λάκης, μόνο όταν πρόκειται για κύρια ονόματα. Στα προσηγορικά όμως αποβάλλεται. Π.χ. κλέφτς, φράχτς, ψεύτς κ.ο.κ. Στα κύρια πάλι σε –ης όπως Γιάννης και Γιώργης, λόγω του ότι ξεκινούν με καταχρηστική δίφθογγο (-ια, -ιω) αποβάλλεται και στο Γιάννης αναπτύσσει ένα “τ” μεταξύ ν και ς (Γιάντς), ενώ στο Γιώργης στην αποβολή του παρασύρει και το “γ”, οπότε το όνομα γίνεται Γιώρς! Στα πολυσύλλαβα όμως σε –ης πάντα αποβάλλεται είτε αυτά είναι κύρια είτε είναι προσηγορικά. Π.χ. Νικουλάκς, Παπαγιώρς, σκατουκλέφτς, λουπουδύτς, αγιουγδύτς, Βασίλς.

Τέλος το i αποβάλλεται συχνά, όταν βρίσκεται άτονο σε παραλήγουσα λέξης, π.χ. μσός (μισός), αχνός (αχινός), σημιρνός (σημερινός) κ.λ.π., ή όταν βρίσκεται σε άτονη λήγουσα του β΄ ενικού των ρημάτων, π.χ. θέλς (θέλεις), κάμς, καντς (κάμεις, κάνεις), εξ – (έχς) – (έχεις), παίρντς (παίρνεις). Φέρντς (φέρνεις). Στα δύο τελευταία συμβαίνει ό,τι και στο Γιάννης – Γιάντς…

2. Η χρήση των άρθρων

 Καταρχή πρέπει να επισημάνουμε ότι η ονομαστική του αρσενικού άρθρου ο σχεδόν σ’ ολόκληρη τη Θεσσαλία παρουσιάζει πρόβλημα. Αλλού ακούγεται ου (ου Μήτσιους), αλλού δε χρησιμοποιείται καν. Στα καμποχώρια για παράδειγμα δε χρησιμοποιούν καθόλου το άρθρο (Ήρθι Μήτσιουϊζ) αλλού, όπως σ’ όλη την επαρχία Αγιάς, ακούγεται i (η Μήτσιους). Το πώς επήλθε αυτή η διαφοροποίηση από ο σε η εξήγηση λογική δε βρίσκω να δώσω.

 

Η κλίση των άρθρων

                        Ενικός                                  Πληθυντικός

πτώση    αρσ.   θηλ.      ουδ.                 αρσ.       θηλ.         ουδ.

Ονομ.       η        η         του                  οι            οι             τα

Γεν.          τ’       τς         τ’                 (των)       (των)       (των)

Αιτ. του (τουν)  τ’ (ν’)  του                  τς             τς            τα


   Στην αιτιατική ενικού του θηλυκού χρησιμοποιείται ευφωνικά το ν’, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή κ, τ, π. Π.χ. ν’ Γκατίνα (την Κατίνα), ν’ έδουσα (την έδωσα), ν’ Αγγέλου (την Αγγέλω), ν’ ντιμή (την τιμή).

Λέμε: Του γράφει σ’ ν’ ντιμή!

Σ’ οποιαδήποτε άλλη περίπτωση χρησιμοποιείται το τ’. Π.χ. τ’ Χαρκλή, τ’ μάνα, τ’ Λένη, κ.ο.κ. Το ίδιο συμβαίνει και με την αιτιατική ενικού του αρσενικού. Π.χ. Τουν Αντρέα, του Γιάννη.

3. Η δήλωση της κτήσης με τις
αντωνυμίες

Ο κτήτορας δηλώνεται ως εξής:
   Στον ενικό αριθμό με τη χρήση της γενικής της προσωπικής αντωνυμίας και των τριών προσώπων μου, σου, του με μόνο το αρχικό σύμφωνο μ’, σ’, τ’.
    Π.χ. του βιβλίου μ’ (το βιβλίο μου)
            του βιβλίου σ’ (το βιβλίο σου)
            του βιβλίου τ’ (το βιβλίο του)
   Για το θηλυκό το γ΄ πρόσωπο του (τ’) γίνεται της (τς).
   Στον πληθυντικό δηλώνεται με τη χρήση της αιτιατικής και των τριών προσώπων μας, σας,
             Π.χ. τα βιβλία μας
                     τα βιβλία σας
                 τα βιβλία τς (και για το αρσενικό και για το θηλυκό).
    Με τον τρόπο αυτό πέτυχε η διάλεκτός μας να κρύψει τις κτητικές αντωνυμίες μέσα στις προσωπικές κι έτσι να απλοποιήσει κατά πολύ τα πράγματα. Τώρα όσον αφορά στην κτήση με ή χωρίς αυτοπάθεια, αυτά για μας είναι αλλουνού παπά ευαγγέλια, οπότε και δεν τα πιάνουμε καθόλου στα χέρια μας.

4. Η χρήση των συμφώνων


   Εδώ δεν παρατηρούνται αλλαγές ή αλλοιώσεις ή σημαντικές αποβολές. Τα σύμφωνα ακολουθούν τη γενικότερη προφορά της ελληνικής γλώσσας με όλες τις ευφωνικές τους μεταβολές. Και στη δική μας διάλεκτο το σ αποβάλλεται ανάμεσα σε φωνήεντα αλλά αντί τα φωνήεντα, που απομένουν, να συναιρεθούν, παραμένουν αναπτύσσοντας ανάμεσά τους το i. Για παράδειγμα: Στο β΄ ενικό του μέλλοντα στο ρήμα λύνω, λύσω, λύσεις, το λύσεις θα γίνει λύϊεις, το χάσεις θα γίνει χάϊεις κ.λ.π., κ.λ.π. Προσοχή όμως. Στο γ΄ πρόσωπο το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται. Λέμε λύσει, χάσει κ.λ.π.
   Όταν μια λέξη σε –ούζης, τότε με την αποβολή του η της λήγουσας αναπτύσσεται το ευφωνικό i πριν το ζ. Π.χ. Το ουρσούζης γίνεται ουρσούϊζς και το γρουσούζης γρουσούϊζς.
   Στην αποβολή του i ανάμεσα στο ν και το ς αναπτύσσεται το “τ”. Π.χ. ο Γιάννης γίνεται Γιάντς και το φέρνεις γίνεται φέρντς! Τώρα βέβαια πώς θα μπορέσει κάποιος να τα αφομοιώσει όλα αυτά και να τα προφέρει, είναι κι αυτό ένα ερώτημα. Οι Αλβανοί πάντως τα καταφέρνουν!
   Στην αποβολή του φωνήεντος μεταξύ ένρινου (μ, ν) και υγρού συμφώνου (λ, ρ) αναπτύσσεται το β, μπ. Όπως λέμε τ μεσημερία, μεσημβρία, έτσι λέμε και το μουλάρι μπλάρι!
   Βέβαια υπάρχουν και τόσα άλλα, που ίσως και να μου διαφεύγουν. Αν κάποιος μπορεί να τα επισημάνει, θα τα δεχτώ με πολλή χαρά. Τη βοήθεια όλων χρειάζομαι.

5. Λίγες γενικές επισημάνσεις.


Π.χ. έχω ανθρώπους γι’ αυτά
        έχου ανθρώποι …
   - Σε βρισιές ή σε διάθεση υποτίμησης κάποιου πολύ συχνή είναι η χρήση του ουδετέρου αντί αρσενικού ή θηλυκού.
 Π.χ. του κολόπιδου
         του τσογλάνι
         τούτο
         ικείνο …
   - Συχνότατη είναι και η χρήση της κατάληξης –άρι. Προέρχεται απ’ το βυζαντινό –άριον και δηλώνει υποκοριστικά αυτό που έχει σχέση με κάτι. Π.χ. πουδουνάρι (ποδονάρι), αγκουνάρι (αγκωνάρι), μουλάρι (μπλάρι), γαμπρός.
   - Μια άλλη υποκοριστική κατάληξη με υποτιμητικό έως και υβριστικό χαρακτήρα είναι το –έλι, απ’ το Βυζαντινό επίσης –έλιον. Παιδαρέλιον  παιδαρέ
           ερημοσέλιον  ρημοσέλι
           κοπέλιον  κοπέλι κ.α.
   Η ειρωνεία είναι ότι η λέξη κοπέλι στην Κρήτη σημαίνει το παιδί γενικά, το εύρωστο, το γερό παιδί, στην περιοχή μας η ίδια λέξη σημαίνει υβριστικά και υποτιμητικά το νόθο παιδί! Έτσι και το κουράδι. Στην Κρήτη σημαίνει το πρόβατο, το αρνί, ενώ σε μας …

Το λεξιλόγιο όπως δίνεται στο meliboia blog από τον Φιλόλογο Οδυσσέα Βαΐου Τσιντσιράκο και το παρακολουθούν όλοι οι Μελιβοιώτες και πολοί άλλοι στην Ελλάδα.
..........................................................................................
   Σημείωση: Οι λέξεις με ξενική προέλευση σπάνια υπακούουν στους δικούς μας κανονισμούς. Η καθεμιά τους, άσχετα αν έχει ή όχι εξελληνιστεί, ακολουθεί τη δική της πορεία. Ειδικά αναφορά θα πρέπει να γίνει και για ορισμένες βρισιές, που έχουν ξενική προέλευση. Αυτές τις χρησιμοποιούμε καταπώς μας βολεύει, για να δώσουμε έμφαση έτσι ώστε να γεμίζει το στόμα και η βρισιά να βγει με στόμφο! Έτσι, στο πούστης, για παράδειγμα, δεν αποβάλλουμε το “η” είτε χρησιμοποιούμε τη λέξη απλή, είτε σύνθετη. Πούστης, παλιπούστης, σκατουπούστης! Ενώ: πτάνα, παλιπούτανα κ.ο.κ.

ΙΙΙ. Ανάλυση λέξεων

                   Τις ξεκινώ μία μία κι ο Θεός βοηθός!

Αβλάστουτος: Είναι αυτός που δε μπορεί να δώσει βλαστάρια, δηλαδή απόγονους, αυτός που είναι απ’ τη φύση του καταδικασμένος σε μαρασμό, σε εξαφάνιση. Είναι μια απ’ τις πολλές βρισιές, που χρησιμοποιούσαν κάποτε οι γιαγιές κυρίως.

αβραϊά. Η βραγιά, το παρτέρι. Χρησίμευε η λέξη παληά, όταν καλλιεργούσαν κοκάρι (σε μας κορκάρι). Πρόκειται για τα διαδοχικά παρτέρια, που χωρίζονταν με αυλάκι για το πότισμα, μέσα στα οποία φύτευαν το σπόρο του κοκαριού, το λεγόμενο μπαρούτι.


αγγαστριά. Είναι η κύηση της γυναίκας, η εγκυμοσύνη. Η λέξη είναι σύνθετη από την πρόθεση εν- και το αρχαιοελληνική γαστήρ = η κοιλιά. Η έγκυα γυναίκα στη διάλεκτό μας λέγεται αγγαστρουμένη (γαστρωμένη).




αγριουτσίτι. Από το άγριος και τσίτα = η μαϊμού.




αγκουμπέτι. Λέξη τούρκικη. Αντίστοιχη ελληνική δεν υπάρχει. Το λέμε στην περίπτωση που κάποιος θέλει σώνει και καλά να καταφέρει κάτι και στο τέλος το πετυχαίνει. “αγκουμπέτι τόφκιασι, είπα δεν είπα…”.


αγόμτσα (αλογόμυγα). Απλή διαφοροποίηση της λέξης.


αλαπούπουρδας. Είναι ο μύκητας, που, όταν ξηραίνεται, με μικρό ζούλισμα εκτινάσσει σκόνη. Παραλλαγή της λέξης “αναφούφουλο”, το οποίο με τη σειρά του βγαίνει απ’ το πούπουλο.

αδουκάνη (αλωκάνη). Ήταν εργαλείο αλωνισμού, προτού ακόμα εφευρεθεί η αλωνιστική μηχανή. Η διαδικασία: Πάνω σε στρογγυλό πέτρινο αλώνι οι γεωργοί άνοιγαν και τοποθετούσαν τα δεμάτια του σιταριού. Στη συνέχεια περνούσε από πάνω το ζώο (άλογο ή μουλάρι συνήθως) σέρνοντας πίσω του την αλωκάνη, ένα βαρύ ξύλινο επίπεδο, το οποίο στην επιφάνεια, που εφάπτονταν με το σιτάρι, είχε στερεωμένες σειρές από μεταλλικά δόντια, τα οποία έτριβαν τα δεμάτια και διαχώριζαν το σιτάρι απ’ τα άγανα, καθώς αυτή σέρνονταν πίσω απ’ το ζώο! Άλλοι καιροί, άλλα ήθη!

αγρικώ, γρικώ (γροικώ). Σημαίνει νιώθω αισθάνομαι, καταλαβαίνω τον εαυτό μου.


Αλθουσουρειά: Λιθοσωρεία, λίθος και σωρός. Με την αποβολή του i στο λίθος και, προκειμένου ν’ αποφευχθεί το κακόηχο σύμπλεγμα λθ, αναπτύχτηκε το ευφωνικό α στην αρχή. Είναι σωρός απ’ τις μαζεμένες πέτρες στις άκρες των χωραφιών. Είναι ακόμα ο άταχτος και ακανόνιστος σωρός υλικών αντικειμένων.

άλμπουρου (άλμπουρο ή άρμπουρο). Είναι το ιστίο, το κατάρτι του καραβιού. Πήρε την ονομασία από αντιστοιχία προς τον κορμό του δέντρου. Λατινικά arbor = το δέντρο.

ανακούτουρλους (ανακούτορλος). Κανονικά: ανακούτρουλος. Από την πρόθεση ανά και το ρήμα κουτρουβολώ = κατρακυλώ με το κεφάλι προς τα κάτω (κούτρα = το κεφάλι). Με την πρόθεση ανά δηλώνεται η επανάληψη της πράξης. Ανακούτουρλους λοιπόν είναι ο άνθρωπος που συνέχεια κάνει τούμπες, που πάει απ’ το ένα στο άλλο, που δεν ξέρει τι θέλει, που δεν έχει καμιά σταθερότητα, που δεν ξέρεις μαζί του από πού να πιαστείς, που συνέχεια ανακατώνει τα πάντα και προκαλεί αναστάτωση! Χαρακτηριστική φράση “του κουτρούλη ο γάμος = το ανακάτεμα, η αναστάτωση”.

Ανιζάμουτους (ανιζάμωτος). Λέξη υβριδική, καθόσον πρόκειται για νόθα σύνθεση: Από το στερητικό “α” της αρχαίας ελληνικής και την τούρκικη νιζάμ = η τάξη, η πειθαρχία, η νοικοκυροσύνη (Νιζάμης, νιζάμηδες). Ανιζάμουτους επομένως είναι αυτός που στη ζωή του δεν έχει τάξη, ο ανοικοκύρευτος, ο σβαρνιάρης, ο απειθάρχητος. Πιο πολύ ο όρος αναφέρεται στη γυναίκα.

αντροπή (ντροπή), αντρέπουμι (ντρέπομαι). “Δεν αντρέπισι μαναχά!”, ακούμε ταχτικά. Είναι η δίσημη λέξη που δηλώνει και την αιδώ και την ξετσιπωσιά. Λατινικής προέλευσης και αυτή, από το ρήμα pudeo = ντρέπομαι (pudor = η αιδώς, impudens = ο αναιδής)! Οι παλιότεροι θυμόμαστε το κωμικό περιστατικό με το “Σπύρο, είσαι αναιδής!”.
Αξαργού: Εξ αργού. Πρόκειται για τον εμπρόθετο προσδιορισμό που δηλώνει τον τρόπο στην προσπάθεια σκόπιμης καθυστέρησης μιας ενέργειας. Κατάντησε συνώνυμο του επίτηδες καθώς πήρε επιρρηματική πλέον σημασία. Στην αρχαία γλώσσα το επίθετο αργός σήμαινε: γρήγορος, καθαρός, γνήσιος. Αργώ, αργοναύτης, άργυρος …



απόπατος. Το ρήμα αποπατώ = αφοδεύω. Είναι το αποχωρητήριο, ο χαλές.

αρμαθιά. Είναι το δέσιμο, η συναρμογή όμοιων πραγμάτων. Ομόριζα είναι: η αρμάδα, η αρμάθα, το αρμαθιάζω = δημιουργώ αρμαθιά. Λέξη γνησιότατα αρχαιοελληνική από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα =αν! Απ’ τη ρίζα αυτή φύτρωσε ένα τεράστιο, γιγάντιο γλωσσικό δέντρο με σημασίες πολυποίκιλες: καθαρότητα, αγνότητα, γρηγοράδα, γνησιότητα, αρμογή…

  Έχουμε λοιπόν: αργός (αρχαία: γρήγορος), Αργώ, αργοναύτης, άργυρος, άρρην, αρνί, αραρίσκω (=συναρμολογώ), αρμός, αρμέ (μπετόν), Άρης, Άρτεμις κ.α., κ.α. Δηλαδή μια αρμαθιά λέξεις! Όπως λέμε “φάι μια αρμαθιά κρουμύντια!”.


ασαθέλι. Κανονικά: ας τα θέλει! Η χρήση του ρήματος “θέλει” εδώ είναι απρόσωπη. Η φράση σημαίνει: Έστω, ας είναι, δεν πειράζει, με διάθεση συγχώρεσης.

άτσαλους (άτσαλος), ατσαλιά. Προέρχονται απ’ την Ομηρική λέξη ατασθαλία, ατασθαλίη, που σημαίνει η αταξία, η έλλειψη συντονισμού, η απροσεξία στις κινήσεις και τις ενέργειες.







αχμάκς (αχμάκης). Λέξη Τούρκικη. Σημαίνει ο αγαθός, ο χαζοβιόλης, ο απονήρευτος.


αφούντσκι… Καθαρός ιδιωματισμός του αρχαίου χρονικού συνδέσμου αφόιτου με το σύνδεσμο και. Λέμε: “αφούντσκι ήρθι…”, “αφούντσκι πήγι”, κ.λ.π. (δσύκολη η προφορά του).

Βιγλίζου (βιγλίζω), βίγλα. Από το ρήμα της Λατινικής vigilo = ξαγρυπνώ, παρατηρώ. Vig(i)la (Βίγλα) = το παρατηρητήριο, το καραούλι.


βουμπιριάζω (βομπιριάζω), βόμπιρας, βουμπίρς, βουμπίρου, βουμπίρκου. Τι να πει κανείς μ’ αυτές τις λέξεις! Βόμπιρας βασικά θεωρείται ο κατσούφης, ο σκυθρωπός, ο άνθρωπος που σκάει μέσα του, μα δε μιλάει! Προδίδεται όμως απ’ το ύφος του, το οποίο θυμίζει φάτσα μετά τη χασούρα στα χαρτιά ή φάτσα νύφης που είναι αναγκασμένη να υποστεί πεθερικά ή γενικότερα του σόι του άντρα της. Ο βομπίρης ενοχλείται μ’ ό,τι συμβαίνει γύρω του και η θέα του και μόνο προκαλεί στους άλλους εντονότητα ευσαρέσκεια! Είναι ακριβώς αυτό που αρκετά εύγλωττα περιγράφει ο Θουκυδίδης στον επιτάφιο του Περικλέους: “λυπηραί αχθηδόνες τη όψει” = ύφος πειραγμένου! Νομίζω πως μονάχα η λέξη βουμπιριά (βομπιριά) αποδίδει επαρκώς τη φράση του μεγάλου Ιστορικού. Και η βουμπιριά, θέλουμε δε θέλουμε, είναι γλωσσικό κατασκεύασμα πάλι της περιοχής μας. Ετυμολογικά μάλλον δένει με το Ρωσικό Vampir = αιμοβόρος, βρυκόλακας ή το Γαλλικό Vampire = νυχτερίδα που τρέφεται με αίμα. Βέβαια οι ανατολίτικες δοξασίες έδωσαν στο “Βαμπίρ” μεταφυσικές διαστάσεις (Δράκουλες, Βρυκόλακες, Φαντάσματα κ.λ.π.). Τώρα να το δανείστηκαν οι Ρώσοι απ’ τους Γάλλους ή το αντίστροφο, εμάς δε μας αφορά. Απλά αναρωτιέμαι μήπως πρόκειται για παραποίηση της Ελληνικής λέξης αίμα = vam και του ρήματος πίω = pir! Λέω μήπως! Πίω = πίνω είναι γνησιότατο αρχαιοελληνικό και το δανείστηκαν όλες σχεδόν οι Σλάβικες γλώσσες. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο που στη δική μας διάλεκτο η λέξη βομπίρης θεωρείται συνώνυμο του αιμοβόρος! Συχνά στη γλώσσα μας ακούγεται και η αηδιαστική κλητική: “βουμπιριασμένι, βουμπίρου, βουμπίρι, βόμπιρα κακέ”, όταν η αγανάκτησή μας για τη φάτσα του βομπίρη ξεπερνάει κατά πολύ τα όριά της!
Γαλιάγρια: Σημαίνει το ελαιοτριβείο. Η κανονική λέξη είναι ελαιάγρα, επίσης καθαρά αρχαιοελληνική. Σύνθετη από το έλαιον και η άγρα. Άγρα σημαίνει κυνήγι, επιδίωξη, εξαγωγή, βγάλσιμο (π.χ. Δοντάγρα. Είναι η τανάλια εξαγωγής δοντιών). Η Ελαιάγρα, η Γαλιάγρια, είναι το μηχάνημα που βγάζει το λάδι μέσα απ’ τον ελαιόκαρπο.

γγουνή, αγγουνάρι, αγγουνάρα. Κανονικά εν γωνή = εγγωνή, εγγωνάρι, εγγωνάρα. Από το εν και γωνία. Πρόκειται για τη θεμελιακή μεγάλη πέτρα που τοποθετούνταν στις γωνιές των θεμελίων των πέτρινων κτισμάτων. Μεταφορικά το αγγουνή σημαίνει γενικά πια η γωνιά.




γκαμπρανάρι. Αποκαλούμε έτσι τον άνθρωπο που αδυνάτισε, κύρτωσε, μαζεύτηκε! “γκαμπρανάρι μαζώχκις…” λέμε σε κάποιον. Κανονικά η λέξη είναι καμπουρανάρι (η βυζαντινή κατάληξη –άρι και εδώ), από το καμπούρα (γκαμπούρα σε μας) κι αυτή απ’ το αρχαίο ρήμα κάμπτομαι = κυρτώνω, μαζεύομαι. “Σουρός μαζώχκι…”.

γκλαβανή. Κανονικά κλαβανή. Είναι η καταπακτή, ο φωταγωγός που ανοιγοκλείνει.

γκλέφαρου (βλέφαρο). Επόμενο ήταν να το λέμε γκλέφαρου, εφόσον το βλέπω το κάναμα γλέπου. “Γλέπς ή δε γλέπς”, φωνάζουμε με αγανάχτηση.






γκουργκουλιάνα. Αυτή κι αν είναι λέξη! Παράγεται απ’ το πρωτότυπο γουλί = ο τρυφερός βλαστός λαχανικού. Στη συνέχεια έγινε γουλιάνα, γουγουλιάνα, γκουργκουλιάνα. Πρόκειται για μύκητα, είδος μανιταριού που βγαίνει στα δάση όταν ο καιρός είναι πολύ βροχερός και υγρός. Μικροί τις τρώγαμε… Γουλί σημαίνει και η λεία επιφάνεια (κουρεύτηκε γουλί).



γουμαρουγκυλήστρα ή γουμαρουγκυλσιά (γομαροκυλήστρα ή γομαροκυλησιά). Σύνθετη λέξη απ’ το γομάρι και το ρήμα κυλίομαι, κυλιέμαι. Είναι ο χώρος όπου κυλιέται το γομάρι. Χρησιμοποιούμε τις δύο αυτές λέξεις όταν ειρωνικά θέλουμε να χαρακτηρίσουμε την έκταση ενός μικρού χωραφιού.

γκουμούλα. Λατινογενής, από το cumulus = ο σωρός, ο λόχος, η πηχτή μάζα. Το λέμε κυρίως με την τελευταία του σημασία.

γκουβρίζου (γκουβρίζω). Έχω την αίσθηση πως τέτοιο ρήμα δεν πρέπει να συναντείται σε καμιά περιοχή του Ελλαδικού χώρου πέρα απ’ τη δική μας. Βασικά σημαίνει κάμπτομαι, μαζεύομαι, κυρτώνω, προσπαθώ να μην κάνω αισθητή την παρουσία μου, παραμονεύω, κάνω το κορόιδο! Τέτοια σημασία μονάχα στο Λατινικό ρήμα curvo συνάντησα! Πιθανό να προέρχεται απ’ αυτό. Λέμε κι ένα παρόμοιο ρήμα το: σιουλουκφίζου!


γκόλιους, ξιγκουλτσινιασμένους (γκόλιος, ξεγκολτσινιασμένος). Παράγεται απ’ το γουλί (κοίτα στο γκουργκουλιάνα), και συγκεκριμένα όταν αυτό παίρνει τη σημασία “λεία επιφάνεια”, οπότε σημαίνει και γυμνή επιφάνεια. Από κει και το γκουλιανός (γουλιανός). Όταν πιτσιρικάδες ακόμα ψάναμε φωληές πουλιών και παρακολουθούσαμε το νεογνά, λέγαμε: “τάχι γκουλιανά ακόμα!”. Και το σιτάρι που έβγαινε χωρίς το άγανο το λέγαν οι παλιότεροι γκούλιου! Έτσι για να τα θυμόμαστε κι αυτά. Και το “ντιπ γκόλιους” το λέγαμε και “με τουν κόλου όξου…” ή “τάχι ούλα όξου!”.

γίνγκλα. Πρόκειται για το ζωστήρα της κοιλιάς αλόγου, μουλαριού ή γαϊδάρου, ο οποίος σταθεροποιούσε το σαμάρι στη ράχη του ζώου. Βγαίνει από το λατινικό cingula ή cingulum = η ζώνη. Ένας δεύτερος ζωστήρας, που περνούσε απ’ το λαιμό του ζώου, λεγόταν μπρουσνίλα (μπροστινίλα) κι ένας τρίτος, που έζωνε τα καπούλια λεγόταν κουλαριά (κολαριά)! Έτσι, για να τα μαθαίνουν οι νεότεροι που τα βλέπουν στην τηλεόραση ή σε παλιές φωτογραφίες. Γιατί σε λίγο θα εξαφανιστούν κι από εκεί.



γκούγγναβους (γκούγγναβος). Από το μούγκαβος, μουγγός. Είναι ο άνθρωπος που δε μιλάει, που με δυσκολία του αποσπάς λέξη, που αφουγκράζεται κουτοπόνηρα, που “αγοράζει”, αλλά το παίζει μουγγός.

γρηπίδα. Πρόκειται για την οροφή των τοίχων του πέτρινου σπιτιού, η οποία οροφή αποτελεί και τη βάση υποδοχής της ξύλινης σκεπής. Η βάση αυτή, αν προσέξουμε τα πέτρινα σπίτια, εξέχει περιμετρικά απ’ τις κατακόρυφες επιφάνειες. Προέρχεται απευθείας απ’ την αρχαιοελληνική η κρηπίς (γεν. της κρηπίδος) = η βάση, το κρηπίδωμα.

Γρουσούζα, γρουσούϊζς: Παράγεται απ’ το Λατινικό grus = το γεράκι. Στο πέταγμα του γερακιού οι Ρωμαίοι μάντεις έβλεπαν και διάβαζαν οιωνούς, συνήθως κακούς. Οπότε γρουσούζης είναι αυτός που με την παρουσία του, τα λόγια του ή τις κινήσεις τον προκαλεί, φέρνει γρουσουζιά, κακοτυχία, κακό οιωνό. Στην ουσία πρόκειται για καθαρή πρόληψη, μα ο λαός εξακολουθεί να πιστεύει ακόμα σε σημάδια και οιωνούς. Λέμε: γρουσουζεύου, γρουσουζιά, γρουσούζκους (αριθμός).

Ζάβαλος, ζαβάλι, ζάβος: Ο καημένος, ο κακομοίρης, ο αξιολύπητος. Και η λέξη αυτή είναι Σέρβικης προέλευσης. Ζάβαλη μάϊκω = καημένη μάνα.

ζνίχους, ζνίχι, τα ζνίχια. Κι αυτό, όπως και το σβέρκος παράγονται από το λατινικό cervix = κεφάλι και cervices = λαιμός, τράχηλος.



θαραπαύουμι (θεραπεύομαι). Συναντιέται συχνότατα στον Αόριστο χρόνο ως επιφώνημα, πια, απόλυτης ικανοποίησης. Θαραπαύκα, θαραπαύκις, θαραπαύκι! Δεν έχει καμιά σχέση με την κυριολεξία του ρήματος. Το λέμε όταν απολαμβάνουμε στο έπακρο κάτι που το επιθυμούμε έντονα. “Θαραπαύκις πότζμα γλέπου!”, μου φωνάζει η Κυρά Μάχη, κάθε που βλέπει να ποτίζω…

Θεολάρι: Κανονικά θεοτρελάρι, θεότρελος, άνθρωπος, εντελώς ανισόρροπος. Η σημασία του επιτείνεται και με την κατάλληλη –αρι και με το ουδέτερο γένος.

θημουνιά (θημωνιά). Άλλη μια λέξη κειμήλιο για μας! Παράγεται απευθείας απ’ το θέμα –θη του αρχαίου ρήματος τίθημι = τοποθετώ! Θημωνιά λοιπόν είναι η τοποθέτηση, το χτίσιμο των δεματιών του σιταριού ενόψει του κλωνισμού. Το σχετικό ρήμα είναι το θημωνιάζω.





ιργιλώ (περιγελώ): Σύνθετο από την πρόθεση περί και το ρ. γελώ. Κοροϊδεύω, χλευάζω κάποιον, μιλώ υποτιμητικά γύρω απ’ τη ζωή και τις ενέργειες κάποιου.

καθόρι. Απ’ τον εμπρόθετο προσδιορισμό κατά όριον, καθ’ όριον, καθόρι. Πήρε πλέον επιρρηματική σημασία και προσδιορίζει τη δυνατή και ακατάπαυστη βροχή που κατακλύζει και τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, τα όρια του ορίζοντα! Βροχή καθ’ όριον…


κανούτος, κανούτα. Έτσι έλεγαν τους τράγους ή τις γίδες που είχαν κάτασπρο τρίχωμα. Από το λατινικό canus = ο ασπρομάλλης.
Κάπστια ή κάπιστα. Το αρχικό τοπωνύμιο του χωριού Σωτηρίτσα. Στα σλάβικα η λέξη “Kapiste” σημαίνει βωμός, εκκλησία. Μια πιθανότητα να έδωσαν οι Σλάβοι την ονομασία αυτή γιατί υπήρχε εκεί η μοναδική εκκλησία. Μια άλλη είναι να προήλθε η λέξη απ’ το βλάχικο “κάπιτσα” = σωρός, ντάνα από χορτάρι ή απ’ το αρβανίτικο “kapitse” = σωρός. Λογικά, θα στηριχτούμε στη δεύτερη εκδοχή, θα έπρεπε το χωριό να λέγεται Κάπιτσα! Άρα, πιθανότερη φαίνεται η πρώτη.


καρκάντζαλους (καλικάντζαρος), καρκαντζάλι. Άλλη μια λέξη που γλίστρησε απαρατήρητη μέσα στους αιώνες κι έφτασε ως εμάς, και σε σχήμα ευφημισμού παρακαλώ! Σύνθετη από το κάλλος (= η ομορφιά) και το κάνθαρος (= το σκαθάρι). Τώρα τι σόι ομορφιά μπορεί να διαθέτει ένα βρομερό σκαθάρι, ένας Θεός το ξέρει. Ονομάζουμε έτσι τα δαιμονικά που παρουσιάζονταν, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, κατά τη σαρακοστή των Χριστουγέννων κι έφευγαν, τα Φώτα, καθώς τα έδιωχνε η αγιαστούρα του παπά (είχαν σειρά να παρουσιαστούν οι επίγειοι καλικάντζαροι της Αποκρηάς!). θεωρούνταν επικίνδυνα για τον άνθρωπο, μια και τις νύχτες “ενοχλούσαν” αρκετούς αλαφροΐσκιωτους! Αυτός είναι και ο λόγος που η λαϊκή αντίληψη προσδιόρισε με το “κάλλος” αυτά τα δημιουργήματα της φαντασίας, για να τα εξευμενίσει. Πρόκειται για καθαρή δεισιδαιμονία, η οποία ευτυχώς έφυγε απ’ τη ζωή μας. Σήμερα αποκαλούμε έτσι τον κακάσχημο άνθρωπο και τα γράμματα που δε διαβάζονται. “Γράφτι κάτι καρκαντζάλια, που να τα διαβάις…”.

καρυόλα (καρυδιόλα). Λέξη ελληνική με λατινική κατάληξη. Πρόκειται για το κρεβάτι των νεοπαντρεμένων, που ήταν κατασκευασμένο από ξύλο καρυδιάς! Κρεβάτι πολυτελείας. Σήμερα, πανελλήνια, η λέξη έχει πάρει τη σημασία βρισιάς ενάντια σε γυναίκα κυρίως, αλλά και οι άντρες δεν ξεφεύγουν απ’ αυτή. Λέμε: Ο “καρυόλης”, όταν έχουμε να κάνουμε με φαύλο, πρόστυχο χαρακτήρα.

κατσιά. Η καθισιά. Το λέμε όταν καθόμαστε για λίγο, όσο δηλαδή χρειάζεται για ένα γεύμα, για ξεκούραση, για μια δουλειά

Καραούλι, καραουλίζω. Τούρκικης προέλευσης. Σημαίνουν ό,τι και τα παραπάνω.

κατασάρκι. Λογικά είναι το ένδυμα που φοριέται κατά σάρκαν. Κατασάρκι οι παλιοί έλεγαν το πρόχειρο ύφασμα που έστρωναν στη ράχη του μουλαριού πριν τοποθετήσουν το σαμάρι. Ήταν ένα προστατευτικό μέσο, προκειμένου να προφυλάσσει το ζώο απ’ το πάτημα του σαμαριού.


Κιαμέτι: Λέξη τούρκικη. Χρησιμοποιείται, όταν θέλουμε να δηλώσουμε αφθονία, περιεκτικότητα, μέγεθος, πλήθος από κάτι. Έλεγαν οι γιαγιές: Σε αγαπώ ένα κιαμέτι …

1)κλος, κλόχειρους (κουλός, κουλόχειρος, κουλοχέρης). Ο ανάπηρος απ’ το ένα ή τα δύο χέρια. Παράγεται από το λατινικό claudus = ο ανάπηρος, ο χολός. Συγγενικό στη ρίζα είναι και το όνομα Claudius = ο Κλαύδιος και το ευηχότατο Claudia! Οι νεαρές μάνες, που τόσο κόπτονται να δίνουν στα κορίτσια τους λατινογενή ονόματα, ας το προσέξουν πολύ. Γιατί Claudia (Κλαούντια) σημαίνει κουλοχέρα!

2) κλος, κλόχειρους (Werner Voigt) (κουλός, κουλόχειρος, κουλοχέρης). Ο ανάπηρος απ’ το ένα ή τα δύο χέρια.
Παράγεται από το λατινικό claudus = ο ανάπηρος, ο χολός. Συγγενικό στη ρίζα είναι και το όνομα Claudius = ο Κλαύδιος και το ευηχότατο Claudia! Οι νεαρές μάνες, που τόσο κόπτονται να δίνουν στα κορίτσια τους λατινογενή ονόματα, ας το προσέξουν πολύ. Γιατί Claudia (Κλαούντια) σημαίνει κουλοχέρα!
Αν και η ελλ. γλώσσα δανείστηκε αρκετές λέξεις από γειτονικές γλώσσες, εδώ το κυλλός 'ανάπηρος' είναι πιο κοντά > νεοελλ. κουλ(λ)ός όθεν κουλο-χέρης. Πβ. και Ανδριώτη Ετυμ. Λεξ. της ΚΝΕ


κνόγαλλου (οκνόγαλλο). Σύνθετο απ’ το επίθετο οκνός και γάλλος = ο κούρκος, η γαλοπούλα, το γαλί. Το χρησιμοποιούμε μεταφορικά για τους ανθρώπους που είναι ταυτόχρονα οκνοί και κουτοπόνηροι, απρόθυμοι για όλα.


Κολόβιο. Παραφθορά της λέξης πουλόβερ.
κόπανους (κόπανος). Ήταν το ξύλινο εργαλείο με το οποίο οι νοικοκυρές χτυπούσαν τα σκουτιά μετά το πλύσιμο, για να φύγει απ’ αυτά το νερό που τράβηξαν στην πλύση. Φορές μ’ αυτόν κοπάνιζαν και τα παιδιά τους, όταν οι αταξίες ξεπερνούσαν κατά πολύ τα εσκεμμένα! Με δύο τρεις κοπανιές στον ποπό, μας επανέφεραν στην τάξη! Προσωπικά τον υπέστην πολλάκις… Ήμουν κι εγώ απ’ τους πολύ “ήσυχους”! Κόπανο μεταφορικά λέμε και τον άνθρωπο που δεν κρατά το λόγο του!


Κουβούλι. Πρόκειται για το συρμάτινο αυτοσχέδιο καλαθάκι, που τοποθετούσαν παλιά γύρω απ’ το στόμα μουλαριών ή αλόγων, ώστε να μη μπορούν να βόσκουν “εν ώρα υπηρεσίας”. Παράγεται απ’ το βυζαντινό κουβούκλιον κι αυτό με τη σειρά του βγαίνει από το λατινικό cubiculum = η κούνια, το κλουβί, το περιφραγμένο κιβώτιο.

κουκόσια (κοκόσια). Το καρύδι. Βγαίνει απ’ το κόκος. Όπως κοκάρι. Το λένε αλλού κροκάρι, ενώ εμείς κουρκάρι (κορκάρι).

κουλουφουτιά (κολοφωτιά). Η πυγολαμπίδα στο δικό μας: κόλος + φωτιά. Στην καθαρεύουσα πυγή (= κόλος) + λαμπί (= φωτιά). Είναι το μικρό έντομο που πετάει νύχτα, το καλοκαίρι κυρίως, και πετώντας αφήνει διαδοχικές λαμπίδες απ’ το πίσω μέρος. Λέμε και μια σχετική παροιμία: “Τς κουλουφουτιές για φανάρια τς πιρνάς;” (= τις κολοφωτιές τις θεωρείς φανάρια;). Και τη λέμε στην περίπτωση που κάποιος πάει να μας περάσει το ασήμαντο για σημαντικό.

κουμάσι: Λέξη δημοτική. Πρόκειται για το ξύλινο κατασκεύασμα για γουρούνια. Μεταφορικά σημαίνει ο φαύλος, ο παλιάνθρωπος, ο κόπανος

κουμματάς (κομματάς). Ένας απαξιωτικότατος χαρακτηρισμός των ανθρώπων που ζουν παρασιτικά σε βάρος των άλλων. Που ζουν μόνο για το κομμάτι (ψωμί, φαί) και δεν προσφέρουν το παραμικρό. Είναι οι τεμπέληδες, οι ακαμάτες, τα τεμπελόσκυλα.


Κουρέματα: Κατάντησε να είναι επιφώνημα λύπησης για κάποιον που έπαθα χουνέρι, κακό μεγάλο. Κυριολεχτικά είναι τα κουρέματα, το κούρεμα του κεφαλιού. Λέξη επίσης αρχαιοελληνική απ’ το ρήμα κείρω = κουρεύω. Στο Μεσαίωνα και στο Βυζάντιο επικρατούσε το απάνθρωπο έθιμο, κάθε που συλλαμβάνονταν γυναίκα να μοιχεύει, την κούρευαν στο πετσί και την περιέφεραν στους δρόμους καβάλα σε γάιδαρο για να την εξευτελίσουν κοινωνικά και ηθικά. Το πλήθος την έφτυνε, την προπηλάκιζε και φώναζε: “Τα κουρέματά σου” ή “άντε να κουρεύεσαι”! Στο τέλος της “τελετής” οι δικοί της άνθρωπο, μέσα στο σπίτι πια, τη συμπονούσαν και με λύπη φώναζαν: “τι πάθαμε με τα κουρέματα!”. Ήταν η γνωστή κουρούπα. Στη γλώσσα μας η λέξη πήρε γενικότερη σημασία.

Κουρκούτι. Πρόκειται γενικά για κάθε υδαρές μείγμα που προέρχεται από γερό ανακάτεμα, δυνατό ταρακούνημα. Κουρκούτι γίνονται και αρκετά φαγητά. Η πιθανή ετυμολογία του πρέπει να βρίσκεται στη σημασία του λατινικού ρήματος concutio = σείω, αναταράζω, ανακατεύω.

Κουσιό: Επίρρημα που σημαίνει τροχάδην, πάρα πολύ γρήγορα. Υπάρχει και σχετικό ρήμα, το κουσεύου (κοσεύω), το οποίο συνήθως συναντάται στην προσταχτική. Λέμε κόσιψι (κόσεψε) = τρέξε, κάνε γρήγορα. Η προέλευσή του ανάγεται στο ομηρικό επίθετο ωκύς = ο ταχύς, ο γρήγορος (ωκύπους Αχιλλεύς = ο γοργοπόδαρος Αχιλλέας). Απ’ την ίδια ετυμολογική ρίζα πιθανόν προέρχεται και το Λατινικό ρήμα curro = τρέχω (κούρσα, κουρσάρος …).

κουστούμι. Κουστούμι θα έπρεπε να λέγεται και στην κοινή νεοελληνική κι όχι “κοστούμι”. Παράγεται απ’ το Λατινικό ρήμα suo = ράβω! (απ’ το ίδιο ρήμα και το αγγλικό “σουτ” και το γαλλικό “σουτιέν”! Τέλος πάντων και πάλι). Sutor λέγεται ο ράφτης, ο τσαγκάρης. Εμείς κουστούμι, μεταφορικά, λέμε και το πρόστιμο!

κουριαστής. Ήταν το μακρύ ατσάλινο πριόνι, που το δούλευαν κατανάγκη δύο άντρες πριονίζοντας διαδοχικά, προκειμένου να κόψουν τεράστιους κορμούς δέντρων, τους οποίους δεν κατάφερναν με τσεκούρι. Ετυμολογικά ανήκει στην οικογένεια του ρήματος κείρω = κόβω, κουρεύω (κοίτα στο κουρέματα).


κούτπας (κούτικας). Ο σβέρκος, το πίσω μέρος του κεφαλιού.


κουτσουλιά. Αλλού κοτσιλιά. Τα περιττώματα των πτηνών. Το ρήμα κουτσουλώ ή κουτσουλίζω, κουτσούλισμα.

Κρούπι, Κουρούπι: Απ’ το κουρούπα κι αυτό. Πρόκειται για το πήλινο αγγείο, που έσπασε και είναι πλέον εντελώς άχρηστο. Κάνει μόνο για φτύσιμο, για κατούρημα, όπως και το κεφάλι της κουρούπας! Σε μας σημαίνει και ο εντελώς μεθυσμένος, αυτός που δεν αντιλαμβάνεται καν! Φτύσ’ τον, κατούρα τον, χέσ’ τον. Δεν παίρνει χαμπάρι. Γίνκι κρούπι! Χαμπάρι δεν έχι!

λαγγάζου (-ω). Άλλη μια “Κισσαβιώτικη κατασκευή” από το αρχαιοελληνικό επίθετο λάγνος = αυτός που έχει ζωηρή επιθυμία για τις ηδονές (Λαγνεία, λαγνεύω κ.λ.π.). Λαγγάζω λοιπόν σημαίνει επιθυμώ ζωηρά κάτι, μα είναι από δύσκολο έως αδύνατο να το έχω! “Λάγγαξι η καρδιά τα’”, έλεγαν οι γριές από συμπόνια σε κάποιον που δε μπόρεσε ν’ απολαύσει αυτό που ήθελε! Ή ακόμα: “Λαγγάζι η καρδιά μ’. Δο μ’ κι μένα…”. Η φράση με τα χρόνια απόχτησε παροιμιακή σημασία και τη λέμε για όσους περνούν το μαρτύριο του Τάνταλου, που λαχταρά κάτι μάταια!

λιλέκι, λέλεκας (λελέκι, λέλεκας). Ο πελαργός ή πελεκάνος. Το δικό μας προήλθε απ’ το πελεκάνος με αναγραμματισμό. Λελεκάνος, λέλεκας, λελέκι.


λιμαριά (λαιμαριά). Πρόκειται για εξάρτυμα του αρότρου που στερεώνονταν επίσης πάνω στο ζώο. Ήταν ένα δερμάτινο παραγέμισμα, το οποίο περνούσαν γύρω απ’ το λαιμό του ζώου, έτσι που να στηρίζεται στο στήθος του κι απ’ αυτό κρέμονταν οι δύο αλυσίδες που έσερναν το αλέτρι στο όργωμα. Το παραγέμισμα αυτό ήταν προσαρμοσμένο πάνω σε σιδερένια στεφάνη, για να μπορεί να κρατά τις αλυσίδες. Μονάχα τα ίδια τα ζώα ήξεραν το τι τραβούσαν…

λιλίτσια (λιλλίτσια). Τα πολύ μικρά κομματάκια στα οποία διαλύεται ένα αντικείμενο που σπάει, τα θρύψαλα ή τρύψαλα (όπως το συνηθίζουμε στη δική μας διάλεκτο). Όσο και να μοιάζει παράδοξο, παράγεται απευθείας απ’ την ινδοευρωπαϊκή ρίζα lis. Απ’ την ίδια το επίθετο ολίγος, λιλλιπούτειος, λιλλιπούπολη. Από εκεί και το λιλί = τα ψιλά, τα κέρματα, το ψιλί. Απ’ την ίδια και η “καθαρά” αγγλική λέξη “λιτλ” = ο μικρός, ο λίγος, το λίγο! Λένε πως κι αυτή είναι δική τους! (χέσε μέσα κι έλα όξω! Τι να πει κανείς;).


λισγκάρι (λισγάρι). Λέξη δημοτική παραγόμενη από την αρχαιοελληνική λίσγος = το γεωργικό εργαλείο γενικά. Εμείς το περιορίσαμε να σημαίνει το φτυάρι (φκιάρι).

Λιχούσα: Λεχούσα, λεχώνα. Είναι η γυναίκα που μένει στο κρεβάτι, που κατακλίνεται ύστερα απ’ τη γέννα (παλιά η “λιχουσιά” κρατούσε 40 μέρες!). Η λέξη παράγεται απ’ το ομηρικό ρήμα λέγω = ξαπλώνω, κατακλίνομαι, κοιμάμαι. Απ’ την ίδια ρίζα και το λέχος = η φωλιά, το κρεβάτι, ο γάμος. Απ’ την ίδια και ο λόχος, ο λοχίας, ο λοχαγός, ο επιλόχιος πυρετός, η λεχώ.

λουγκατζιάρι, λουγκατζιάρια. Ήταν ο μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο, σύμφωνα με το έθιμο της Αποκρηάς, που γύριζε στα σπίτια των αρραβωνιασμένων και χάλευε χαλβά! (το αναφέρω και στα έθιμα της Αποκρηάς), βγαίνει απ’ το λατινικό ρήμα rogo = παρακαλώ, ζητώ, ζητιανεύω, και πιο συγκεκριμένα από το θέμα του σουπίνου του ρήματος αυτού rogatum, το οποίο δηλώνει το σκοπό της ενέργειας. Σ’ άλλες περιοχές, Καστοριά και γενικότρα Δυτική Μακεδονία, το λένε ραγκουτσάρι ή ρογκουτσάρι…

λουν του λουιού. Παραφθορά της φράσης λογής λογιών ή λογιού λογιού που σημαίνει κάθε λογής, κάθε είδους πλήθος από υλικά πράγματα. Στη δική μας διάλεκτο σχηματίσαμε το αντωνυμικό επίθετο λογιός, λογιά, λογιό (λουιός, λουιά, λουιό) οπότε δικαιολογείται. Έτσι και η φράση μας, που τόσο γέλιο προκαλεί σ’ όσους δεν την ξέρουν. Ρωτάμε συχνά: τι λουιό είνι; = τι είδους είναι;

λυγκιάζου (λοξυγκιάζω). Λέξη ηχοποιημένη. Βγαίνει απ’ τον ήχο που παράγεται στις σπασμωδικές κινήσεις του λάρυγγα. Ηχοποιημένη συνεπώς είναι και η αρχαιοελληνική λέξη λύγξ = ο λόξυγγας. Κατά έναν παροιμιόμυθο λέμε ότι, όταν μας πιάνει λόξυγγας ξερός, τότε κάποιος μας μελετάει. Ενώ, όταν μας πιάνει βήχας ξερός με φαγούρα, τότε λέμε ότι κάποιος μας τρώγεται, μας κατηγορεί έντονα. Να είναι άραγε τυχαίες συμπτώσεις; Ίσως. Πάντως συμβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις. Τώρα, κατά πόσο ανταποκρίνονται όλα αυτά στην αλήθεια, ρωτήστε τους προληπτικούς να σας τα εξηγήσουν!

μαγκλάρας. Αλλού νταγκλαράς: Λέξεις της δημοτικής που σημαίνουν ο ψηλός και άγαρμπος άντρας. Όπως: ο σιμταράς, ο μαντράχαλος, ο αριδάς, ο ξαϊδάς, ο ακανόνιστος…


μαδέρι. Παραφθορά του λατινικού material = το ξύλο, το υλικό.

Μάκου, Μάκω: Σημαίνει η γριά, η γιαγιά, η βάβω. Η λέξη προέρχεται απ’ το Σέρβικο μάϊκω = η μάνα. Και το μάϊκω οι Σέρβοι το δανείστηκαν απ’ το Ελληνικό μάνα! Σε δουλειά να βρισκόμαστε…

μαλαπέρδας, μαλαπέρδα. Ετυμολογικά παράγεται από το επίρρημα μάλα = πολύ και το ρήμα πέρδομαι = κλάνω. Οπότε μαλαπέρδας κανονικά είναι ο μάλα περδόμενος, δηλ. ο αρχικλανιάρης. Σήμερα χρησιμοποιείται ως μια συγκεχυμένη υποτιμητική προσωνυμία, που θέλουμε να κολλήσουμε σε κάποιον. Μαλαπέρδα ακόμα χαρακτηρίζουμε συχνά και το αντρικό μόριο!

Μαλιφατούρα, μανιφατούρα. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να δηλώσει ένα άταχτο ανακάτεμα από πλήθος ανόμοια υλικά αντικείμενα, σε σημείο που δε μπορείς να βρεις άκρη. Στην κυριολεξία πρόκειται για τη Manufacture (manus = χέρι και facio = πραγματοποιώ). Μανιφακτούρα ήταν το βιοτεχνικό εργαστήρι, όταν κατά τη φεουδαρχική Ευρώπη οι βιοτέχνες αποφάσισαν να συγκεντρώσουν την παραγωγή σε μεγάλες μονάδες, προκειμένου να μειωθεί το κόστος και ν’ αυξηθεί το παραγωγικό αποτέλεσμα. Και επειδή η παραγωγή πραγματοποιούνταν ακόμα με τα χέρια, πήρε την ονομασία αυτή (Μανιφακτούρα). Μέσα σ’ αυτά τα εργαστήρια υπήρχαν στοιβαγμένα τα μηχανήματα, τα προϊόντα, οι πρώτες ύλες, οι εργάτες, τα ζώα. Ανακάτεμα παντού. Έτσι η λέξη έφτασε ως εμάς με τη σημασία που έφτασε!

μανάρι. Η λέξη βγαίνει από το μάνα με τη βυζαντινή κατάληξη –άριον (-άρι). Δηλώνει κανονικά το οικόσιτο αρνί, κατσίκι, γουρούνι. Μεταφορικά πήρε χαϊδευτική σημασία στην προσφώνηση αγαπημένων προσώπων. Μανάρι μ’, μανάρα μ’…


μανταλάρι. Είναι το σπασμένο χέρι, που κρέμεται σαν το μάνταλο της πόρτας.



Μιζιβίρς (Μιζιβίρης) και μουζαβίρης, μιζιβίρου (μιζιβίρω). Λέμε τον άνθρωπο που μόνιμα ασχολείται με το να “βάζει λόγια” να δημιουργεί ανακατοσούρες, να κάνει τους άλλους να βρίσκονται σε διαμάχη. Συνώνυμο με το “συκοφάντης” της αρχαίας. “Βάνι μιζιβιρλίκια” έλεγαν οι γιαγιές… Λέξη λατινογενής από το ρήμα musinor = ασχολούμαι διαρκώς με κάτι!

μαντουλόϊα (μαντολόγια). Πρόκειται για τα πρακτικά φάρμακα ή και τις πρακτικές μεθόδους που χρησιμοποιούν οι κομπογιανίτες. Λέξη σύνθετη από το θέμα της λέξης μάντης (μάγος, μαγικός, μαγεία) + το ρήμα της αρχαίας λέγω = συλλέγω, μαζεύω, συγκεντρώνω. Αλλιώς λέγονται και μαντζούνια.


ματσιαλώ. Ρήμα ηχοποιημένο απ’ τον ήχο “ματς”, που βγαίνει απ’ το στόμα μας, όταν δε μασάμε την τροφή με τα δόντια, παρά την αναμοχλεύουμε με τη γλώσσα ή τα χείλη.


μιντιρλίκι. Τούρκικη λέξη. Ήταν το στενό ντιβάνι που χρησίμευε για να κάθονται, επίσης ο καναπές (τούρκικο κι αυτό).

Μιτσυγείισ’: Κανονικά: Με τις υγείες σου! Πρόκειται για την ευχή που δίνουμε, όταν συγχαίρουμε κάποιον για την πρόοδο ή την επιτυχία του σε κάτι, οπότε του ευχόμαστε να χαρεί με τις υγείες του! (Μιτσυγείισ’ με του γαμπρό!). Σήμερα συνήθως το απευθύνουμε για πλάκα σε φιλικό μας πρόσωπο, όταν αυτό παθαίνει κάποιο χουνέρι.

μουνόγινου (μονόγενο). Είναι η διακλάδωση της βιολογικής συγγένειας που προέρχεται από το γένος του ενός απ’ τους δύο γονείς, είτε του πατέρα, είτε της μητέρας. Με κάποια ειρωνική και υποτιμητική χροιά πιο πολύ γέρνουμε τη σημασία της λέξης προς το γένος της μητέρας. Έτσι όταν θέλουμε να ειρωνευτούμε ένα σόι λέμε: “ούλου του μουνόγινου…”.

μουράγιο. Σημαίνει το οχυρό, το φυλαγμένο μέρος, το λιμάνι. Λέξη καθαρά λατινογενής από το ρήμα munio = οχυρώνω.


μουρκαλώ. Κυριολεχτείται στα ζώα και δηλώνει την πράξη συνεύρεσης του αρσενικού με το θηλυκό πάνω στη διαδικασία αναπαραγωγής.  Ειδικότερα αναφέρεται στα βοοειδή και στη συνέχεια στα αιγοπρόβατα (για τα γουρούνια υπάρχει το “σέρνω”. Λέμε πως έσυρι η γρούνα, δηλαδή γονιμοποιήθηκε. Για άλογα και γαϊδούρια χρησιμοποιείται το … πηδώ. Λέμε: ν’ αμπήτσι τ’ γουμάρα η γάϊδαρους! Δηλ. τη γονιμοποίησε τη γαϊδούρα! Ποιος να το έλεγε ότι το ρήμα αυτό θα έφτανε να δηλώνει την ερωτική πράξη των ανθρώπων του σήμερα!). Το μουρκαλώ, λοιπόν, είναι η λέξη ηχοποιημένη και “βυζαίνει” την ηχοποίησή της απ’ το αρχαίο μυκώμαι = μουγγανίζω, μουγγρίζω. Γίνεται πιο σαφές, όταν ξέρουμε ότι η προφορά του “υ” στ’ αρχαία ήταν “ου” κι όχι “ι”. Από κει και το μυκηθμός = το μουγγανητό της αγελάδας και το μηκυθμός = το βέλασμα της κατσίκας. Απ’ τον ήχο του αρσενικού κατά τη διαδικασία αναπαραγωγής βγήκε και το μουρκαλώ! “Μουρκαλίσκι η γίδα”!


μπάκακας, μπακάκι. Ο βάτραχος. Η λέξη είναι ηχοποιημένη απ’ τον κοασμό του βατράχου. Μεταφορικά το χρησιμοποιούμε και για κοροϊδία ανθρώπων δίνοντας υποτιμητική σημασία στη σωματική τους διάπλαση.

μπαμπαλίζου (-ω). Η λέξη είναι ηχοποιημένη απ’ την προφορά του χειλικού συμφώνου “β” (αρχαία προφορά μπ).Το λέμε, όταν βλέπουμε κάποιον να κουνάει τα χείλη, αλλά οι φθόγγοι που βγαίνουν απ’ αυτά είτε δεν ακούγονται, είτε ακούγονται και δε γίνονται κατανοητοί! Ακούμε δηλαδή ένα “μπουρ… μπουρ…”. Μην ξεχνάμε ότι και η λέξη βάρβαρος στην ακατανόητη προφορά των χειλικών συμφώνων έχει τη ρίζα της. Τους ξεχώρισαν οι αρχαίοι Έλληνες, διότι η γλώσσα τους στα ελληνικά αυτά ηχούσε μπαρ… μπαρ… (σημερινό! Μπουρ. Λέμε ακόμα: μπουρμπουρίζω). Άλλωστε “βαρβαρισμός” λέγεται το γραμματικό λάθος. Ωστόσο το ρήμα μπαμπαλίζω δεν έχει καμιά ετυμολογική συγγένεια με το μπάμπαλο!


μπάμπαλου (-ο). Προέρχεται από το επίρρημα πάπαλα (= τίποτα) της νηπιακής γλώσσας! Όταν το νήπιο δε βλέπει ή δεν αντιλαμβάνεται αυτό που θέλει, φωνάζει εκείνο το χειλικό “πάπα…” (= τίποτα, δεν υπάρχει!). Μπάμπαλο, λοιπόν, είναι το τίποτα, το σκουπίδι, το μόριο ύλης που μπαίνει στο μάτι μας και μας ενοχλεί. Χαρακτηριστική η παροιμιακή μας φράση: “τσάκνα, μπάμπαλα, δαυλιά απού φτέρις…”. Δηλαδή πράγματα που δεν υπάρχουν, δε γίνονται, που αποτελούν ματαιοπονία καθαρή.




μπέχουνου (αμπέχονο). Πρόκειται για το στρατιωτικό χιτώνα, το κάθε βαρύ πανωφόρι (όχι η παντασούρα), κάτι σαν το μπουφάν! (Από μας το κλέψαν και οι Αγγλογάλλοι. Λες κι είναι το μόνο! Τέλος πάντων). Παράγεται από το ομηρικό ρήμα αμπίσχω ή αμπέχω = ντύνω.

Μπιζιρίζου (-ω) (Μιζεριάζω). Πιο συνηθισμένος είναι ο Αόριστος του ρήματος μπιζέρσα, -σις, -σι κ.λ.π., που βγαίνει σαν επιφώνυμα δυσθυμίας, αγανάχτησης, μπουχτίσματος απ’ την απραξία, τη βαριεμάρα, την άνια. Το μπιζέρσα το λέει κανείς με την έννοια του βαρέθηκα, μισέριασα, εξαθλιώθηκα απ’ την απραξία. Η ρίζα του είναι λατινική από το miser = ο άθλιος.

μπινέκι (μπενέκι). Λεγόταν το άλογο που χρησιμοποιούσαν παλιά οι Κοιρατζήδες (=αυτοί που κουβαλούσαν απ’ το δάσος κομμένη ξυλεία με τα μουλάρια), για να το ανεβαίνουν καβάλα κατά τις μεταφορές. Ήταν το καλό τους άλογο! Άλλωστε το λέει από μόνη της η λέξη, που είναι σύνθετη απ’ τα Λατινικά bonus = καλός και equus = το άλογο! Τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν οι Βλάχοι Κοιρατζήδες, καθόσον η βλάχικη γλώσσα είναι καθαυτό Λατινική.

μπλατουμούτσουνους, μπλαρουμούτσουνη (μουλαρομούτσουνος,   -νη). Αυτός που έχει τη μουτσούνα μουλαριού. Βρισιά ασφαλώς. Και την έλεγαν οι παλιοί για κάποιο που τους προκαλούσε απέχθεια, που δεν τον χώνευαν! Άκουγες επίσης να λένε και “γρουνουμούτσουνη” για την άσχημη και ανοικοκύρευτη γυναίκα, η “γελαδομούτσουνος, -νη” για τον άντρα και τη γυναίκα που απ’ τα μάτια της ξερνούσαν απάθεια κι αδιαφορία.


μπουμπότα. Ψημένο ζυμάρι από καλαμποκάλευρο. Κάτι ανάλογο ήταν και η κατσιαμάκα! Κι αν δε μας άρεσε και κάναμε μούτρα, “Φάει τα πουδάρια σ’”, φώναζαν οι μάνες μας.

μπούρδα. Ξενική λέξη. Σε μας σημαίνει το μεγάλο υφασμάτινο σακί. Στην κοινή νεοελληνική σημαίνει η ψευδολογία, λόγος χωρίς ουσία. Π.χ. μας λέει μπούρδες.


μπουτί;. Ερωτηματικό μόριο που προήλθε απ’ τον εμπρόθετο προσδιορισμό από τι; Έχει την έννοια του “γιατί” σε ευθείες ερωτήσεις. Μη μας παραξενεύει ο ήχος. Αλλού λένε “ήντα” (ήντα κάνεις;) = τι, πως. Αλλού ακούς “Ναίσκε”, “όσκε” = Ναι, όχι.

1. μσάντρια. Ήταν παλιά ένας αποθηκευτικός χώρος μέσα στη σάλα του σπιτιού, ο οποίος κάλυπτε και αξιοποιούσε το κενό που άφηνε η εσωτερική σκάλα που συνέδεε το ισόγειο με τον πάνω όροφο. Νόθα λέξη από το ελληνικό μέσα και το γαλλικό “αντρέ” = το χωλ, η σάλα.
2. Werner Voigt   ΜΣΆΝΤΡΙΑ. Ήταν παλιά ένας αποθηκευτικός χώρος μέσα στη σάλα του σπιτιού, ο οποίος κάλυπτε και αξιοποιούσε το κενό που άφηνε η εσωτερική σκάλα που συνέδεε το ισόγειο με τον πάνω όροφο. Νόθα λέξη από το ελληνικό μέσα και το γαλλικό “αντρέ” = το χωλ, η σάλα.
Ο ΑΝΔΡΙ΄ΏΤΗΣ το θεωρεί ελλ. λέξη:
"μεσάντρα, η" ντουλάπα για στρώματα *μεσάνδηρα μέσον + μεταγν. ουσ. άνδηρον.
Κατ άλλους τουρκ. musandra.
Σημείωση: Kατά τη γνώμη μου, η τουρκική λέξη δεν αποκλείεται να παλιννόστησε στην ελλ. γλώσσα, απ' όπου ίσως μπήκε, ως δάνειο, στην τουρκική.
Ως προς την κατάληξη, υπάρχουν διάφορες εξηγήσεις η διάλεκτος το μεσάντρα το έκανε υπερδιορθωτικά τρία γιατί το ράπτρια κτλ. έγινε δημ. ράφτρα.
Η πρώτα ήταν μεσάντρι πλ. μεσάντρια που εκλήφτηκε σαν ενικός θηλυκού.
Η είναι παραλλαγή τύπου όπως καμπή > κάμπια, άκρα, δημ. άκρη και άκρια. Παρόμοιοι σχηματισμοί ήταν τα (σύνθετα) της αρχαίας με μεσ(ο)- μεσό-δμη (δομή δέμω οικοδομώ) και μεσό-δοκον
 
Μσούρα: Κανονικά: μεσούρα, μεζούρα. Σημαίνει το μέτρο φαγητού, τη μερίδα. Τελικά Μσούρα ονομάζονταν το βαθύ πήλινο πιάτο, που χωρούσε μεγάλη ποσότητα για τους λαίμαργους και τους πεινάλες!

Νιόκουπους. Νιόκοπος: Θα μπορούσε η λέξη να σημαίνει νεόκοπος, όπως μεσόκοπος, δηλαδή άντρας νέας ή μέσης ηλικίας αντίστοιχα. Δεν είναι όμως. Και το νιόκουπους είναι επίσης βρισιά με την έννοια αυτός που το νήμα της ζωής του κόβεται ενώ είναι ακόμα νέος! Αποδείχνεται απ’ το γεγονός ότι κάθε φορά που το ξεστόμιζαν οι γιαγιές πάλι το συνόδευαν με την κατάρα: νιόκουπι, απ’ να σι κόψι η θιός!
Άραγε ήξεραν αυτές οι γυναίκες το τι ξεστόμιζαν; Κι αν ο Θεός άκουγε την έκκλησή της, σήμερα στο χωριό μας δε θα έπρεπε να υπάρχει αρσενικός άνθρωπος! Αλλά φαίνεται πως ο Θεός έκανε το κορόιδο, όταν τα’ άκουγε, ή γελούσε κι αυτός μαζί τους. Δε νομίζω να υπάρχει παιδί που να μην άκουσε για τις αταξιες του τα: νιόκουπι, αβλάστουτι, αφουρισμένι, ρημουσέλι κ.α.

νταμάρι. Λέξη τούρκικης προέλευσης. Κανονικά σημαίνει το λατομείο, το “μαντέμι” απ’ όπου βγαίνει η πέτρα για χτίσιμο. Το χρησιμοποιούμε όμως και για να δηλώσουμε το αρχικό γένος στα συγγενολόγια. Κι όταν θέλουμε να δώσουμε στο γένος θετική σημασία λέμε τη λέξη απλή, σκέτο νταμάρι. Ενώ όταν θέλουμε να δώσουμε αρνητική χροιά, παλιντάμαρου. Συνώνυμο του νταμάρι θεωρείται και το μελέτι! Το μελέτι το λέμε πιο πολύ όταν θέλουμε να δηλώσουμε τη “φκιασιά”. Και το μελέτι τούρκικο είναι.

ντιπ. Ξένη λέξη. Σημαίνει εντελώς, τελείως, καθόλου (ντιπ βλάκας είσι!). Ενώ, όταν θέλουμε να δηλώσουμε την ολοκλήρωση μιας δουλειάς, χρησιμοποιούμε το ρήμα μπιτίζου (μπιτίζω), που παράγεται από αλλοίωση του ντιπ σε μπιτ! “Του μπίτσητι του κουρκάρι;”, “Του μπίτσαμι!”.

Ντιρέκι: Λέξη Λατινογενής. Προέρχεται απ’ το ρήμα diricio = στηρίζω. Οπότε ντιρέκι στη γλώσσα μας είναι ο ψηλός και γεροδεμένος, ο πολύ δυνατός άντρας.
νιρουκράτς (νεροκράτης). Ο υδρονομέας για την άρδευση των χωραφιών. Και σ’ αυτή τη λέξη φαίνεται πόσο οι γλωσσικές μας ρίζες τραβούν χυμούς απ’ την αρχαία γλώσσα. Η λέξη είναι σύνθετη απ’ το νερό και το ρήμα κρατώ. Μια απ’ τις σημασίες του κρατώ είναι και το “εξουσιάζω”. Άρα νεροκράτης είναι αυτός που ασκεί εξουσία στη διανομή του νερού! Και σαφώς είναι πιο βαρειά λέξη απ’ το υδρονομέας.

ντουνουμάρκα. Λέγονται τα δίδυμα αδέλφια. Είναι παραφθορά της βυζαντινής λέξης διδυμάρια.
1. ντούρους (ντούρος). Είναι ο σκληρός, ο γερός, ο υγιής! Καθαρά λατινική λέξη απ’ το επίθετο durus, -a, -um = ο σκληρός! Λέμε στις συναντήσεις μας: “Τι φκιάντς; Γιρός, ντούρους;”.
2. Werner Voigt   Το ντούρος βέβαια είναι η ίδια λέξη με το λατ. durus, αλλά μόνο μέσω του ιταλικού duro. Εάν  ήταν δάνειο ήδη από τα λατινικά, το δέλτα θα ακουγόταν όπως το σημερινό νεοελλ. εξακολουθητικό δ.  Όταν η ελληνική δανείστηκε το ιταλ. duro κάποτε στον μεσαίωνα, η εξέλιξη είχε πια πάψει, και έμεινε το d στιγμιαίο (ντ).

ντραγάτς (δραγάτης). Ξένη λέξη, ο αγροφύλακας.

ντυάσμους (δυόσμος). Πρόκειται για το αρωματικό κηπευτικό, που χρησιμεύει και ως καρύκευμα σε φαγητά. Η κανονική του ονομασία είναι ηδύοσμος. Από το ηδύς = ευχάριστος και το οσμή.


ξιμπλιάτσουτους. Κανονικά ο ξέπλατος, ο ξεπλάτωτος, αυτός που έχει γυμνή την πλάτη. Υπάρχει όμως και το ενδεχόμενο να βγαίνει απ’ το ξεμπράτσωτος, δηλ. με τα μπράτσα έξω. Ενώ αυτός που είναι γυμνός με μόνο το βρακί λέγεται γκόλιους. Κι αν δεν έχει ούτε βρακί τότε είναι ντιπ γκόλιους!

Ξιπαντσούρα: Κανονικά ξιππανισούρας, ξιππανισούρα. Έτσι χαρακτηρίζουμε τον ξι(π)ασμένο, τον αλαζόνα, τον ψηλομύτη, τον ψωροπερήφανο, το φαντασμένο. Η λέξη έχει αρνητική χροιά και η ρίζα της ανάγεται στους ιππότες των σταυροφοριών της Δύσης. Το σχετικό ρήμα είναι το ξιππάζομαι (εξιππάζομαι) = προσπαθώ να μιμηθώ τη συμπεριφορά των ιπποτών, αλλά δε με διακρίνει η ευγένεια του χαρακτήρα κι επομένως γίνομαι εύκολα στόχος κατάκρισης.

ξιρουσέλι (ξεροσέλι). Άλλη μια βρισιά και βλαστήμια μαζί. Είναι ο ξεραμένος άνθρωπος, το ξεράδι, ο καταδικασμένος σε θάνατο! “Αξ κι ξιρός”, λέμε ακόμα…
ξιτσίπουτους ή ξιτσιούπουτους. Ο ξετσίπωτος, η ξετσίπωτη. Ο άνθρωπος που δεν έχει πάνω του τσίπα = συστολή, αιδώ, ντροπή, δηλαδή ο αδιάντροπος. Η τσίπα είναι Δημοτική λέξη και κυριολεχτικά σημαίνει ο υμένας, ο παρθενικός υμένας και ο επίπαγος (π.χ. η πέτσα του γιαουρτιού). Μεταφορικά πήρε τη σημασία της συστολής απ’ την παρθένα κοπέλα, η οποία σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη πρέπει να διακατέχεται από συστολή.


ξόανο. Λέξη με καθαρά αρχαιοελληνική προέλευση από το ρήμα ξέω = ξύνω, πελεκώ (π.χ. λιθοξόος). Ξόανο είναι το ξύλινο άγαλμα. Εμείς χρησιμοποιούμε τη λέξη με την έννοια του σκιάχτρου, του ανθρώπου που έμειναν μόνο τα κόκαλά του.


Όρνιου (όρνιο). Από το όρνεον = γενικά το μεγάλο πουλί χωρίς προσδιορισμό του είδους του. Μεταφορικά αποκαλούμε τον εντελώς κουτό, αυτόν που δεν “παίρνει” με τίποτα, τον εντελώς αδαή (παράβαλε το κουτορνίθι). Την ίδια σημασία έχει μεταφορικά και το κούτσουρο! “όρνιου, κούτσουρου!”, ακούμε συχνά…



όφχιους (όφιος). Η κανονική του γραφή είναι όφειος = αυτός που έχει σχέση με το φίδι. Σήμερα “όφχιου” λέμε το μεγάλο κι επικίνδυνο φίδι που προκαλεί τρόμο, τον κακό άνθρωπο που “τρώει” τη ζωή του άλλου, αλλά το απευθύνουμε συχνά και σε φιλικά μας πρόσωπα από θαυμασμό ή διάθεση χαριεντισμού! “όφχι κακέ”, λέμε.

Ουδί έτσι. Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι μεταχειριζόμαστε ένα πράγμα σκέτο, χωρίς να συνοδεύεται από κάτι άλλο, π.χ. Η νοικοκυρά μαγειρεύει κρέας ουδιέτσι, δηλαδή χωρίς σύβραση.

Ουρσούζα, ουρσούϊζς (ουρσούζης): Παράγεται απ’ το Λατινικό Ursus = η αρκούδα! Χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, κυρίως τη γυναίκα, που είναι βρωμιάρης, ανεπρόκοπος, χοντροκομμένος στους τρόπους, ανοικοκύρευτος. Ουρσουζεύου, ουρσουζιά, ουρσούζκους …

Παντασούρα. Παραφθορά της γαλλικής λέξης “παλτεσού”.

παράχουμα (παράχωμα). Άλλη μια απ’ τις “φιλοφρονήσεις” που ξεστόμιζαν οι γιαγιές. Παράχωμα είν’ αυτός που πρέπει να παραχωθεί, αφού ψοφήσει! (τέλος πάντων, δεν τα καταλάβαιναν. Τ’ άκουσαν κι αυτές απ’ τις γιαγιές τους κ.ο.κ.). Άλλες “φιλοφρονήσεις” ήταν τα: ξιπάτουμα (ξεπάτωμα), τέρας, κόπριου (κόπριο), φουκαλίδι… Οι λέξεις μιλούν μόνες τους, οπότε δεν επιδέχονται παραπέρα ερμηνεία.

παρστιά. Λέξη σύνθετη από την πρόθεση παρά και το ουσιαστικό εστία. Αλλού το λεν παραστιά. Είναι το μέρος δίπλα, μπροστά από την εστία (τζάκι).


πασπαλιάρου (πασπαλιάρω πίτα). Ήταν η πίτα από λάχανα πάνω στην οποία οι νοικοκυρές πασπάλιζαν λίγο αλεύρι! Στην κατοχή η πασπαλιάρου έθρεψε οικογένειες και οικογένειες. Ίσα που την προλάβαμε και εμείς.




πνακουτό. Ήταν το ξύλινο κατασκεύασμα που αποτελούνταν από 5 κυρίως πνάκια (πινάκια) = θήκες μέσα στις οποίες οι νοικοκυρές τοποθετούσαν το ζυμωμένο ψωμί και το πήγαιναν για το φούρνο. “Πινάκιον” στην αρχαία εποχή ήταν το ξύλινο πιάτο. Είναι γνωστή η ρήση “αντί πινακίου φακής” απ’ την Παλαιά Διαθήκη ακόμα. Το πινάκιον (πνάκι) έμεινε ως τις μέρες μας. Ήταν το ξύλινο σκεύος που τοποθετούσαν το φαγητό οι γεωργοί και οι τσοπάνηδες όταν έφευγαν για τις δουλειές τους, προτού ακόμα αντικατασταθεί απ’ το πλαστικό, το “μπωλ”!

παταριά. Το έντονο χτύπημα με την παλάμη. Απ’ το αρχαιοελληνικό ρήμα πατάσσω = χτυπώ. Πάταγος είναι ο ήχος που παράγεται απ’ το χτύπημα πάνω σε επιφάνεια, ο θόρυβος, μεταφορικά το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε την τρομαχτική επιτυχία ή απήχηση, π.χ. η έκδοση έκανε πάταγο!


παχνί. Ένα σανιδένιο σταθερό κουβούκλιο μέσα στο οποίο βρίσκουν το σανό τους τα ζώα. Παράγεται απ’ το ομηρικό ρήμα πατούμαι = τρέφω. Απ’ το ίδιο ρήμα και το πατήρ (πατέρας) και το πατρίς (πατρίδα).

παχνιστής. Είναι η ονομασία του μήνα Νοέμβρη. Οι εκδοχές της ονομασίας είναι δύο! Η πρώτη από το η πάχνη, καθόσον κατά το μήνα αυτό αρχίζει να πέφτει αρκετή, ειδικά κατά τη νύχτα λόγω του κρύου. Η δεύτερη είναι από το παχνί. Είναι δηλ. ο μήνας κατά τον οποίο τα ζώα μαζεύονται στο παχνί τους, στο στάβλο τους, εφόσον ξεκινάει ο χειμώνας και οι αγροτικές εργασίες περιορίζονται.


παρτάλι. Λέμε το κομμάτι, το ξεσκισμένο σε κομμάτια ύφασμα και μεταφορικά τον τιποτένιο άνθρωπο, τον ξεφτιλισμένο, τον απαίσιο. Λέξη Λατινογενής από το pars = μερίδα, τμήμα, κομμάτι, μεριά, και τη Βυζαντινή κατάληξη –άλιον (-άλι). Λέμε: “για πάρτη μου” = για τη μεριά μου, για τον εαυτό μου.

πλιβριτώνου (πλευριτώνω). Το λέμε συνήθως στον αόριστο χρόνο πλιυρίτουσα, όταν έχουμε μαζέψει αρκετό κρύο, όταν κινδυνεύουμε να πάθουμε πλευρίτιδα.
Πουλέρι, πουλέρια. Κανονικά απονέρι, απονέρια (σε μας ακούγεται πουλέρια). Πρόκειται για τα βρώμικα νερά που πετάμε ύστερα απ’ το πλύσιμο διάφορων αντικειμένων.

Πουτσαράς, πουτσαρίνα: Στο άκουσμα των λέξεων αυτών δεν υπάρχει κανένας απολύτως αισχρός συνειρμός. Απλά, πουτσαράς θεωρείται ο λεβέντης, ο ντόμπρος, ο άντρας που έχει σθένος, καρδιά, που διαθέτει πυγμή, που βρίσκεται μέσα σ’ όλα, που δεν κολώνει με τίποτα και είναι έντιμος και ηθικός. Το ίδιο και για τη γυναίκα. Πουτσαρίνα λέμε, τη λεβεντογύναικα, την καταφερτζού, αυτή που τα φέρνει βόλτα, που το λένε γερά τα κότσια της.


1. πράμα, πράματα: Μη βιαστεί κανείς να το θεωρήσει ότι είναι το πράγμα, τα πράγματα από το ρήμα πράττω. Παράγεται από το ομηρικό ρήμα πιπράσκω = πωλώ. Άρα πράματα είναι τα αντικείμενα προς πώληση! Αυτό εννοούσε κάποτε ο “θείος”, όταν φώναζε το διαβόητο “ναι για! Πράματα…” (σαν να τον ακούω και τώρα!). Αυτό εννοούν και κάποιοι έμποροι σαν προφέρουν τη λέξη “πράματα”, άσχετα αν δεν ξέρουν την ετυμολογία της. Άλλωστε απ’ το ίδιο ρήμα βγαίνει και το “πρατήριο”, και το “μεταπράτης”. Πράμα ακόμα, μεταφορικά, λέμε το άκακο ζώο, τον ήσυχο και αθώο άνθρωπο! Απ’ το πιπράσκω σχημάτισαν και οι Ρωμαίοι τη λέξη pretium = η αξία η τιμή πώλησης ενός πράγματος. Από μας το πήραν και οι ψωροάγγλοι και σχημάτισαν εκείνο το “πράις” (σιχαίνομαι και να το σκεφτώ ακόμα. Πόσο μάλλον να το πω! Αλλά, είπαμε!). Ακόμα: πραμάτεια, πραματευτής. Λέμε: “έχι πράμα…”.
2. Werner Voigt  πράμα, πράματα Μη βιαστεί κανείς να το θεωρήσει ότι είναι το πράγμα, τα πράγματα από το ρήμα πράττω. Παράγεται από το ομηρικό ρήμα πιπράσκω = πωλώ. Άρα πράματα
είναι τα αντικείμενα προς πώληση! Αυτό εννοούσε κάποτε ο “θείος”, όταν φώναζε το διαβόητο“ναι για! Πράματα…” (σαν να τον ακούω και τώρα!). Αυτό εννοούν και κάποιοι έμποροι σαν προφέρουν τη λέξη “πράματα”, άσχετα αν δεν ξέρουν την ετυμολογία της. Άλλωστε απ’ το ίδιο ρήμα βγαίνει και το “πρατήριο”, και το “μεταπράτης”. Πράμα ακόμα, μεταφορικά, λέμε
το άκακο ζώο, τον ήσυχο και αθώο άνθρωπο! Απ’ το πιπράσκω σχημάτισαν και οι Ρωμαίοι τη λέξη pretium = η αξία η τιμή πώλησης ενός πράγματος. Από μας το πήραν και οι ψωροάγγλοι και σχημάτισαν εκείνο το “πράις” (σιχαίνομαι και να το σκεφτώ ακόμα.
Πόσο μάλλον να το πω! Αλλά, είπαμε!). Ακόμα: πραμάτεια, πραματευτής. Λέμε: “έχι πράμα…”.
   Η παρατήρηση ότι παράγωγα του πράττω και του πιπράσκω φωνητικά μοιάζουν και στη μετακλασσική εποχή συμπίπτουν είναι πολύτιμη και σωστή. Έγραψα και για το θέμα αυτό στη διατριβή μου (σε γερμαν. γλώσσα) για την ιστορία του ελλ. λεξιλογίου που διατίθεται στην πανεπιστ. βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας (βλ. παρακάτω). ¨οντως υπάρχουν νεοελλ. ιδιωματικές λέξεις που επιβεβαιώνουν την εξέλιξη αυτή.
   Στην περίπτωση του πράμα η δυσκολία βρίσκεται στο ότι αρχ. πράμα εμπόρευμα δεν μαρτυρείται, και θα ήταν μεγάλη έκπληξη εάν μια λέξη τόσο καθημερινή είχε επιβιώσει επί χιλιάδες χρόνια χωρίς να εμφανιστεί στη γραπτή παράδοση.
  Κατ' εμέ το πράμα, αλλά και το πραμάτεια και το πραματευτής στη μετακλασσική προφορά απλώς έχασαν το γ προ του μ όπως εξάλλου το τάμα ταμένος δίπλα στο ταγμένος. ΄Ετσι και σε παπύρους το πεπραμένος απαντά αντί για το πεπραγμένος, εισπραθέν αντί εισπραχθέν. Το θέμα του ενεστ. πράττ- συνέπεσε με το ρηματικό πρατ-ός, και το πρακτικός στα ιταλικά έγινε pratico και παλιννόστησε στην ελληνική.
   ¨Ενας βυζαντινολόγος βρήκε σε μεσαι. κέιμενο, λέει, άπρατος αντί άπρακτος.
   Για αυτό η ΚΝΕ έχασε και τα δύο ρήματα από το δημοτικό καθημερινό λεξιλόγιο (φοβούνταν το μπέρδεμα, αλλά υπόλοιπα και των δύο λεκτικών οικογενειών επιζούν, το πράζω αλλά μάλλον με τη σημασία 'συναναστρέφομαι, αποχτώ πείρα, διάγω, τα περνώ', όχι τόσο 'κάνω, δρω', Διατηρούνται στη δημοτική τα άπραγος, πολύπραγος. Ήδη το αρχ. πράξις 'εμπορική συναλλαγή' κόντευε το πράσις 'πώλησις', αρχ. πράκτης σήμαινε 'έμπορος'.
  ΄Οχι μόνο η φωνήτική αλλά και οι σημασίες δείχνουν προσέγγιση σε τόπους με εμπόριο μια από τις συχνότερες μορφές κοινωνικής συναναστροφής και επαφής ήταν και είναι η προσφορά-διαπραγμάτευση της τιμής- και τελικά η "πράξις της πράσεως" πούλημα για τον έμπορο και αγορά για τον πελάτη. στην πράξη αυτή ο έμπορος εισπράττει λεφτά, πβ. Φιλήνδα, Γλωσσογνωσία ΙΙΙ,
σ. 169. Καρπ. ιδίωμα πράχτρα 'εμπορευομένη γυνή' (= πράτρια), αντίστροφα το κράχτης εκεί απαντάει και ως κράτης. Κύπρος πράσσω 'εμπορεύομαι'.


πρησκάρια. Είναι η παιδική αρρώστια μαγουλάδες. Παλιά την αντιμετώπιζαν με το κατράμι. Άλειφαν τα πρόσωπά μας οι μάνες και μας τύλιγαν με πανί, ώσπου να μας “περάσει”. Ποιος δε θυμάται εκείνη την απαίσια οσμή που έβγαινε απ’ το κατράμι!

προυτσιαλώ. Σημαίνει ό,τι και το μουρκαλώ. Η διαφορά βρίσκεται μονάχα στην προέλευση των λέξεων. Το προυτσιαλώ, όπως και τα ουσιαστικά προυτσιάλι και καπρουτσέλι, έχει τη γλωσσική του βάση στο λατινικό caper = ο τράγος! Γι’ αυτό ακριβώς το ρήμα αναφέρεται πιο πολύ στα αιγοειδή! Το caper μην το συγχέουμε με το ελληνικό κάπρος που σημαίνει το αρσενικό γουρούνι, αν και προέρχονται από την ίδια ετυμολογική ρίζα. “Προυτσιαλίσκαν τα γίδια…” ακούγαμε μικροί. Οπότε το προυτσιάλι και το καπρουτσέλι είναι ο τράγος, ο επιβήτορας, το αρσενικό.

ραγουβύζι (ρογοβύζι). Το λεγόμενο “μπιμπερό”, για την παροχή του γάλατος στα μωρά. Σύνθετη απ’ το ρόγα και βυζί. Αλλά και το Γαλλικοφανές “μπιμπερό”, πάλι στην αρχαία Ελληνική βρίσκει τη βάση του. Η ρίζα του είναι το ρήμα πίω = πίνω.
Ρημουσέλι, ρημοσέλι: Αλλού ρημάδι ή ρεμάλι. Αλλού ρημάδι ή ρεμάλι. Βγαίνει απ’ το επίθετο έρημος και χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που ζει μόνος, χωρίς συντρόφους, χωρίς επικοινωνία, τον άνθρωπο που για τη συμπεριφορά του τον αποφεύγουν οι πάντες. Θα μπορούσε να σημαίνει αλήτης, ακοινώνητος, ανάξιος λόγου.
πυρουστιά (πυροστιά). Πυρός εστία. Είναι το τριγωνικό σιδερένιο αντικείμενο πάνω στο οποίο στήριζαν παλιά το μαγειρικό σκεύος.



σαλαγώ. Από το σάλαγος = η βοή, η κραυγή του βοσκού, που κατευθύνει τα ζώα. Σαλαγώ = φωνάζοντας οδηγώ το κοπάδι σε συγκεκριμένη κατεύθυνση.

σαλαμπριά. Ονομάζουμε την τοποθεσία στην οποία χύθηκε άφθονο νερό και δε μπορούμε να το διώξουμε. Είναι λέξη καταδική μας, δεδομένου ότι η άλλη ονομασία του Πηνειού ποταμού είναι Σαλαμπριάς!

σαλβάρα, σαλβάρι. Ήταν η αντρική βράκα, μαύρου χρώματος από χοντρό ύφασμα, που παλιά φορούσαν οι γέροι για παντελόνι. Η συνήθεια είναι νησιώτικη, όπως και ένα άλλο παρεμφερές ένδυμα, η βράκα. Αρκετοί θέλουν η λέξη αυτή να είναι ξενική. Νομίζω όμως ότι και οι ξένοι τη δανείστηκαν από το βυζαντινό σακβαρίς (γεν. σακβαρίος), που έχει τη ρίζα της στο αρχαίο σάκος.

σαμάρι (σάγμα). Από το σαγμάριον στη βυζαντινή διάλεκτο έγινε σαμάρι. Βγήκε απ’ την αρχαία λέξη η σαγή = το περικάλυμμα, και η σαγή απ’ το ρήμα σάττω = καλύπτω.

σάματι. Σημαίνει ίσως. Έγινε πια μόριο από τις λέξεις σαν να τι.


σανατόριου (σανατόριο). Πρόκειται για το γνωστό νοσοκομείο για νοσήματα του θώρακα. Επίσης λατινικής προέλευσης απ’ το ρήμα sano = θεραπεύω.

σαπράκουμα (σαπράκωμα). Άλλη μια ελεεινή βρισιά, που βγαίνει μ’ αρκετή κακεντρέχεια. Λέμε έτσι τον άνθρωπο που σαπίζει πάνω στο στρώμα και είναι καταδικασμένος να φύγει απ’ τη ζωή! Πιστεύω πως τα έλεγαν χωρίς να γνωρίζουν τις έννοιες των λέξεων. Παράγεται απ’ το επίθετο της αρχαίας σαπρός = ο σάπιος.
σαρίγκαλους, σαριγκάλι (σαλίγκαρος). Είναι το γνωστό μαλάκιο ξηράς, το οποίο εκκρίνει σάλιο, απ’ όπου και η ονομασία.

σαΐτα. Από το λατινικό sagitta = βέλος. Υπάρχει και ονομασία φιδιού. Προφανώς λόγω της εκπληκτικής του ταχύτητας. Το χρησιμοποιούμε και μεταφορικά, για να δηλώσουμε την ταχύτατη κίνηση.

σιαπέρα, σιαπέρας. Το επίρρημα προέρχεται απ’ το ίσα πέρα και το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε ν’ αναφερθούμε σε μακρινές αποστάσεις. Επίσης το φωνάζουμε οργισμένοι, προκειμένου να διώξουμε κάποιον από δίπλα μας (άει σιαπέρα!). Το σιαπέρας το λέμε όταν αναφερόμαστε σε άνθρωπο αφηρημένο, σε άνθρωπο που βρίσκεται αλλού και συχνά για έμφαση το προσδιορίζουμε και με το μόριο ντιπ = εντελώς. Άρα: ντιπ σιαπέρας = ο εντελώς έξω από τόπο και χρόνο, ο πέρα βρέχει, αυτός που βρίσκεται στον κόσμο του, ο τελείως αφηρημένος.

σιαστίμι. Αποκαλούμε υποτιμητικά και υβριστικά τον άνθρωπο που δείχνει σαν σαστισμένος, αυτόν που μόνιμα φαίνεται να τα έχει χαμένα. Το απευθύνουμε κυρίως σε γυναίκες.


σιμτάρι (σιμητάρι). Από το βυζαντινό σιμιτάριον (και πάλι το –άρι). Λεπτό μακρύ ξύλινο κοντάρι με το οποίο γύριζαν μέσα στο φούρνο τα σιμίτια. Γενικά το κάθε τέτοιο ξύλο, ακόμα και το ακατέργαστο, που το χρησιμοποιούσαν παλιότερα και για να … δέρνουν. Άκουγες: “έτσι κι αρπάξου το σιμτάρι…” ή ακόμα: “σιμάτρι σι χριάζιτι…”. Λέμε και σιμταράς! Χαρακτηρίζουμε έτσι τον άγαρμπο και άχαρο άντρα!


σιουλουκφίζου. Σημαίνει κάνω πονηρά τον κουφό και αφουγκράζομαι (= στήνω αυτί κι ακούει με πολύ προσοχή). Παράγεται απ’ το σιούλος + το ρήμα κωφεύω. Σιούλος είναι κουτοπόνηρος.

σιρβάντα (σερβάντα). Παλιακό έπιπλο του σαλονιού μέσα στο οποίο φυλάσσονταν γυάλινα ή εύθραυστα σκεύη. Η λέξη είναι λατινικής προέλευσης από το ρήμα Servo = διατηρώ κονσέρβα.

σκανιάζου (-ω). Το ρήμα παράγεται απ’ τη μεταφορική σημασία του σκάω – σκάζω = στεναχωριέμαι αφόρητα, πάω να σκάσω, να τα τινάξω… Το σκανιάζω το χρησιμοποιούμε με διπλή διάθεση:

α. Την ενεργητική: Συντάσσεται με αντικείμενο σε αιτιατική πτώση, οπότε σημαίνει κάνω κάποιον να ζηλέψει, να σκάσει απ’ το κακό του. Απ’ αυτή του τη σημασία προέρχεται και το ουσιαστικό σκανιάρς (σκανιάρης) = ο άνθρωπος που σκανιάζει τους άλλους, που τους κάνει να σκάσουν απ’ τη ζήλεια τους!
β. Την παθητική: Συνοδεύεται από οποιοδήποτε προσδιορισμό της αιτίας, οπότε σημαίνει σκάω ο ίδιος απ’ τη ζήλεια μου. Λέμε: “μην κάμς έτσι∙ σε γλέπι η Γιώρς κι σκανιάζι…”.




σκαφίδι. Ήταν η ξύλινη σκάφη μέσα στην οποία οι γυναίκες ζύμωναν το ψωμί. Η αντίστοιχη σκάφη μέσα στην οποία έπλεναν τα ρούχα λεγόταν κουπάνα. “Δο μ’ ν’ κουπάνα να σι τα πλύνου”, άκουγες! Η αρχαία λέξη είναι σκάφος, σκαφίδιον, σκαφίδι, σκάφη.

σκλίδα, σκλίδι. Το λέμε επιρρηματικά στις περιπτώσεις όπου βρεχόμαστε υπερβολικά. Όταν δηλαδή θέλουμε να πούμε ότι μουσκέψαμε ως το σκελετό, ως τη σκελετίδα à σκλίδα.


σκλίδι (σκελίδι). Σημαίνει μέρος απ’ το κεφάλι του σκόρδου ή του καρπού των εσπεριδοειδών. Λέξη αρχαία. Η σκελίς, της σκελίδος.


Στιά (τα): Έτσι ονόμαζαν τα βαρειά μάλλινα σκεπάσματα. Είναι απλά συγκεκομμένος τύπος της λέξης τα σκουτιά (σκτιά, στιά).

σνί (σινί). Είναι το μεγάλο ταψί. Εμείς το πήραμε απ’ το λατινικό sinum = το μεγάλο αγγείο, ενώ οι λατίνοι το δανείστηκαν απ’ την ομηρική λέξη δίνος = το αλώνι, ο στρόβιλος, το ρηχό και μεγάλο αγγείο. Απ’ την ίδια ρίζα παράγεται και η δίνη.


συβάζου (-ω). Ρήμα που είναι αποκλειστικά δικό μας. Είναι κανονικά το συμβιώνω, είτε με ενεργητική είτε με παθητική σημασία. Δηλαδή παντρεύω κάποιον ή παντρεύομαι ο ίδιος. Άκουγες συχνά να λένε: “Του σύβασι του κουρίτσι η Γιάντς!” = πάντρεψε ο Γιάννης την κόρη του. Ή ακόμα: “η Γιάντς σύβασι” = ο Γιάννης παντρεύτηκε. Η λέξη όμως συμβία (= η σύζυγος) είναι συνηθισμένη. Εμείς λέμε: Η συβαστκιά μ’, η συβαστκός μ’.

σφούρλα. Είναι παραφθορά του σβούρα. Πρόκειται για ένα παλιό παιδικό μας παιγνίδι, καθώς δέναμε τη σβούρα σε σπάγγο και την αμολούσαμε στο έδαφος, οπότε γύριζε με την κεντρομόλο δύναμη. Σφούρλα ακόμα λέμε τη στροφή γύρω απ’ τον εαυτό μας, κυρίως στο χορό, το μικρό χωράφι, την κυκλική κίνηση. Ενώ σβούρα λέμε τον άνθρωπο που δεν έχει ποτέ σταθερό σημείο στη ζωή του, δεν έχει ποτέ σταθερή άποψη και γυρίζει απ’ το ένα στο άλλο.
Ταπιτηώρη: Τα επί τη ώρη. Σ’ άλλες περιοχές ακούγεται ταπιτώρα. Αποτελεί βραχυλογία της αρχαίας Ιωνικής φράσης “τα γενόμενα επί τη ώρη” = αυτά που έγιναν ήδη στην ώρα τους, αυτά που έχουν ήδη συμβεί. Με την έννοια αυτή η λέξη πήρε επιρρηματική σημασία – προηγουμένως. Η ώρα. Ιωνικά η ώρη, της ώρης, τη ώρη …

ταχιά. Χρονικό επίρρημα = αύριο. Η ρίζα ανάγεται στο επίθετο ταχύς.

Τζόγκαρους (τζόγαρος). Είναι ο κακοφκιαγμένος άνθρωπος, αυτός που και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι απεχθή και ο χαρακτήρας του κακότροπος. Ετυμολογικά δένει με τη τζό(ï)α. Η σημασία του επιτείνεται με τη μεγεθυντική κατάληξη –άρος!

Τζό(ι)α, τζόϊς στον πληθυντικό. Αλλού Τζόγια, αλλού Τζόδια, αλλού ζόδια! Όπως και ν’ ακούγεται πάντως, το σημαινόμενο είναι το ίδιο. Πρόκειται για κάποια τέρατα της φαντασίας, γυναικείες μορφές με απροσδιόριστα χαρακτηριστικά και λευά απροσδιόριστα “φορέματα”, μάλλον σαν τις άσπρες ολόσωμες πουκαμίσες που φόραγαν κάποτε οι γριές (Να δημιουργήθηκαν άραγε από τέτοια οπτική παράσταση; Πιθανό κι αυτό!). Παλιά “παρουσιάζονταν” απ’ τον Νοέμβρη, που έπεφταν τα κρύα κι εξαφανίζονταν με την άνοιξη! Στη θερινή περίοδο δεν παραέκαμναν επισκέψεις! Είναι άλλη μια απ’ τις τόσες πολλές και χαριτωμένες δεισιδαιμονίες του λαού μας, ο οποίος από φόβο και άγνοια έπλασε με τη φαντασία του σημεία και τέρατα, που έρχονται απ’ τον κόσμο του υπερφυσικού. Οι παλιοί λένε πως τις έβλεπαν και σιάζονταν! Αρκετοί μάλιστα το ορκίζονται. Δεν το αποκλείω! Ας λάβουμε όμως υπόψη δύο απλά πράγματα. Ορισμένοι που ήθελαν να προκαλέσουν το φόβο, κατέφευγαν σε κάθε είδους τέχνασμα και μεταμφίεση για λόγους προφανώς ιδιοτελείς! Αυτό είναι το ένα. Το άλλο τώρα. Πολλοί, υποβεβλημένοι από διηγήσεις και φοβισμένοι απ’ την άγνοια του μεταφυσικού λίγο ήθελαν να τις δουν! Έφτανε μια μικρή παραίσθηση ή μια ελάχιστη αυθυποβολή! Άλλωστε από καταβολής κόσμου η διάθεση επικοινωνίας με υπερκόσμια όντα έχει βαθειές ρίζες μέσα στο ανθρώπινο επιθυμητό. Οπότε ας μη μας εκπλήσσουν ούτε τα τέρατα της Οδύσσειας, ούτε οι Λάμιες, οι Νεράιδες, οι Καλικάντζαροι, οι Τζόες! Κι ας μην απορούμε που κάποιες γριές μίλησαν με τον Άγιο Ονούφριο ή έδωσαν νερό στην Αγία Αθανασία ή ήρθε η ίδια η Παναγία και τους έδωσε οδηγίες! Το ανθρώπινο επιθυμητό δεν ελέγχεται ούτε γνωρίζει φραγμούς και όρια.

  Σε κάποιες περιοχές από διάθεση εξευμενισμού αυτών των τεράτων χρησιμοποιούν τη φράση “Τζόγια μου” = χρυσή μου! Σε μας οι τζόες ήταν το μέσο εκφοβισμού των μικρών παιδιών, όπως ο μούτος, η λάμια, ο Αλβανός σήμερα! “Μουρέ να βγουν οι τζόις να σι αρπάξν…”, έλεγαν ορισμένες οι γιαγιές μας…
  Ετυμολογκά η λέξη έχει τη ρίζα της στο θέμα του ρήματος ζω. Ζωή, ζώον, ζώδιον. Απ’ το τελευταίο βγαίνει το ζόδι, ζούδι = το μικρό ζώο, το ζωύφιο, το σκιάχτρο, το φάντασμα! Κι οι τζόες ήταν φαντάσματα…


τζουγκράνα. Και το ρήμα τζουγκρανίζω. Παράγεται απ’ το ρήμα τσαγκρουνίζω = γρατσουνίζω (εμείς το κάναμε γρατζουνώ ή γραπατσώνω).


τζουτζούναρους (ζουζούναρος). Μεγεθυντική σημασία της λέξης ζουζούνι. Ηχοποιημένη απ’ το ζουζούνισμα των εντόμων. Σε μας το ρήμα ζουζουνίζω ακούγεται τζουτζουνίζου. “Τζουτζουνίζι η μύγα…”, φώναζαν οι γιαγιές. Ο τζουτζούναρους χρησιμοποιείται μεταφορικά και για άντρες ισχνούς, κοντούς, μπασμένους και αγροίκους. Το έντομο το ξέρουμε όλοι. “Μην πέστι μαναχά στα κιράσια! Καήκαμι!...”.



τηγανόκλουρα. Ζυμωμένο αλεύρι που το έψηναν στο τηγάνι! Κι αν το πασπάλιζαν και με ζάχαρη, το έλεγαν λαλαγκίτα! Ξεγελούσαμε και μ’ αυτά την πείνα μας, τότε που η αμερικάνικη βοήθεια με το διαβόητο σχέδιο Μάρσαλ ανέλαβε να σώσει την Ελλάς!

τιζιάκι. Ευφωνική χρήση της ξενόφερτης λέξης τζάκι. Με τη διαφορά ότι το “τιζιάκι” ήταν ένας πρόχειρος χώρος, όπου άναβαν φωτιά, στα χωράφια ή στις αυλές ή στους μπαξέδες, και την περιόριζαν ανάμεσα σε δύο μικρά αυτοσχέδια ντουβάρια από πέτρες, όπου πάνω σ’ αυτές στήριζαν το καζάνι ή όποιο μαγειρικό σκεύος.


τσικούρι (τσεκούρι). Ο πέλεκυς. Η λέξη τσεκούρι είναι κατακάθαρα Λατινική securis.

Τσιαγγαρσούλι. Κανονικά τσαγγαροσούβλι. Πρόκειται για το σουβλί (σε μας σουγλί) του τσαγγάρη.

τσουτσουρώνου (-ω). Χρησιμοποιούμε το ρήμα όταν κρυώνουμε υπερβολικά ή συγκινούμαστε πολύ ή φοβόμαστε για κάτι που χτυπάει τις αισθήσεις μας. “Τσουτσούρουσι η πέτσα μ’”. Δηλαδή “μ’ έπιασε σύγκρυο, συγκινήθηκαν, φοβήθηκα…”. Είναι κάτι ανάλογο με τη φράση “μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο”.



τσιάϊρι (τσαΐρι). Ξενική λέξη, πιθανόν τούρκικη, που σημαίνει λιβάδι. Την πιθανότητα να είναι τούρκικη την ενισχύει η σύνθετη “Καρατσιαΐρι”, που σημαίνει λιβάδι που ξεράθηκε, τόπος γυμνός, άγονος. (το καρα- ως πρώτο συνθετικό λέξεων είναι τούρκικο και σημαίνει μαύρος! Π.χ. Καραγκιόζης = μαυρομάτης!).

τσιαρίζου (τσιρίζω). Βγάζω στριγκλιά. Η λέξη είναι ηχοποιημένη απ’ τον ψιλό τόνο της φωνής. Τσίριγμα, τσιρίδας. Τσιάρξι = τσίριξε. Το λέμε για κείνον που έκλαψε γοερά απ’ τον πόνο.

Τσίλας. Μάγκικη προφορά του τελευταίος στη σειρά.

υβρίδιου (υβρίδιο). Πρόκειται για το γόνο μικτής καταγωγής (Στη Γλωσσολογία υβριδικές θεωρούνται οι λέξεις με νόθα σύνθεση, π.χ. Κοινωνιολογία κ.α.). Κυριολεχτείται συνήθως στα φυτά και ειδικότερα στα ποώδη. Προέρχεται απ’ το Λατινικό ουσιαστικό Hybrida ή Hibrida = ο άνθρωπος του οποίου οι γονείς δεν ανήκουν στο ίδιο έθνος! Η πιθανή του ρίζα βρίσκεται στην αρχαιοελληνική λέξη ύβρις = άσκηση βίας πάνω στο φυσικό νόμο ή στη φυσική πορεία των πραγμάτων. Από κει και οι λέξεις: υβριδικός, υβριδισμός.


φαμπλιά (φαμελιά). Είναι γνώρισμα της Νεοελληνικής, όταν υπάρχει φωνήεντο ανάμεσα στο ένρινο “μ” και τα υγρά “λ, ρ”, να αποβάλλεται οπότε και αναπτύσσεται μεταξύ “μ” και “λ” ή “ρ” το ευφωνικό “μπ”, π.χ. μέση – μερία à μεσημβρία, μουλάρι à μπλάρι, φαμελιά à φαμπλιά. Η λέξη είναι Λατινική, familia, και σημαίνει η οικογένεια “Φαμπλίτς άνθρουπος” λέμε. Από κει και η λέξη φαμέγιος = ο υποταχτικός του Τσιφλικά.


φασκιά, φασκιώνου, φάσκιουμα (φασκιώνω, φάσκιωμα). Παλιότερα τύλιγαν ολόσωμα τα νεογέννητα μ’ ένα ειδικό ύφασμα και βεβαίως το έδεναν, προκειμένου το εύπλαστο σώμα του μωρού να “δέσει” σε κανονικές αναλογίες. Η λέξη είναι λατινικής προέλευσης από το fascis = δέσμη ξύλων ή ράβδων, δεμάτι. Από κει και ο φασισμός.

φκιασιά. Λέξη φοβερά πετυχημένη. Δηλώνει το φυσικό του κάθε ανθρώπου μέσα στο οποίο (φυσικό) συμπεριλαμβάνεται η ανατροφή, η αγωγή, η νοοτροπία, ο χαρακτήρας του! “Μην ψάχτς να βρεις! Είναι η φκιασιά τ’ …”, έλεγε συχνά πυκνά ο αείμνηστος δάσκαλος και φίλος μου Βασίλης Κορδίλας

φλάδα. Η φυλλάδα. Πανελλήνια νοείται το βιβλίο κακής ποιότητας, η εφημερίδα, κάθε έντυπο φτηνής αξίας. Σε μας παλιά είχε την έννοια του βιβλίου και ειδικά του σχολικού. “Δεν ανοίγι ντιπ φλάδα η δκός μ’”, έλεγαν οι μανάδες για τα μη μελετηρά παιδιά τους… Ή “δε σκώνι κιφάλι απ’ τ’ φλάδα”, για τους μελετηρούς.



χαλεύου (χαλεύω). Ένα ρήμα, που αμφιβάλλω πολύ αν ακούγεται σ’ άλλο γεωγραφικό διαμέρισα εκτός απ’ την επαρχία Αγιάς! Δεν έχει καμιά σχέση με το χαλές = ο απόπατος, το αποχωρητήριο. Βγαίνει απ’ το αρχαιοελληνικό ρήμα αλιεύω (αλιεύς = ο ψαράς), το οποίο στη μεταφορική σημασία του σημαίνει ψάχνω, ζητώ, εκτός απ’ την κυριολεκτική του, που σημαίνει ψαρεύω. Κανονικά θα έπρεπε να είναι αλεύω, αλλά για ευφωνία έγινε χαλεύου! “Τι χαλεύς αυτού παράχουμα;”, φώναζαν οι γριές, όταν μας τσάκωναν στα πράσσα ν’ ανοίγουμε τη φτήνα με το γλυκό ή να κλέβουμε σύκα απ’ την κάσα!

χαϊβάνι. Τούρκικης προέλευσης. Σημαίνει το άκακο ζώο. Μεταφορικά παίρνει και τη σημασία του αχμάκης.

χασκαρίκα (κασκαρίκα). Σημαίνει κανονικά ο τρόπος με τον οποίο επιδιώκει κανείς να γελοιοποιήσει κάποιον για αστεϊσμό! Σιγά σιγά πήρε τη σημασία του αποτελέσματος αυτής της ενέργειας, οπότε σημαίνει γελιοποίηση, πάθημα, χουνέρι με το οποίο γελούν οι άλλοι. Δηλώνει δηλαδή ό,τι και η λέξη καζούρα (σε μας γκαζούρα). Απ’ το “κασκαρίκα” βγαίνει και το ρήμα κασκαντίζου (-ω) = περιπαίζω, περιγελώ κάποιον, τον κάνω να σκάσει απ’ το κακό του, να τον “ρίξω” ψυχολογικά. Η βάση όλων αυτών των λέξεων βρίσκεται στο λατινικό ουσιαστικό casus = η πτώση! (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Πάλι θα το πω. Νομίζω πως μόνο η επαρχία μας έχει το προνόμιο να δημιουργεί και να προφέρει τέτοιες λέξεις! Ας μη θεωρηθώ τοπικιστής, αλλά, όπως και να το κάνουμε, το προνόμιο υπάρχει… “Τέτοια χασκαρίκα απ’ έπαθι…”.

χλιάρι, χλιάρας. Από το βυζαντινό κοχλιάριον, κοχλιάρι, χλιάρι (αρχική λέξη ο κοχλίας). Χλιάρι = το κουτάλι. Χλιάρας = ο βλάκας, ο χαζός, ο απροσάρμοστος. Χαρακτηριστική η προσφώνηση: “Α, ρα χλιάρα…”.

χουϊάζω = χοάζω. Η ρίζα του βρίσκεται στο ήχος. Κανονικά έπρεπε να είναι ηχοάζω = βγάζω ήχο. Σήμερα το χρησιμοποιούμε για τους ανθρώπους με την έννοια του μαλώνω κάποιον έντονα, τον ψέγω, τον κατακρίνω, ενώ για τα ζώα με την έννοια του φωνάζω να τρέξει σε ορισμένη κατεύθυνση. Λέμε ακόμα χουϊαχτό. Δε σχετίζεται και με τη τούρκικη λκέξη χούι = η κακιά συνήθεια, η έξη.






φουκαλώ, φουκάλι, φουκαλίδι. Όλα ξεκινούν απ’ τη λέξη φρόκαλο = το θραύσμα, το σκουπίδι. Η λέξη πέρασε στη βυζαντινή γλώσσα από το λατινικό ρήμα frango= θραύω, σπάζω, συντρίβω, το οποίο βγαίνει απ’ την ηχοποίηση των συμφώνων “fr”, όπως το ελληνικό θραύω απ’ την ηχοποίηση των συμφώνων “θρ”. Κατ’ επέκταση: Φροκαλίδιον, φροκαλίδι = το σκουπίδι, αυτό που σαρώνει η σκούπα. Το φροκαλίδι έγινε φουκαλίδι, το ρήμα στη συνέχεια έγινε φουκαλίζω ή φουκαλώ και το όργανο που φουκαλάει (φροκαλίζει) λέγεται φουκάλι. Η λέξη φουκαλίδι χρησιμοποιούνταν παλιότερα και ως “φιλοφρόνηση” που ξεστόμιζαν οι γριές πάνω στα νεύρα τους για όποιον τις ενοχλούσε ή για τον εγγονό που αταχτούσε. Ποιος δεν έγινε αποδέκτης των οργισμένων κλητικών: τέρας, κόπριου, φουκαλίδι…


φουρτουρώ: Ηχοποιημένη λέξη απ’ το θόρυβο των φτερών κατά το πέταγμα των πτηνών. Μεταφορικά σημαίνει τρέχω γρήγορα, έρχομαι ή πάω στο φτερό (= αμέσως). Ακόμα το λέμε όταν βλέπουμε τα νεογνά της φωλιάς ν’ αποχτούν φτερούγες και να ξεκινούν το πέταγμά τους! Πόσες φορές δεν απογοητευτήκαμε, πιτσιρικάδες ακόμα, όταν πηγαίναμε να πάρουμε τα νεογνά απ’ τις φωλιές και τις βλέπαμε άδειες γιατί “η μάνα τα φουρτούρσι…”.