Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΠΙΤΑΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΜΕΙΝΑΝ ΣΤΗ ΘΥΜΙΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΠΙΤΑ.


   Ν.Τ. Για να γνωρίζουμε λίγα από τα περασμένα χρόνια αλλά και από τα σημερινά πρέπει κάποιος να μας τα διηγηθεί ή κάποιος να τα έχει γράψει σε κάποιο χαρτί για να τα διαβάζουμε ή να υπάρχουν σε εικόνες και φωτογραφίες. Ποιος γνωρίζει τι γινόταν μπροστά από χίλια χρόνια στο χωριό μας; Αφού δεν γνωρίζουμε πως λεγόταν το χωριό μας εκείνη την εποχή, θα γνωρίζουμε και πόσοι και ποιοι το κατοικούσαν; Δεν γνωρίζουμε τίποτα, αλλά λέμε: Μα, δεν υπήρχε ένας άνθρωπος να γράψει κάτι σε ένα χαρτί, μα τίποτα….
   Σήμερα όμως με τόσα μέσα που υπάρχουν δεν δικαιολογείται κανείς να μην μπορεί να αφιερώσει λίγο από το χρόνο του να ρωτήσει και να μαγνητοφωνήσει τους γονείς του ή κάποιους άλλους για διάφορα που συνέβησαν κατά το παρελθόν και έχουν μείνει στην μνήμη του, ακόμα και νέους σε ηλικία κάτι θα έχουν ακούσει από τους παλαιότερους. Το κινητό του καθενός είναι εύκαιρο ανά πάσα στιγμή και κρατά τις μαγνητοφωνήσεις που εύκολα μεταφέρονται στο κομπιούτερ. Ακόμα μπορεί να φτιάξει ένα blog και εκεί να μεταφέρει ότι γνωρίζει.
  
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΠΙΤΑΣ 06-03-2005. ΕΚΕΙ ΗΤΑΝ ΚΑΙ Η ΕΛΕΝΗ ΧΑΡΑΤΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ.

ΧΑΠΙΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ 6-3-2005
Ν.Τ. Πριν πάω στο σπίτι του Γιώργου Χαπίτα, που είναι στην περιοχή «Μπαντάνη» πήρα την άδεια από το γιό του Βασίλη γιατί ο Γιώργος ήταν άρρωστος και δεν έβλεπε. Ο Βασίλης ρώτησε τον πατέρα του και δέχτηκε. Ο Γιώργος ήταν πανέξυπνος, απλός και τα μυαλά τα είχε τετρακόσια, γράφω όπως ακριβώς μου τα διηγήθηκε.
Ν.Τ. Θέλω να μου πεις μια ιστορία, θα την γράψουμε στο μαγνητόφωνο.
ΓΕΩΡ: Δεν μπορώ, έχω προστάτη πήγα στο νοσοκομείο και έχω προστάτη.
Ν.Τ: θέλω να μου πεις ιστορίες έχω πάει και σ’ άλλους.
ΕΛΕΝΗ: Να πας και στον Αντώνη Πασιά, αυτός λέει πολλά, έρχεται εδώ και λέει Ιστορίες, τραγούδια, τα θυμάται. Θα σε πει πολλά, κοιτάει (βοηθάει) τη γυναίκα του, είναι κατάκοιτη.
ΓΕΩΡ: Γεννήθηκα το 1922 η γυναίκα μου είναι από τη Σωτηρίτσα του Κωνσταντίνου Γκλέτου, γεννήθηκε το 1920 και στις 17 Ιανουαρίου του 1988 πέθανε. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Βασίλη πέθανε 65 χρονών το 1951 ή γεν 1886 και πέθανε από αιμοπληγία. Η μάνα μου γέννησε εμένα και πέθανε από ληχουσιά, τότε δεν υπήρχαν γιατροί. Είχα μια αδερφή και με πάαιναν στις γυναίκες τις γεννημένες και μ’ έδιναν βζύ και έτσι μεγάλωσα. Η αδερφή μ’ ήταν το 1912 γεννημένη, παντρεύτηκε και πήρε τον Αντρέα Κελεπούρι που πέθανε στην Αγιά. Η μάνα μου λεγόταν Ευδοξία και ήταν από τον Περικλή Σαραφλά, αυτός ήταν ο πεθερός του πατέρα μου και χάθηκε το επίθετο. Ο πατέρας μου είχε άλλα δυο αδέρφια, τον Γιάννη και Γιώργο.
  Εδώ κάτω το λέμε Γκάρμπα μαχαλά, αυτό το ’βγαλε ο Μιλτιάδης Μπαντάνης που έπαιζε κλαρίνο. Ο Κλεάνθης Μπαντάνης έπαιζε φλοέρα. Τα Χαπιτέϊκα ήταν εδώ κάτω και ο Πασιάς που είναι εδώ δίπλα ήρθε σώγαμπρος εδώ. Και οι άλλοι Πασαί κάτω κάτω, εκεί μεγάλωσαν. Εγώ ήμουν αγρότης, μικρός είχα λίγες κατσίκες. Ο πατέρας μου δεν ξαναπαντρεύτηκε, εγώ είπε δεν ξαναπαντρεύομαι θα καθίσω έτσι αφού πέθανε η γυναίκα μου, πέθαναν άλλα δυο παιδιά του -αδέρφια μου- ήταν μεγαλύτερα από μένα. Έβγαινα αραιά στα καφενεία και μόλις πάαινε 10 ή ώρα ερχόμουν στο σπίτι, είχα οικογένεια να φ’λάξω, είχα 4 παιδιά και δύο μουλάρια στην αυλή… δουλειά. Πριν παντρευτώ πάαινα στα καφενεία, μέχρι Νίκαια έφτανα, είχα συγγενείς εκεί, απ’ την Αγιά πάαινα με το αυτοκίνητο, είχα φιλενάδες τότε, καλές, μ’ έφεραν βόλτα εδώ, για την Νίκαια όμως ήταν το πρόγραμμα.
  Όταν ήμουν μικρός, όποιος είχε δουλειά μας έπαιρνε και σκάφταμε αμπέλια. Στον Κορδίλα πήγα και μας έδωνε καλαμπκίσιο ψωμί και ετρωγάμε, μπατσιούρδα -μπάτσιο, ούρδα και ατζούγες- μας έδωνε και απ’ ένα αυγό. Μόλις πααινάμε το πρωί στο μαγαζί μας φώναζε: «Ελάτε από μέσα». Μ’ έδωνε ένα αυγό με κερνούσε ένα τσιγάρο μ’ έδωνε και ένα τσίπρο και ένα λουκούμι και μ’ έλεγε:
 -  Εσύ θα κοιτάς τον Χατζή, τον Αντώνη Μπάκαβο ή Μπαϊά, αυτοί δεν σκάβ’ν καλά, έτσι;
-  Ναι, λέω, θα τσ’ κοιτώ.
- Καλά, φεύγα, σίρε όξου τώρα. Φώναζε μετά τους άλλους.
-  Εσύ θα κοιτάς τον άλλο.
Μετά κατεβήκαμε κάτω στον Μπαχτσέ στου Κορδίλα, κατ’ στ’ Πασιά, ο Χατζής ήταν παλαβός, έβριζε, ήταν και ο Γιάννης Σγκούρας, εκεί λέγαμε:
- Τι σ΄ είπε εσένα να μι πεις;
- Ότι σύ δεν σκάβ’ς καλά και άρχισε ο Χατζής να βρίζει. Καθόμαστε το μεσημέρι να φάμε ψωμί φτάνει ο Κορδίλας ο Βασίλης με το μπαστούν':
- Πως πάτε ρε παιδιά;
- Καλά, καλά. Εμείς εκείνη την ώρα εσκαφτάμε, στάθηκε στο κεφαλάρι βγάζει ένα πενηντάρι τσίπουρο εκεί στον όργο. Την άλλη μέρα ξαναέρχεται, μας βρίσκει παν στο μεσημέρι απ’ θε να φάμε ψωμί.
-Τι γίνεται ρε παιδιά;
-Καλά.
-Τι χαλεύει αύτή η μάκου εδώ; Έρχεται και σας πίνει το Τσίπουρο;
-Τι τσίπρο μας πίνει; Φέρν’ς 100 δράμια τσίπρου και μας πίν’ αυτή του τσίπρου;
Αυτή η γυναίκα έφτιαχνε σταρίσιο ψωμί, μας το φέρνει εκεί κατά τις 12 το μεσημέρι, εμείς οι χαζοί μόλις είδαμε ότι έρχεται ο Βασίλης, με το φκέλ (δικέλλι) το παραχουσάμε το ψωμί να μην τον προσβάλουμε, γιώμσει χώματα το ψωμί απομεινάμε νηστικοί. Αυτά μας έφερνε τ’ αφεντικό. Επερνάμε 15-18-20 δρχ. ήμουν 17 χρονών τότε, οι άλλοι ήταν τρανοί, ο Σγκούβας και ο μπάρμπας μου ο Χατζής ήταν οικογενειάρχες. Σαν παλαβός έσκαβα, τα φτιάχναμε και πυροστιά, μια από δω, μια από κει, μια απ’ την άλλη, το παραχωνάμε μέσα και μια κλωτσιά από κάτω γινόταν ίσιο. Τα καλά τ’ αφεντικά έτσι τα κάναμε. Δούλεψα και στου Δανιήλ το Γάλλο. Έτρωγάμε ψουμί του βράδ’ στου τραπέζ’ μαζί με κρεατόπουλο. Ο Κορδίλας μας έβανε απ’ κατ απ’ τη σκάλα και ετρωγάμε, μας έδουνε φασουλάδα, ψουμί και λίγο κρασί, καληνύχτα μας έλεγε. Εσείς που είστε παιδιά, μας έλεγε, άμα θέλτι να πάρτε προίκα πουλύ, του πρωί να βγαίνετε τσϊέξ η ώρα παν’ και του βράδ’ μένα μπόϊ ήλιο θα είστε εδώ μπρουστά. Τότε περνούσαν απ’ τά μαγαζιά τα κουρίτσια ούλα και πάαιναν σ’ν Τρανή τη Βρύσ’. Μόλις εμείς καθουμάσταν στα πεζούλια, είχαν ούλου πιζούλια, τώρα τα χάλασαν. Και μας κορόιδευε ο Κορδίλας, νωρίς νωρίς το πρωί και αργά το βράδυ, στον Δανιήλ είχαμε περιποίηση ποιο καλή. Είχε παντοπωλείο, είχε κρασί, κονιάκ ο πατέρας του Γιάννη Γάλου του δήμαρχου. Αυτός δεν μας κερνούσε το πρωί τίποτα. Στο αμπέλι μας έφερνε το φαΐ, περιποίηση καλή, μας κερνούσε και κανα τσιγάρο, είχε καλό ψωμί και φαγητό, σταρίσιο ψωμί. Αυτός δεν μας έλεγε να δουλεύουμε πολύ, μακαρόνια, φασουλάδα, τυρί, κρέας στο σουφρά, τραπέζι μεγάλο.
Τότε ερχόταν ο Βουλευτής απάν, κι αρχηνούσαν αυτοί (οι κοματάρχες): Να ψηφίσετε εδώ πέρα, τι δ’λειά έχετε εκεί; Τι ανάγκες έχετε; Τι θέλετε; Φωνάζει τον πατέρα μου:
- Εσύ τι ανάγκη έξς κυρ Βασίλ’;
- Εγώ θέλω ένα γάιδαρο, λέει ο πατέρας μου. Φωνάζει τον Γιάννη Ράπτη:
- Εσύ, Γιάν, τι θέλ’ς.
- Εγώ θέλου μια γελάδα. Μάλιστα, γράψει μια γελάδα.
- Εσύ τι θες.
- Εγώ θέλω ένα μπλάρ. Γράψει ένα μπλάρ κι αυτόν.
- Εσύ;
- Θέλου μια γρούνα. Γράψει κι αυτόν μια γρούνα.
Κι έλεγε ο Δανιήλ: Είδις; Είδις λοιπόν, τι θέλει να σας δώσει; Αλλά δεν έδωσε τίποτα, τον άκουσα και εγώ να λέει: θα σας φτιάξω ότι θέλετε. Μετά το 50 μας έβαλαν και φτιάξαμε δρόμο για φορτηγά με προσωπική εργασία. Τότε ο βουλευτής ερχόταν καβάλα με το μπλάρ, τον έφερναν άλλοι. Ο Σλήμαν, όταν γένουνταν του Βασίλη Αναγνωστούλη το καφενείο, ρώτησε:
- Τι γίνεται εδώ πέρα;
- Γίνεται ένα καφενείο, λέν.
- Α! καταστροφή για το χωριό, να μαζεύονται να πίν και να μεθούν; Ο Σλήμαν μιλούσε έξω από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής . Ο Αναγνωστούλης είχε και μια γυναίκα Καλλιόπη Αναγνωστούλη, Μπαντανούλου ήταν.
Καφενείο είχε και ο Αδαμούλης Λεωνίδας ένα μικρό καφενείο είχε. Ο Στεφανάκος ο Γάλλος είχε καλό, τα άλλα ήταν κλαναριά. Ο Κουβαράς (Ευθυμιάδης Μίλτος) τόκλείσε, ναυάγησε, ότι είχε μέσα τάπιε μαναχός του, ο παππούς ο Μπομ’ς τον έλεγαν Μιλτιάδη, ο πατέρας του Γιώργου Κουβαρά. Μάζουνε ελιές και έβανε το καπέλο καταή να μασ’, βαριούνταν να βάλ’ πανέρ’. Τότε βαριούνταν να βαλ’ν πανέρ’. Αυτό που είναι ή καφετέρια τώρα (πλάκα) το είχε ο πατέρας του Γρηγόρη Γάλλου. Τον Στέφανο Γάλλο τον είχαν πατέρα ο Γρηγόρης και ο Δημήτρης. Είχε παντοπωλείο στην άκρη εκεί, μαζί το είχαν. Μετά παντρεύτηκε ο Γρηγόρης και πήγε στη Αγιά. Ο Βασίλης ο Αναγνωστούλης το άνοιξε για λίγο καιρό, πάαινε και κανένας γέρος για κανα τσίπουρο.
Ο Χρήστος ο Γκούτζιμπας είχε κουρείο στου Ζιάκα, έπαιζε λαούτο. Προς τα πάνω ο Μήτσιος ο Ζιούρκας είχε μαγαζί –μπακάλικο, εκεί που έχει ο Γιάννης Πενήντας σπίτι. Αυτός ο Ζιούρκας είχε τρία κορίτσια γαμπρό είχε το Χρήστο τον Γκουβάνη τον Γιάννη Πενήντα και Φανή Ντάϊρα στην Ευρύκλεια. Ο Μουσίκος είχε ένα μαγαζί εκεί στον Αϊ Νικόλα κι ούλες οι γναίκες εκεί πάαιναν. Έπαιρναν ύφασμα, τότε μακούλιες πανιά, πάαινε η άλλη να παρ’:
- Πόσο έχ' τούτο;
- Τόσο, έλεγε. Το μετρούσε ο Μουσίκος (Βασίλης Μπουζούκης) με την πήχη το πανί, τόβανε κι ένα δάχλου παραπάν’..
- Πούθε μουρή το πήρες το ύφασμα; έλεγαν οι γυναίκες;
- Απ’ του Μουσίκου.
- Μωρέ, τι καλό! Πόσο στο’ δουσε;
- Μι το’ δουκι καλά κι ξέρ’ς βάν’ κι παραπανίσιου.
- Ωρέ να πάω και γώ, έλεγε κι η άλλη και πάαιναν ούλες εκεί.
Οι άλλοι δεν είχαν υφαάσματα, μόνο μακούλες. Ο Σπυρούλης Μήτσιος είχε μόνο καφενείο. Ο Νταλντάς Νίκος, αυτός που ήταν στην Αμερική, είχε μαγαζί όχι καφενείο. Ο Κλεάνθης Νταλντάς είχε καφενείο.
Ν.Τ. Άκουσες για τον Γιατρό τον Παπαλεξανδρή;
Γιώργος: Ο γιατρός (Παπαλεξανδρής) πάαινε και στον Γάλλο και Κορδίλα και τον έκανε γαμπρό το Γιάννη στην Κόρη του. Αυτός όλα τα καφενεία και όλα τα σπίτια τα πλαλούσε. Ήταν γερός γιατρός. Αυτός ούλο το χωριό γκόμενες τσ’ είχε, τσ’ χήρες. Μια μέρα μ’ έδωκε μισό κατσίκι και το πήγα τα Χριστούγεννα σε μια Βουλγάρα χήρα. Σε μια χήρα ήταν στ’ Χρήστου τ’ Αρβανίτη (εννοεί κοντά στο σπίτι του Χρήσου) κάτι την είχε; ( Ν.Τ. Ήταν οι Κωνσταντίνου, αρβανίτες ήταν και αυτοί με τρία κορίτσια και ένα αγόρι, φτωχοί άνθρωποι)
Το κατσίκι το πήγα σε μια Αρβανίτσα ήταν ή αδερφές με την Αθηνά ή ξαδέρφες το αγόρασε απ’ το χασάπικο που ήταν κάτω στα μαγαζιά, στου Γάλλου. Εγώ ήμουν 13 ή 14 χρονού δεν μ΄ έδωσε λεφτά. Όλο το χωριό τον χρωστούσε. Και γω τον χρωστούσα. Έρχονταν εδώ έκανε ενέσεις τον πατέρα μου όταν δεν μπορούσε και μένα μ’ έκανε, είχα ελονοσία. Παράδες δεν είχαμε καμιά φορά να του δώσουμε. Πλαλούσα κανα μεροκάματο, έπαιρνα κανα φράγκο ν’ αγοράσω καουτσούκια, τον έπαιρναν και νύχτα στα σπίτια. Είχα ένα σπίτι παλιό με δυο πατώματα εκεί που κάθεται ο Χατζής τώρα, με κάτι σκαλιά έβγαινε απάν, έκανε ενέσεις, είχα ελονοσία τότε, τότε ήμουν μικρός, βοηθούσε, καλός ήταν, αλλά τον καθάρισαν τώρα κοντά, οι Κατσιαπλιάδες. Ήταν με τον Ηρακλείδη μ’ αυτόν είχε γυρίσματα, 12 ή 13 σκότωσαν, ο γιατρός ήταν δεξιός. Σε λέει εσείς διεγείρεται τον κόσμο θα σας καθαρίσουμε για να ήμαστε εμείς. Ο Βασίλης ο Γκλαντής τι έφταιγε; Έκαμαν αυτοί τότε πολλά κακά.
Μόλις ήρθαν εδώ οι Γερμανοί, εμείς πηγαίνουμε από πέρα απ‘ Τσαμπόδ’ και παρακολουθούμε τι θα κάμουν. Έβαζαν φωτιά, έκαψαν και σπίτια. Έκαψαν και μένα το σπίτι το παλιό το Σαραφλέικο, είχαν πολύ καιρό εδώ. Μόλις ήρθαν εφυγάμε ουλ κουβάλσαμι του καλαπμούκ ούλου πίσου στ’ Παγανιώτη μες στην καλύβα να μην μας το παρ’ν, ούλα τα κουβαλούσαμε με τα μπλάρια, μόλις εμαθάμε ότι θα’ ρθουν οι Γερμανοί στο χωριό ούλους ο κόσμος φοβήθηκαν και έλεγαν ότι άμα ρθουν θα μας καψ’ν τα σπίτια. Τάβγαλαν ούλα όξου. Έκαψαν του Λουκανίκα Στέφανου, Βούρτουρα Βασίλη, την Αυθυμούλα, τ’ Νίκου τ’ Γάτ. σκότωσαν τον Λουκανίκα Ιωάννη.
  Οι Ιταλοί πλαλούσαν εδώ στο χωριό, έβγαινα στου μπαλκόν και κοιτούσα στο ρέμα απ’ κατ εκεί που είναι τ’ Χατζή το σπίτ’, ψόφησε μια γουμάρα τ’ Μπάρκα Γιάννη και την πέταξαν στο ρέμα, πήγαν οι Ιταλοί και πήραν τα κουψίδια. Δεν εβγαινάμε κανένας όξου, φοβούμασταν. Το 1943 παντρεύτηκα μαζί και ο Αλέξης Τσαπαρέγγας από Κάψτια. Πήρε από δω, την Βρίκλεια Γουργιουτούλου και κοντά την παράτησε, δεν την ήθελε και πααίν’ στουν Αντωνιέλο στην Αγιά, στου διοικητή των Ιταλών:
- Που είντους αυτός; λέει.
- Είντους στ’ Κάψτια, τρυπουμένους.
- Πιάστε τον και φέρτε τον εδώ.
- Παν τον πιάν τον Αλέξ τον Στεφάνωσαν στην εκκλησία και εκεί που στεφανώθηκε τον μετάλαβε ο παπάς, αυτός την μεταλαβιά την έφτσι, η γυναίκα την κατάπιε κι αυτός ν’ έφτσι και λέει ο Αντωνιέλο:
- Είναι καλό αυτό που έκανε ή κακό; Κι έβγαλε το πιστόλ.
- Καλό είναι, είπε ο κουμπάρος.
- Θα τον σκοτώσω ουδέ δω.
Απόκτησε 4 παιδιά αλλά νείχε με τις κλωτσιές, όχι με την καρδιά.
Από 15 χρονών καπνίζω τσιγάρο ήπινα και γω. Τότε με τους Γερμανούς οργανώθηκε και φούντωνε το αντάρτικο. Πήγε ο Χρήστος Μπάτσικας, Γιάννης Πασιάς, Τσιόκανος, Θύμνιος Πλατσάς, Γιώργος Κουβαράς. Τα στελέχη ήταν ο Βασίλης Ζιάκας, ο Στέφανος Ζήσης, αυτοί ήταν τα κεφάλια τότε, αυτοί έκουβαν και έραβαν. Μαλουμένοι, λέει, με τους Γαλοκουρδιλαίους δεν τους χωνεύουν. Γιούρντσαν μια φορά μέσα στο μαγαζί και τον πήραν και έβγαλε λόγο έξω στον Αδαμούλη το καφενείο, τι να πει; ότι δεν είμαι δεξιός, είμαι με το κόμα το θκό σας. Με τις κλωτσιές τον έβγαλαν το Βασίλη. Ήμουν εκεί. Πήγαν μέσα στο σπίτι ο Βασίλης Ζιάκας, Στέφανος Ζήσης, Κλεάνθης Ταπαντζιάς:
- Έβγα όξου, εδώ, να πάς να μιλήσεις τον κόσμο, του είπαν.
Χτύπησαν πρώτα την καμπάνα και μαζεύτηκε όξου ο κόσμος. Παγωμένος, πεθαμένος ο άνθρωπος, είπε δυο κουβέντες. Μήπως άκουσα και γω ντιπ; όπως είπαν οι άλλο, του είπαν να βοηθήσει στον αγώνα.
- Θα βοηθήσω βρε παιδιά, ότι θέλετε θα βοηθήσω τον αγώνα, εντάξει.
Το ταχιά το βράδ’ μι διν’ εμένα ένα χαρτί η Μήτσους η Ριζάκς, πατέρας του Πολύζου απ’ τ’ Σωτηρίτσα, με δίνει ένα σημείωμα: Να το πας, μου λέει, άπαν στου Βασίλη Κορδίλα. Πάω εγώ το χαρτί μέσα κι έγραφε: «Ένα κουστουμ΄ απ’ του καμίν, ένα ζιβγάρ άρβυλα καινούργια, 5 κούτες τσιγάρα και μια μπουτίλια κουνιάκ». Εγώ στο’ δωκα το σημείωμα του Κορδίλα. Μου λέει: «Γιώργο έλα αύριο να πάρεις το δέμα να το στείλουμε». Μ’ έδωσε το δέμα, το πήγα στου Ριζάκ’, τα’ άνοιξε μέσα να δει τι έχει. Είχε το παλιό το κουστούμ’ το μάλλινο που έβαζε στο μαγαζί ο Κορδίλας, είχε και τ’ άρβυλα τα παλιά βαλμένα μέσα στο κουτί και εκατό δράμια κουνιάκ. Έμεινε κάτω στα καλύβια στην Κάψτια ο Ριζάκς, ένα κουτάκι ήταν, τά ’χε στο χάρτινο κουτί, τα πήγα με το μπλαρ’ δεν μου είπε τίποτα. Τα’ άλο το βραδ’ τον ξαφάνσαν (Ν.Τ. Ήταν η πρώτη φορά που τον πήραν για ανάκριση). Εκείνη την βραδιά πήραν αυτόν, τις άλλες βραδιές έπαιρναν τους άλλους, δεν ξέρω έφυγα ύστερα από δω. Το 41 42 43 ήμουν αρραβωνιασμένος, ήμουν κάτω στον πεθερό μου, στα καλύβια έμενα, μ’ έστειλε από κει ο Ριζάκ’ς.
Ν.Τ: Πως δεν πήραν και εσένα.
Γιώργος:Τρύπωσα, αφού κάηκε το σπίτι μου εδώ, έμενα στην Κάψτια στο σπίτι του πεθερού μου, ετότε γινόταν επιστράτευση εδώ, κορίτσια, παιδιά (αγόρια). Εγώ ήμουν γενικός διοικητής τότε, διοικούσα όλους τους Καψτιώτες, είχα το καζάνι στη βρύση και έβραζα τσίπουρο και περνούσαν οι Κατσιαπλιάιδες το βράδυ και γέμιζαν τα παγούρια, ήπιναν και μεθούσαν, καβαλούσαν τα μουλάρια και έφευγαν. Έκατσα εκεί, κοντά με στρίμωξαν και μου λεν: «Πρέπει και συ να πας στον αγώνα τώρα, οι Ριζακαί μ’ είπαν». Αφού έμαθα ότι τ’ς πήραν ούλ από δω, μ’ ετοίμασε τα πράγματα η συχωρεμένη γυναίκα μου, μ’ έδωσε την κουβέρτα, βγήκα στο παλιό σπίτι του Σαραφλά, κοιμήθηκα μες στου νταμ δυο βραδιές, σκέπκα πάλι… που να πάω; Με ειδοποίησε ο καπετάν Αστέρης: «Έλα να σε πάρω μαζίμ’ εγώ». Δεν αντέχω εγώ τέτοια πράγματα. Δεν μπορώ να ζήσω στα βουνά, γυρνώ πίσω σιακάτ, πάω στην Κάψτια στο σπιτ’, κοιμούμαι το βραδ εκεί, φτάνει ο Στάθης Ευσταθίου -Σταθούλης καπετάνιος, του Κώτσιου Ευσταθίου ο αδερφός, του παρδαλού ο αδερφός, καπετάνιος. Ήρθε κατ’ εκεί και λέει τι γυναίκα μου:
- που είναι ο Γιώργος;

- ο Γιώργος, λέει, δεν κάθεται μέσα τρυπώνει όξω γιατί φοβάται μην τον πιάσουν αυτοί οι κερατάδες οι Μ.Α.Υδες .

- Να του πεις αύριο το βράδυ να είντους εδώ, τον θέλω.
Εγώ μόλις βασίλευε ο ήλιος έφευγα απ’ το σπίτι γιατί ήξερα ότι θα με παρ’ν. Την άλλη βραδιά πάλι, το άλλο βράδυ πάλι. Έρχεται το άλλο και λέει:
- Μην με πεις ότι πάλι έφυγε;

- Μόλις πέρασε ο καπετάν Αστέρας και τον πήρε καβάλα στ’ άλογο και έφυγαν, πάλι λέει:

- Γι’ αυτό ήρθα, λέει, καληνύχτα.
Τον είπε ψέματα η γυναίκα μου. Εγώ ακόμα ήμουν τρυπωμένος. Έβραζα εκεί στην βρύση στο Μσοχώρι όπου είναι και τώρα. Είχα καζάνια, τα σύκα ήταν εκεί στεγνά και χλωρά. Οι Ριζακαί ήταν όλοι καπεταναί, μόνος έβραζα καμιά δεκαριά οικογένειες που ήταν εκεί, ότι τις έλεγα εγώ, έκαναν, το’ σκασα και πήγα στην Αγιά, η γυναίκα μου ήταν εδώ, η Αντωνία ήταν μικρή, το’ παιρνε καβάλα στην αγκαλιά. Το ταχιά το βράδυ την γυναίκα μου την πήραν απάν στου Φασούλα το σπίτι, ήταν το αρχηγείο, εκεί, το μικρό το άφησε στην Κάψτια. Μαθαίνω εγώ.
- Που πήγε ο άντρας σου;

- Πήγε στην Αγιά. Τότε οι γυναίκες είχαν προίκες, τρία φορτώματα είχε, τα πήραν ούλα και την λένε:

- Άμα ρθεί ο άντρα σου εδώ, θα σου δώσουμε την προίκα, την πήραν στου Φασούλα. Άμα δεν ρθει θα την κρατήσουμε εμείς. Λοιπόν, εκεί που έλεγαν αυτά, λέει η γυναίκα μου στον φρούραρχο:

- Θα πάω να πω τον άντρα μου να ρθει δω. Δεν τον θυμάμαι νομίζω απ’ τον Πλατύκαμπο ήταν ένας, ρουφιάνος ήταν. Φεύγα τις λένε και πες τον. Λεν εκεί, ο πλατυκαμπιώτης με τους αντάρτες. «Αύριο το βράδυ θα την πάρουμε να την στείλουμε σαπάν και αύτή, η γυναίκα μου δεν άκουσε αλλά ένας αντάρτης εκεί μέσα που τον είχε παραγιό ο πεθερός μου στα πρόβατα, μόλις άκουσε αυτά, έφτασε την γυναίκα μου κάτω στου Ζιάκα το μύλο και τη λέει:

- Σταυρούλα, σήκω απόψε το βράδ’ ή πρωί και να φύγεις, να πας στην Αγιά, αυτό και αυτό συμβαίνει. Σε ξέρω, έφαγα ψωμί στο σπίτι σου και σε ξέρω καλά, θα σε κακοποιήσουν. Την νύχτα η γυναίκα μου κοιμήθηκε μέσα στο φούρνο, και σηκώθηκε πρωί, καβάλα στο μπλάρ και ήρθε στην Αγιά μόνη της, ευτυχώς δεν βρήκε αντίσταση. Τη λεν οι Μάυδες. Εσύ πως ξέφυγες και έφυγες; Έκανα απόφαση, λέει. Ήταν τυχερή άμα την έπιαναν θα τη σκότωναν. Μ’ έδωκαν ένα τουφέκι Ιταλικό στην Αγιά και μ’ έστειλαν να φυλάξω σκοπός, πάτησα την σκανδάλη και νταν η σφαίρα πέρασε απ’ την άκρια στον Νίκο Λαγδάρη –Παπανικολάου, ήταν μεγάλος ο Νίκος τότε σε ηλικία. Δεν ξαναέπιασα όπλο, έκατσα καμιά 20 μέρες και πήγα φαντάρος, μπορούσα εγώ να πάω στα Βουνά; Πήγα ένα μήνα στο Βόλο, από κει στην Κόρινθο ήταν κέντρο εκπαίδευσης, ύστερα μας πήγαν στην Ναύπακτο, μας έδωσαν ειδικότητες εγώ ήμουν μηχανοκίνητα τεθωρακισμένα, οδηγός αλλά γιατί δεν παρουσιάστηκα εγκαίρως με δίκασαν 6 μήνες φυλακή. Ήταν πρόεδρος τότε ο Αλέξης Οικονόμου εδώ. Και είπε ότι έφυγα μέσα από τα χέρια των εχθρών. Νύχτα έφυγε και ήρθε και παρουσιάστηκε στρατιώτης, είπε. Αφού τους είχαν δεμένους για να τους πάρουν στο βουνό. Όταν ήταν να πάω στα μηχανοκίνητα εμένα με γύρισαν πίσω και μ’ έφτιαξαν μουλαρά, ήρθε όμως το χαρτί. Όλοι οι Παπαλεξαί ήταν στην Αγιά αλλά έστειλε χαρτί καλό, την γυναίκα μου δεν την πήραν φυλακή. Μόνο είχαμε δυο τρία μπετόνια λάδι και πήγαν και στο πήραν οι ….. .. , ο Αναστάσης και ο Τριανταφύλλου απ’ το σπίτι. Εμένα δεν μ’ άφησε εκείνος ο Σαλιάγγας, ήταν διοικητής ο παππούς στην Αγιά τότε, αυτός ο παλαβός, έκαμα εγχείρηση στην Καλαμάτα σκουλικοϊδίτη και ήρθα με άδεια, άμα τον έλεγα ότι αυτό και αυτό συμβαίνει, θα τους σκότωνε.
Ν.Τ: Σκότωνε αυτός;
ΓΙΩΡΓΟΣ: Σκότωνε λέει… όταν τους έμασε τον Αύγουστο μια φορά και τους πήγε στον κάμπο για τα στάρια ήταν και ή θκιμ η γυναίκα εκεί όλες οι γυναίκες απ’ την Αγιά. Αφού νύχτωνε λέει η γυναίκα μου:
- Κύριε διοικητά, έχω μωρό και το βυζαίνω και πρέπει να πάω στην Αγιά.
- Ποιον ρώτησες και το γέννησες μουρί και σήκωσε την κλούτσα να την χτυπήσει. Μη με χτυπάς λέει γιατί παν στον Γράμμο πολεμάει ο άντρας μου Καμινίτς στου Βιτς.

- Πάρε το μουλάρ και φύγε για Αγιά τώρα εσύ. Η αδερφή της ακούει και λέει:

- Κύρ’ διοικητά θα πάω και γω.

- Τι να καμ’ς εσύ μουρή;

- Να, έχω και γω μωρό, και φραπ με την κλούτσα
- Εσύ δεν θα πας πουθενά.
 Αυτοί είναι ΜΑΥδες, μου λέει η γυναίκα μου και μην λες στου Παππού τίποτα, δεν μ’ άφησε η γυναίκα μου.
Ν.Τ: Εσύ δεν τους βρήκες να τους πεις να σε δώσουν πίσω το λάδι;
ΓΙΩΡΓΟΣ: Που κουβεντιάζονταν αυτοί τότες. Αυτοί σε σκότωναν τότε, είχαν τέτοια δικαιώματα, είχαν όπλα. Αυτόν τον Αναστάση του σκότωσαν το παιδί στην Αγιά.

Ν.Τ: Έμαθα ότι είχε πολλές λίρες είναι πραγματικότητα;
ΓΙΩΡΓΟΣ: Ναι, είχε λύρες απ’ τον κόσμου, να όλα τα σπίτια τάκανε πλιάτσκο. Ξεκίνησα κοντά στον στρατό Ρίμινι επιχειρήσεις, μέχρι το Λασποχώρι πέρα εφτασάμε και αυτός κοντά, φόρτωνε προίκες απ΄ τα κορίτσια, απ’ ούλα τα σπίτια πλιάτσκα. Μέχρι λιμαριές απ’ τα μπλάρια μάζευε. Ήταν θκαμ έλεγε, με τα πήραν εμένα οι αντάρτες πριν πάω στρατιώτης. Το 47 πήγα στην Αγιά.
Τότε που ήρθε η Ταξιαρχία του Ρίμινι με πήρε ο στρατός απ’ το χωριό 30 μουλάρια από δω μας επίταξε. Όσοι είχαν μπλάρια οι Περδικαί, Μπατσκιέ, Σκαθαραί, μας πήραν από δω Αϊ Θανάσ, Καρίτσα και λιανοντούφεκο πάνω, κριτσινούσε.
Ν.Τ: Ποιοι ήταν αντάρτες.;
ΓΙΩΡΓΟΣ: Δεν συναντήσαμε κανένα αντάρτη να σκοτώσουμε, μέχρι Λασποχώρι φτάσαμε, μας μάζευαν στην εκκλησιά στου Αι Νικόλα. Έρχονταν κοντά και ο Αναστάσης. Εμείς ήμασταν χωριανοί, εκεί τον φώναξε ο λοχαγός και τον πέτσωσε (έριξε ξύλο) εκεί στην πλατεία γιατί πήγαιναν και έκαναν παράπονα ο κόσμος. Είναι ένας αυτός και πάει και μας παίρνει τα πράγματα απ’ τα σπίτια, τα πράγματα όλα αυτά θκάτ είναι; Τον φωνάζ’ ο λοχαγός:
-  Έλα δω εσύ, όλα αυτά τα πράγματα που μάζεψες θκας είναι;
- Θκαμ κυρ λοχαγέ.
  Σαν τον πλακώνει με τον βούρδουλα, στο διάλο, φύγε από δω του λέει, τον σιακτίρσε, εσύ έρχεσαι για πλιάτσκο κοντά μας, δεν έρχεσαι να βοηθήσεις, λέει. Εκατσάμε εκεί και πααινάμε πάνω στα Αμπελάκια να πάρουμε τρόφιμα και έβγαινε από καμιά ομάδα αντάρτες και έριχνε. Όσοι είχαν μουλάρια μας πήραν ήταν και ο Βασίλης Τσιόκανος εκεί. Όταν περνούσαν μέσα απ’ το χωριό ο στρατός δεν έμπαινε στα σπίτια δεν πείραζε. Στην Καρίτσα μια βραδιά οι φαντάροι έπιασαν 5-6 κότες και τις έβαλαν από κατ απ’ την κουβέρτα να μην τις πάρει χαμπάρι ο λοχαγός, μόλις έφυγε ο λοχαγός τις έψησαν και τις έφαγαν. Εμείς δεν είχαμε τίποτα, ξεροκόματο είχαμε, μας έδωσαν φαϊ στο Λασποχώρι .
Μέχρι την Βρυσοπτιά μας έστελναν τότε να φυλάμε σκοπιά, ναι, τότε φυλάγαμε το Γιώργο Σγκούρα, Ζιάκα, Ζήση, αυτοί φυλαγάμε να μην τους πιάσουν οι Ιταλοί και αυτοί κοιμούνταν στα σπίτια. Ήρθαν μια βραδιά να δουν αν φυλάγουμε καλά, ήρθε ο Στέφανος Ζήσης με το Γιώρ’ το Σγκούρα, χωρίς όπλα ήμασταν, για να ειδοποιήσουμε ήθελαν, ήταν παντρεμένος ο Ζιάκας με μια Λαρισαία είχε και ένα παιδί.
Ο Κορδίλας με το Ζιάκα δεν χωνεύονταν γιατί ήταν δεξιοί και αριστεροί. Ο Ζιάκας Ιωάννης είχε το μύλο, αυτός τον κοιτούσε, ο Βασίλης διάβαζε. Τον Δημητράκη, τον είχαν εξορία όλα τα χρόνια γιατί ήταν κομουνιστής. Τους κυνηγούσαν τους Κουμουνιστές και αυτός ήταν από ανέκαθεν φανατικός. μια εποχή ήρθε μ’ ένα άλογο καβάλα, επιφυλακή όλα τα χρόνια στις φυλακές ήταν.
Δεν κάθησα εγώ με τον Παπαλεξανδρή. Όλοι τον αγαπούσαν γιατί μας γιάτρευε τζάμπα, τον σκότωσαν για να μην διεγείρει τον κόσμο. Αυτοί οι μπακαλάδες και ο γιατρός ήταν τα κεφάλια του χωριού.
Ένας ΜΑΥΣ απ’ το χωριό μας ο …. όταν πέθαινε είπε να τουν βάλ’ν στην πόρτα μπρουστά στο νεκροταφείο, να τον πατούμε απανιθέ, ήταν κακός.
Ο Ζεμπίλης έφτιαχνε το σπίτι τότε, μας ξεπάτωσε να φέρνουμε τις περαστιές απ’ την Αγιά να τον φτιάξουμε το σπίτι. Πλαλούσαμε ουλ τότε με την ανοικοδόμηση, πήρε πολλά αυτός κι έλεγε: Η Τάδε, η τάδε θα’ ρθουν αύριο να κουβαλήσουμε ξύλα, πήγα και γω. Άμα δεν πας, λέει, βράδυ, ψάνυχτα θα σε στείλω σύνδεσμο στη Σιλίτσιανη. Όχι θα’ ρθω, λέω, γιατί να πάω στη Σελίτσιανη; Και το φτιάξαμε το σπίτι. Στου Μουσίκου το παλιό το σπίτι, στα Ντιντέϊκα, εκεί έμενα εγώ. Το αγόρασε ο Ζεστούλης και σιγά σιγά έφτιαξα το σπίτι εδώ. Μ’ έδωσαν απέλες, κεραμίδια, τσιατόξυλα, πυραστές, όχι λεφτά. Πολλά έπαιρνε ο Ζεμπίλης. Είχα ένα μουλάρι, το αγόρασα απ’ την Νίκαια και κουβαλούσα πέτρα για να φτιάξω σπίτι απ’ τα θεμέλια με την γυναίκα μου. Είχα τον Μπούσουλα απ’ την Αγιά και το Βασίλη Χαδούλη από Σωτηρίτσα. Οικόπεδο δεν είχα, το αγόρασα απ’ το Μουσίκο, (Μπουζούκης Βασίλης) 500 δρχ. το αγόρασα. Αυτά τα μπαχτσέδια εδώ, τα μπαΐρια, είναι όλα Ντιντιναίϊκα, 1200 φορτώματα πέτρα κουβάλησα σάμπως ήταν και κοντά η μαγκούφκ; Απ’ του Ζιάκα το μύλο την κουβαλούσα.
Να πεις τον Πασιά να σου πει και τραγούδια, αυτός έκανε αντάρτης, στρατοδικεία τον περνούσαν, αυτός δεν σώνει.
Καφενεία τότε με τον εμφύλιο ήταν του Σπυρούλη, του Αδαμούλη, ο Κορδίλας είχε μπακάλικο, και ο Γάλος ο Δανιήλ ο άλλος ο Γάλος ο Δημήτρης είχε καφενείο. Ο Μουσίκος είχε μαγαζί εκεί που Κάθονταν ο Κώστας Ο Παπαγιώρ’ς από παν απ’ το νταμ και ύστερα το έφτιαξε το καινούργιο.