Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

ΑΠΟ ΤΟ ΠΗΛΙΟ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΒΕΛΙΚΑΣ- ΧΑΡΑΤΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Η ΣΦΙΝΙΟΣ

ΧΑΡΑΤΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ή Σφίνιος  17- 6-1995 

  ΧΑΡΑΤΣΗΣ:  Γεννήθηκα 9-5-1920. Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1870 και πέθανε το 1957.. Τον παππού μου τον έλεγαν Δημήτρη και την γιαγιά μου  Αικατερίνη. Η γιαγιά μου λεγόταν Αναστασίου και καταγόταν από τη Μούρεσι του Βόλου κοντά στην Τσαγκαράδα.
   Λόγω δυστυχίας και ανεργίας, λόγω κατοχής Τούρκων έτρεχαν δεξιά και αριστερά. Ο παππούς μου κάτεχε υφαντής και είπε να πάει προς τα εκεί, στην περιοχή του Πηλίου για ανεύρεση εργασίας και εκεί βρήκε εργασία. Ήταν ηλικιωμένος και  θεώρησε καλό να παντρευτεί και να πάρει γυναίκα από εκεί από τη Μούρεσι. Εκεί είχε δουλειές, στις πόλεις που ήταν Τουρκοκρατούμενες έφευγε ο κόσμος και πήγαινε στα χωριά. Εδώ, στο Παλιούρι είχε ένα κτήμα 10 στρέμματα,  και εφ’ όσον ήταν το μερίδιο χρεωμένο στους Καντλαραίους, που αυτοί ήταν τότε εδώ στο χωριό οι πρώτοι, που είχαν το λύσε και δέσε με τους Τούρκους. Αφού αρρώστησε τότε ο Κανδυλάρης και φοβούνταν να μην πεθάνει και δεν ήθελε να  πάρει το κτήμα διότι ήταν οικογενειάρχης ο παππούς μου, ειδοποίησε τον παππού μου στη Μούρεσι να έρθει για να πάρει το κτήμα.Τότε ήταν υποθήκη το κτήμα και έβαλε μια ημερομηνία να ξεχρεωθεί σε διαφορετική περίπτωση σ’ έκανε έκπτωτο. Και αφού έμαθε ο παππούς μου αυτή την είδηση πήγε στον άγιο Απόστολο (εκκλησία), προσευχήθηκε και είπε:  «Αν αυτό είναι σωστό να κολλήσει το τάλαντο στην εικόνα» και κόλλησε με μεγάλη δύναμη,  στην εκκλησία στις Μούρες. Τότε πίστεψε και πήρε την οικογένειά του και ήρθε εδώ στο χωριό.  Τότε το Θεολόγο (μοναστήρι ) τον είχε η Μαντάμο,  η Γαλλίδα. Τον είχε νοικιασμένο και όλο το χωριό διατηρούνταν εκεί, εύρισκαν εργασία. Ήρθε και ο παππούς μου και την παρακάλεσε να τον δώσει εργασία. Τον έδωσε το Κάστρο.  Το Κάστρο αυτό από κάτω ως την Κορυφή ήταν αγριλίκι (είχε άγριες ελιές)   και ανέλαβε ο παππούς μου να το κάνει αμπόλια.  Απ’ τον παππού μου ξημέρωσαν (από άγρια έγιναν ήμερα) αυτά. Ήταν και αμπέλια, είχε και αυτά και τα έσκαβαν τα παιδιά, ο πατέρας μου, οι θείες μου. Ήταν και ένας παραγιός που είχε να λάβει πολλοί μισθοί και δεν είχε κανέναν και σύχναζε και αυτός στην καλύβα του παππού μου. Ήταν καλής ψυχής και αφού έμαθε το χρεωμένο κτήμα που είχε ο παππούς μου, ευσπλαχνίστηκε ο άνθρωπος και είπε: «Εγώ έχω πολλοί μισθοί να παίρνω,  μου χρωστά η Μαντάμο και πρέπει να παίρνω περισσότερο απ’ ότι αξίζει το κτήμα». Η Μαντάμο του έλεγε: «Τι τα θες εσύ τα χρήματα, αφού μόνος σου είσαι, άσε να δώσω κανέναν άλλο» και στα κρατούσε. Αφού έκαμε κουβέντα στη Μαντάμο ο ίδιος μαζί με τον παππού μου, η Μαντάμο είπε: «Αν είναι για τέτοια δουλειά αμέσως να δώσω τα λεφτά στον υπάλληλο μου για να τα δώσετε μαζί  στον Κανδυλάρη για να λήξη η υποθήκη». Αυτός ο Κανδυλάρης ήταν ο παππούς του Τσίγκου (Ιωάννη Κανδυλάρη)  και του αδερφού του Στέφανου και ο πατέρας τους λεγόταν Γκουντής (Κώστας) (Ν.Τ. ο παππούς λεγόταν Αναγνώστης). Έγινε η ανταλλαγή και πήρε το χαρτί η Μαντάμο και το έσκισε και έμεινε ο παππούς μου εδώ και μετά το 1912-1920 έκανε την επέκταση στο Παλιούρι και έφτιαξε εξήντα στρέμματα με το τσαπί, αμπόλιαζε και καθάριζε. Και για να γλιτώνουν οι ελιές, τα αμπόλια, τους ελαιώνες τους έφτιαχνε αμπέλια όπως είχε το σύστημα εκεί στο μοναστήρι. Εκείνα τα χρόνια ήταν πλήθος κτηνοτροφία. Αν δεν το ’βαζε αμπέλια, τα δέντρα θα τα έτρωγαν τα γελάδια και τα γίδια. Τότε υπήρχε  αγροφυλακή  και ο αγροφύλακας πήγαινε σ’ ένα ψηλό σημείο στην Τσιούμα (περιοχή της Βελίκας) και με μια πιστολιά όλη η κτηνοτροφία κατέβαινε κάτω στην Βελίκα. Αν το μάζευες το καλαμπόκι, καλά, διαφορετικά δεν αποζημιώνονταν. Άνοιγε το λιβάδι το μήνα Νοέμβρη. Μέχρι τέλους Οκτωβρίου έπρεπε να μαζευτούν όλα τα καλαμπόκια. Ο κάμπος κάτω δεν είχε  ούτε μία αμπολιασμένη ελιά. Ο δικός μου ο παππούς έφερε το αμπόλι εδώ πέρα. Αμολούσαν τα σφαχτά από τον Γκούτζιμπο και αν έτρωγαν το καλαμπόκι δεν είχες το δικαίωμα να κάνεις μήνυση, αυτό γινόταν επί τουρκοκρατίας.
     Έδωσαν τον παππού μου το Κάστρο και το Παλιάμπελο και ξεχρεώθηκε. Άρχισε τη ζωή. Απ’ τη γυναίκα του πήρε κάποια περιουσία στη Μούρεσι και το ’δωκε στη θιχατέρα του την Μαριώ, που παντρεύτηκε στη Μούρεσι. Τότε κατά συνήθεια οι Βολιώτες μεταναστεύανε στην Αίγυπτο και ο άντρας της θειας μου Μαρίας ταξίδεψε για την Αίγυπτο, ήταν όμως και νταής και ίσως να τον χτύπησαν και να τον πέταξαν στη θάλασσα, δεν ξαναεφάνη πληροφορία γι’ αυτόν, τον έλεγαν Σταμάτη. Αυτός ήταν του παππού μου ο γαμπρός στην κόρη του και αυτή η θεια μου πέρασε τη ζωή σαν ζωντοχήρα χωρίς πληροφορία αν ζούσε ο άντρας της. Έζησε στη Μούρεσι μέχρι πριν το 1940. Επειδή πήρε απόφαση να έχει στήριγμα ζωής μέχρι τα γεράματα πήρε κάποιο παιδί που το έλεγαν Καναβά, τρία εξάμηνα το φάσκιωσε. Αυτός μόλις ενηλικιώθηκε πήρε την ίδια πορεία προς την Αίγυπτο. Στην Αίγυπτο έμαθε τρεις γλώσσες, δούλευε σε καταστήματα, προόδευε καλά, πολύ καλά αλλά δεν ξαναγύρισε στην θεια μου Μαρία και την είπε: «ότι θες κάνετα, εγώ έπιασα εδώ δουλειά». Αναγκάστηκε να πάρει δεύτερο ψυχοπαίδι, έναν που λεγόταν Βασταρδής στο επίθετο. Αυτός στην αρχή ήταν καλός, ώσπου να του δώσει τα πωλητήρια συμβόλαια, μετά την εξαπάτησε και πούλησε το κτήμα.  Έμεινε η θεια μου η Μαρία ένας έρημος άνθρωπος και αναγκάστηκε να γράψει στον πατέρα μου και στον άλλο αδερφό της ένα γράμμα να την πάρουν εδώ για τελευταία προστασία. Αυτό το γράμμα το διάβασα κι εγώ.  «Είμαι έρημη και μόνη και έχοντας υπ’ όψιν ότι βρίσκομαι εν τω μέσω δυο αδερφών, έχω την ελπίδα ότι θα υπηρετήσω κοντά σας τις τελευταίες μου μέρες». Κάποιος άλλος θα τόφτιαξε το γράμμα. Πήγε στη Μούρεσι ο πατέρας μου με το Φώτη τον Καρακίτσιο, τον πατέρα του Γρηγόρη. Ο πατέρας του είχε διαδρομές Τσαγκαράδα, Ζαγορά και δω είχε μεγάλη βάρκα με κουπιά και πανιά.  Αφού την έφεραν εδώ, ο θείος μου που είχε ένα πόδι γιατί έπεσε από το γάιδαρο και ξεκουρφιάστηκε από τον  γκόφο και ήταν με τα μπαστούνια, την θεια μου την κοίταξε ο πατέρας μου. Μέναμε μονίμως, τότε, στη Βελίκα. Είχαμε σπίτι στην Παναγία Βελίκα, απέναντι στο Παλιούρι ήταν κι άλλα σπίτια εκεί: του Μήτσιου του Σπυρούλη, Μπλιτσέικο, Τηλέμαχου Χαρατσή, το δικό μας και πιο πάνω τα Μπατσκέικα. Πέθανε στη Βελίκα και τη θάψαμε στην Παναγία Βελίκα.
ΝΤ. Τα θυμάσαι όλα αυτά ;
Χαρατσής:   Μα, ήταν και ο πατέρας μου (Κώστας)  ιστοριούχος. Το 1890 ήταν κληρωτός και υπηρέτησε στο πλοίο ΚΑΝΑΡΗΣ και γι’ αυτό τον έλεγαν Κανάρη. Όπως μας λένε Σφηναί αλλά ήμαστε Χαρατσαί. Ήταν στα ναυτικά πήγαινε μέχρι Γαλλία και ήταν στη ομάδα των πλοίων Ύδρα –Σπέτσαι- ψαρά. Τον παππού μου δεν τον γνώρισα.
ΝΤ. Για την Παναγία Βελίκα γνωρίζεις;

Χαρατσής:   Πρώτα ήταν στο χωράφι του Βάιου Μπουζούκη στα Πετρωτά, το βακούφικο. Εκεί ήταν αυτή η εκκλησία επί Βυζαντινού κράτους, διότι η εκκλησία η σημερινή είναι Βυζαντινή ήταν πριν εκεί ίσως με τη μεταβολή του πάπα να  κατέστρεψε και κείνο το μοναστήρι και θεώρησαν καλό να μεταφέρουν το εξωκλήσι στην οδό που κατεβαίνει απ΄ το χωριό. Όπως το μελέτησαν τότε οι άνθρωποι είδαν ότι εδώ ήταν καλύτερα να γίνει το μοναστήρι. Είναι κάπου 1000 έτη κτισμένο αυτό το μομναστήρ και είναι θολογυριστό δεν έχει ξύλο τσιατί τίποτα. Ήρθε και η αρχαιολογία και τη στήριξε. Είδα ένα τσιαούλι με δόντια και ήταν κατάγερα, τι σόι στόματα να ήταν εκείνα.

ΝΤ. Είχε κελιά γύρω γύρω;
Χαρατσής:  Δεν είδα ποτέ αλλά ούτε και άκουσα, αλλά είναι μικρό εκκλησάκι, για το άλλο στου  Βάιου Μπουζούκη ιστορικά μου είπε και ο πατέρας μου αλλά θα ήταν μια μικρή μάζα και εκεί όχι σαν τον Θεολόγο ο  θεολόγος είναι μεγάλο μοναστήρι και λένε ότι την περιουσιακή έκταση που είχε ο Θεολόγος ήταν προσφορές των ιδιοκτητών ντόπιων ανθρώπων που τα αφιερώνανε στον Θεολόγο για να μην τα πάρουν οι Τούρκοι γιατί από τις εκκλησίες δεν είχαν δικαίωμα να τα πάρουν, ήταν το σύμφωνο τέτοιο της κατοχής, ότι δεν θα πειράξουν ούτε εκκλησάκι ούτε την εκκλησιαστική περιουσία οπότε τα έδιδαν στην εκκλησία και ύστερα δούλευαν εκεί.

   Στην αρχή της κάθε σελίδας μπορείτε να βρείτε και το:
melivoia1 blogspot. Εκεί υπάρχουν ιστορίες για τους πολέμους, Εμφύλιο, Αντίσταση, Αλβανίας, Μικράς Ασίας, κλπ.



ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ-ΑΡΙΣΤΕΡΑ- ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ melivoia1. ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ- ΕΜΦΥΛΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΓΕΝΙΚΑ.

  ΣΤΕΙΛΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΓIΑ ΝΑ ΜΠΟΥΝ ΣΤΟ BLOG melivoia και melivoia1. Κάθε φωτογραφία θα περαστεί εκεί που πρέπει. Χρειαζόμαστε φωτογραφίες όλων αυτών που σκοτώθηκαν στους πολέμους, αυτών που πήγαν στην Αμερική παλαιά, αυτών που βρίσκονται σήμερα σε διάφορα μέρη του κόσμου και έχουν καταγωγή από Μελίβοια, φωτό από διάφορες εκδηλώσεις, βίντεο διάφορα. ΣΤΟ e-mail nikostsintsirakos@yahoo.gr