Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΗ ΜΕΛΙΒΟΙΑ - ΑΠΟ ΤΟ ΖΩΓΡΑΦΟ ΑΝΤΩΝΗ ΓΙΑΓΚΟ

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΗ ΜΕΛΙΒΟΙΑ - ΑΠΟ ΤΟ ΖΩΓΡΑΦΟ ΑΝΤΩΝΗ ΓΙΑΓΚΟ

Ο ΠΕΡΙΒΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΓΙΑΓΚΟΥ.
 ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ Ο ΑΝΤΩΝΗΣ.
 ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΑΣ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΟΧΗ- ΕΡΓΑ ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΓΙΑΓΚΟΥ.

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΗ ΜΕΛΙΒΟΙΑ
"ΑΕΡΑ ΣΤ' ΑΚΑΤΝΑΡΙΑ"
 Ν.Τ. ΘΑ ΣΥΜΠΛΗΡΏΝΕΤΑΙ ΜΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΕΣ ΟΛΩΝ ΌΣΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΖΩΓΡΑΦΟ ΑΝΤΩΝΗ ΓΙΑΓΚΟ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΓΙΑΓΚΟΥ ΠΟΥ ΑΠΕΙΚΟΝΙΖΕΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ.

Ν.Τ. Πηγή αστείρευτη ο ζωγράφος Αντώνης Γιάγκος μας μεταφέρει στα παλιά χρόνια, τότε που δεν είχαμε ψωμί να φάμε και περπατούσαμε ξ’πόλτ’(οι).
ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ
   Παίζαμε κι εμείς, όταν ήμασταν παιδιά, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου. Μονο που, τα δικά μας τα παιχνίδια, δεν ήταν μόνο τα γνωστά και συνηθισμένα, όπως : κρυφτό, κυνηγητό και τα τοιαύτα.
Αν η “πενία” –στους μεγάλους- “τέχνας κατεργάζεται”, η ανέχεια –στα παιδιά- πυροδοτεί τη φαντασία και την καθιστά άκρως εφευρηματική.
  Στα χρόνια μας ήταν πιο εύκολο να φαντάζεσαι πως θα φτειάξεις , ας πούμε, ….ένα ελικόπτερο, παρά να σκεφτείς να ζητήσεις από τους γονείς σου να σου αγοράσουν ένα τόπι. Το αγορασμένο παιχνίδι δεν ήταν απλώς κάτι το σπάνιο αλλά …αδιανόητο! Και πώς θα μπορούσε να σκεφτεί γονιός να αγοράσει παιχνίδια για το παιδί του, τη στιγμή που -πολλές φορές- αδυνατούσε να του πάρει παπούτσια για τα ξυπόλυτα ποδάρια του.
    Ο πατέρας μου, ελαφρύ το χώμα που τον σκέπασε, ξόδευε κάθε χρόνο -στο πανηγύρι του Αγίου Αντωνίου στην Αγιά- το τεράστιο ποσό της μισής δραχμής ( χιλιάρικο λέγαμε τότε τη δραχμή και τη μισή πεντακοσάρικο) ….για να μου αγοράσει ένα βατραχάκι που το πατάς και κάνει τρικ-τρακ ή ένα φρουρού που το φυσάς και ξεδιπλώνεται …σφυρίζοντας! Και το καμάρωνε όσο δεν φαντάζεστε! …κι εγώ χαιρόμουνα λες και μου χάρισαν τον ουρανό με τ’ άστρα!
Κι όμως! Αυτή την –έστω κι απόλυτα δικαιολογημένη- τσιγκουνιά των γονιών μας την αναπλήρωνε θαυμάσια η πλούσια φαντασία μας κι η οξυδερκής παρατηρητικότητά μας, καθώς κι η πολυσχιδής εφευρηματικότητά μας που απλόχερα ξοδεύαμε για την επινόηση παιχνιδιών ή την κατασκευή αθυρμάτων.
Αν επιχειρούσα να ομαδοποιήσω τα παιχνίδια μας, θα τα χώριζα σε δυο μεγάλες κατηγορίες:
• Τα ανταγωνιστικά, και
• Τα συμμετοχικά – ψυχαγωγικά παιχνίδια.
   Μερικοί τα ξεχωρίζουν σε ομαδικά και …ατομικά! Προσωπικά, πιστεύω πως δεν υπάρχουν αμιγώς ατομικά παιχνίδια. Σήμερα με την προχωρημένη τεχνολογία και την απομόνωση των παιδιών στους τέσσερις τοίχους του δωματίου τους, ίσως και να υπάρχουν. Σε μας όμως, τότε, όλα τα παιχνίδια ακόμα κι εκείνα που θα μπορούσαν να παίζονται μόνο από ένα παιδί, ήταν ομαδικά. Κι αν ακόμα δεν χρειαζόταν η ενεργός συμμετοχή των άλλων, ήταν οπωσδήποτε απαραίτητη η παρουσία τους. Κανένας, ας πούμε, δεν πήγαινε να πετάξει μόνος του τον αετό του. Ούτε έμεινε στην αυλή του και γύριζε μοναχός τη σβούρα του (σφούρλα, τη λέγαμε εμείς).

ΤΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ
   Με πολλή επιείκεια χαρακτηρίζω αυτά τα παιχνίδια ως ανταγωνιστικά. Κανονικά θα έπρεπε να τα ονομάσω πολεμικά. Δεν ξέρω αν ήταν ο απόηχος του αλβανικού έπους ή η κατάρα του εμφυλίου, αλλά πολύ συχνά ακουγόταν η πολεμική ιαχή: ΑΕΡΑ!!
     -Αέρα, …τα απανάρια!!!
    -Αέρα, … τα κατνάρια!!!
Απανάρια ήταν τα παιδιά των “επάνω” μαχαλάδων! Κατνάρια ή κι ακατνάρια ήταν οι άλλοι, των κάτω μαχαλάδων. Οι κάτω κι οι απάνω! Όπως λέμε: οι βόρειοι κι οι νότιοι!


Τα Ακατνάρια και τα Απαλνάρια ή Απανάρια - Σχέδιο του Αντώνη Γιάγκου.

   Ξεκινώντας από τη Μεγάλη Βρύση και προχωρώντας μέχρι και τον Αγινκόλα, δηλαδή, φθάνοντας στο Δημοτικό Σχολείο, όλα τα σπίτια που βρίσκονταν στο αριστερό μας χέρι ανήκαν στους επάνω μαχαλάδες. Ενώ όλα όσα ήταν στη μεριά του δεξιού μας χεριού, ανήκαν στους κάτω μαχαλάδες. Η Αλευριά που αφήναμε πίσω μας, κατά κανόνα, πήγαινε με τα κατνάρια, ενώ, αντίστοιχα, πήγαιναν με τα απανάρια όλοι όσοι έμεναν πέρα από το Δημοτικό Σχολείο και κάτω από το κεντρικό δρόμο που βγάζει στην Παναγία Πατσιούκα.
Οι μεγάλοι αντίπαλοι, κατά κύριο λόγο, ήταν η Γκορτσιά κι ο Κούκουρδας. Οι επάνω κι οι κάτω. Οι συρράξεις μας ήταν συχνές κι έντονες. Τόσο έντονες που οι σημερινές συγκρούσεις των διαδηλωτών με τα ΜΑΤ είναι απλώς παιχνιδάκια. Ευτυχώς που τότε δεν ξέραμε τι θα πει μολότωφ. Έτσι και το ξέραμε, μπορεί και να είχαμε κάψει το χωριό ολόκληρο. Όχι, δεν έχω διάθεση για χωρατά! Είναι έτσι όπως το γράφω. Σας είπα! Ίσως έφταιγε η μεταπολεμική ατμόσφαιρα της εποχής. Και μη φανταστείτε πως μιλώ για παιχνίδια όπως το “κλέφτες κι αστυνόμοι”, το ¨καμάν¨ -που είδα, αργότερα, να παίζουν στην Αγιά ή τον ψευτοπόλεμο με τα ξύλινα σπαθιά και τα πλαστικά όπλα που αντί για πυροβολισμούς μπορούσες να ακούσεις τα αθώα “μπαμ μπαμ” που έβγαιναν από τα παιδικά στόματα. Μιλώ για βάρβαρες κι άγριες συγκρούσεις που μετέτρεπαν τους παίχτες σε κανονικούς πολεμιστές.
Ας δούμε , όμως, τώρα ποια ήταν αυτά τα παιχνίδια:
   • Οι κλοτσιές,
   • Ο πετροπόλεμος,
   • Ο χιονοπόλεμος,
   • Τα τφόξυλα (κουφόξυλα ή φυσοκάλαμα),
   • Φρουτοπόλεμος (με κάθε καρπό που μπορούσαμε, ανάλογα την εποχή, να έχουμε: κορόμηλα, τζιρνίκια (ή τζινιρίκια), βελανίδια , κούμαρα κι άλλα).
• Τραχανάς (πέταγμα νερού με τα πόδια) κ.ά.
   Τα τρία πρώτα ήταν βίαια και πολύ συχνά αιματηρά. Είχαν σχέδιο δράσης και στρατηγική. Γινόταν ανάμεσα στις φυσικές ομάδες των μαχαλάδων και κυρίως στις δυο μεγάλες που, όπως είπα πιο πάνω, ήταν τα απανάρια και τα κατνάρια. Τα υπόλοιπα, πιο ήπιας μορφής τα περισσότερα, παίζονταν ανάμεσα σε ομάδες που ορίζονταν με βάση τις ευκαιριακές συμμαχίες, τις μικρότερες γειτονιές ή μετά από το γνωστό "βγάλσιμο", δηλαδή το ρυθμικό τραγούδι που μετράει δείχνοντας παιδί-παιδί, και “βγάζει” αυτόν στον οποίο τελειώνει ή με τα πόδια που κερδίζει όποιος καταφέρει να ακουμπήσει το παπούτσι του άλλου προχωρώντας κι οι δυο ταυτόχρονα κι αντίθετα από κάποια απόσταση πόδι-πόδι, τοποθετώντας πάντα τη φτέρνα να ακουμπά στη μύτη του παπουτσιού του καθενός μέχρι να καλύψουν την απόσταση.
Αυτός που “έβγαινε” πρώτος διάλεγε τους συμπαίκτες του και φυσικά έπαιρνε τους καλλίτερους.
Λεπτομέρειες για το πως παιζόταν ξεχωριστά το κάθε παιχνίδι (σύγκρουση), καθώς και αναμνήσεις από κάποια πρόσωπα και στιγμές του παχνιδιού, θα σας δώσω παρακάτω.



Ο Αντώνης Γιάγκος με την σύζυγό του Γεωργία Μαστροδήμου. Συνταξιούχοι δάσκαλοι και οι δυο τους ζουν μια ειρηνική και ήσυχη ζωή στο σπίτι που με τα χέρια τους κατασκέυασαν.

ΟΙ ΚΛΟΤΣΙΕΣ
   Περιμέναμε ανυπόμονα το χτύπημα του κουδουνιού για το διάλειμμα. Με τα μάτια συνεννοούμασταν, στέλνοντας σήματα και νοήματα προς όλες τις κατευθύνσεις. Το πολεμικό σχέδιο ήταν ήδη έτοιμο για την επόμενη σύρραξη που θα λάμβανε χώρα αμέσως μετά την έξοδο από την αίθουσα. Πολλές φορές ακόμα και πριν σηκωθούμε από το θρανίο. Ναι! Κάποιοι είχαν την ετοιμότητα να ρίχνουν κάτι μουλλωχτές κλοτσιές πριν προλάβεις να πεις κίμινο.
   Κλοτσιές, λοιπόν! Κλοτσιές! Αυτό ήταν το όνομα του παιχνιδού μας. Το πιο δημοφιλές παιχνίδι στο σχολείο μας εκείνη την εποχή. Δεκαετία του 1950! Ωραία χρόνια, ηρωικά ! Χρόνια γεμάτα φτώχια και παλληκαριά, ανέχεια και λεβεντιά! Ναι, η ανέχεια δεν ήταν ντροπή. Ντροπή ήταν ο φόβος, η δειλεία η λιποταξία κι η έλλεψη παλληκαριάς … με όποια σημασία κι αν την εννοεί κανείς.
   Μόλις χτυπούσε το κουδούνι σκοτωνόμασταν να βγούμε έξω τρέχοντας και παρασύροντας τα πάντα και τους πάντες στο πέρασμά μας. Σκοπός μας ήταν να πιάσουμε τις καλές θέσεις! Θέσεις κατάλληλες να αντιμετωπίσουμε τον…εχθρό! Και τέτοιες θέσεις ήταν αυτές που σου επέτρεπαν να έχεις έναν τοίχο στο αριστερό σου χέρι, για να στηρίζεσαι αλλά και για να έχεις φυλαγμένα τα νώτα, κι ελεύθερο το δεξί σου πόδι για να κλοτσάς. Αυτή (η στάση) ήταν κυρίως στάση άμυνας. Η επίθεση γινόταν αλλιώς! Στη θέση άμυνας -για να καταλάβετε- ακουμπούσαμε το αριστερό μας χέρι σε ένα στήριγμα (κυρίως τοίχο) και σηκώναμε το δεξί πόδι όπως το σηκώνει ο σκύλος όταν θέλει να κατουρήσει πλάι σε έναν τοίχο ή κολόνα. Το πόδι έμενε εκεί μετέωρο, αλλά σε ετοιμότητα, περιμένοντας να αποκρούσει ενδεχόμενη επίθεση του αντιπάλου. Με το μάτι μας παρακολοθούσαμε κάθε κίνηση του αντιπάλου και μόλις βλέπαμε το πόδι του να κατευθύνεται προς το σώμα μας τον αποκρούαμε χτυπώντας τον στο καλάμι (κνήμη)! Το χτύπημα δινόταν πλάγια (ως προς το σώμα μας) με τη ακμή του πέλματος ή με ολόκληλο το πέλμα κι όχι με την μύτη του παπουτσιού. Με τη μύτη του παπουτσιού ή με το επάνω μέρος του (κουτεπιέ) χτυπούσαμε μόνο σε επίθεση και μάλιστα αν ο αντίπαλος είχε καμφθεί κι ετρέπετο σε φυγή γυρίζοντάς τα νώτα του. Έτσι ήμασταν σίγουροι πως δεν θα σπάσουμε το δικό μας καλάμι, από την άμυνα του άλλου. Το χτύπημα με τη μύτη το λέγαμε "ζουρνά" ή καρφί ή καρφωτή κλοτσιά! Το χτύπημα με το επάνω μέρος της καμάρας του πέλματος (κουτεπιέ) το λέγαμε…."κουταλάτο", δηλαδή την κλοτσιά αυτή τη λέγαμε "κουταλάτη". Πλάκα είχε όταν δεν βρίσκαμε τοίχο να στηριχτούμε. Τότε βάζαμε κάποιον από τους δικούς μας να μας πιάνει ή καλλίτερα εμείς να πιανόμαστε από τον ώμο του (πολλές φορές κρεμασμένοι κι από το σβέρκο του) κι έτσι προχωρούσαμε με το πόδι σηκωμένο μέχρι να βρούμε την ευκαιρία να δώσουμε το …καίριο χτύπημα. Τα μικροχτυπηματάκια ήταν κάτι σαν τα ξιφουλκήματα και τα ξιφογλειψίματα των ξιφομάχων πριν το θανατηφόρο τρύπημα. Το ίδιο έκαναν και οι ατίπαλοι. Έτσι με το πόδι μετέωρο να πηγαινοέρχεται, πίσω μπρος, δεξιά αριστερά, πάνω κάτω, ζυγιάζοντας με λοξή ματιά τον αντίπαλο, και καραδοκώντας για την κατάλληλη στιγμή που θα πετυχαίναμε τη δυνατή κλοτσιά που θα τον εξουδετέρωνε! Η κλοτσιά στο καλάμι προκαλούσε πόνο κι ανάγκαζε τον αντίπαλο να τσιρίζει από τον πόνο, πέφτοντας κάτω ή χοροπηδώντας στο ένα πόδι αλλά, οπωσδήποτε, εγκαταλείποντας τη μάχη. Η κλοτσιά στο μηρό ή στα οπίσθια δεν πονούσε τόσο αλλά κλόνιζε την ισορροπία κι έριχνε κάτω τον …εχθρό!  Ό,τι κι αν συνέβαινε από τα δυο η μάχη είχε κερδηθεί. Ο αντίπαλος έπεφτε κάτω κι εμείς ορμούσαμε καταπάνω του και τον ταράζαμε στις κλοτσιές.
   Κατά ένα περίεργο λόγο και χωρίς ποτέ να έχει ειπωθεί ρητά, τα χτυπήματα (κι όταν ακόμα ο αντίπαλος ήταν αδύναμος να υπερασπισθεί τον εαυτό του), ήταν μόνο κλοτσιές κι όχι μπουνιές ή σφαλιάρες ή χτυπήματα με ξύλα και πέτρες. Ακόμα κι όταν πιανόταν αιχμάλωτος και τον τραβολογούσαμε σβαρνίζοντάς τον προς τα "εδάφη" μας, μόνο κλοτσιές του δίναμε όλοι όσοι βρισκόμασταν γύρω του εκείνη τη στιγμή. Σε τέτοιες περιπτώσεις έπεφτε πολύ ξύλο. Για να κυριολεκτούμε πολλή κλοτσιά. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε να σωθεί ο αιχμάλωτος: Να βρεθεί κάποιος τολμηρός από την ομάδα του και να ορμήσει αιφνίδια κατεπάνω μας, παρασύροντας κι ανατρέποντας τους πάντες. Τότε, έβρισκε την ευκαιρία ο αιχμάλωτος, αν εν τω μεταξύ δεν είχε λιποθυμήσει από τις κλοτσιές, να το σκάσει με τη βοήθεια του ελευθερωτή του. Οι μάχες δίνονταν στους χώρους γύρω από το σχολείο. Οι αστρέχες του σχολείου ήταν ό,τι καλλίτερο στην αρχή. Επειδή όμως ήταν μικρός ο χώρος, πολύ γρήγορα οι πολεμικές μας επιχειρήσεις εξαπλώνονταν στα υπόστεγα της εκκλησίας της Παναγίας, στο χώρο που βρίσκεται πλάι στο σχολείο ανάμεσα στην Παναγία και τον τοίχο της πλατείας του Αγινκόλα, στο δρόμο που περνάει δίπλα στην πλατεία (προς τη μεριά του Κορδίλα) και φτάνει μέχρι του Ζιούρκα και το καμπαναριό αλλά και από την άλλη μεριά στα στενά του Καρακίτσιου μέχρι και την αυλή του Τσιγάρη. Σ' αυτούς τους χώρους διεξάγονταν οι μάχες των διαλειμάτων.
 Πολλές φορές, μετά το σχολείο, φεύγοντας τα απανάρια από την βορειοανατολική πλευρά, δηλαδή τη δεξιά όπως κοιτάμε προς το σχολείο, κι οι άλλοι, δηλαδή τα ακατνάρια, από το στενό του Καρακίτσιου για τον κεντρικό δρόμο, έκαναν αμφότεροι στροφή και συναντιόνταν στην πλατεία του Αγινκόλα. Εδώ υπήρχε τεράστιο πεδίο δράσης. Πολλά τα ντουβάρια για στήριξη και προφύλαξη, στενά για στρίμωγμα γύρω από το καμπαναριό, ανισοϋψή επίπεδα (πεζούλια) για φόρα κι αιφνιδιασμό αλλά και δέντρα (τότε υπήρχαν δυο έλατα, ακριβώς πάνω από το σχολείο, μια καρυδιά, στην είσοδο της πλατείας, κι ένα κυπαρίσσι, νομίζω) για ελιγμούς και καταφύγιο σε περίπτωση καταδίωξης.
  Αυτές οι συρράξεις που ξεσπούσαν μετά το σχόλασμα ήταν πολύ άγριες κι έφταναν πολλές φορές σε εκδηλώσεις απίστευτης βαρβαρότητας. Διαρκούσαν μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Ευτυχώς που τότε δεν είχαμε ηλεκτρικό. Αλλιώς θα συνεχίζονταν ως τα μεσάνυχτα. Για να είναι κανείς καλός παίχτης (πολεμιστής ή μαχητής, θα έλεγα εγώ) έπρεπε να έχει τόλμη, σβελτάδα, δύναμη στα πόδια και δεξιότητα στη χρήση της κλοτσιάς! Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι παληκαράδες κι από τις δυο πλευρές! Θα αναφέρω όσους θυμάμαι. Από τα απανάρια φόβος και τρόμος ήταν ο Κώστας Ρήγας ή Γκουντής κι οι αδελφοί Πατριώτα. Επίσης δυνατός αλλά όχι τόσο βάρβαρος ήταν ο Τιουτζιούλας. Ο Καραμάνης Στέφανος ή Ζαχιάς ή Ζαφείρης, νομίζω, ίσως και ο αδερφός του Βαγγέλης,  ήταν πολύ μουλοχτός και ερχόταν από κει που δεν τον περίμενες. Σκληρός παίχτης ήταν κι ο Γιάννης ο Σφυρής αλλά κι άλλοι που τώρα μου διαφεύγουν ή δεν είμαι απόλυτα βέβαιος για τα ονόματά τους.
  Από τα ακατνάρια ήταν ο Τάκης ο Καρκαβέλης, οι αδελφοί Ευάγγελος και Νικόλαος Βούρτουρας, ο Νίκος Σουγιάνης, οι Κανδηλάρηδες Γιώργος και Γιάννης, ο Βάιος Μπάτσικας, ο Γκαλιάκης (του Μήτσιου του τσαγκάρη), ο Γρηγόρης Μπλέτσας, ο Βαγγέλης Μούμος, ο Χρήστος Μπελιάς του Κώστα, ο Θωμάς Τσαγκάλης κι άλλοι.

 














Καραμάνης Στέφανος                                    Καραμάνης Ευάγγελος

Ο Κώστας Ρήγας ή Γκουντής σήμερα ζει στην Γερμανία.


ΠΛΑΤΣΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΣ.                                                      ΣΦΥΡΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗ 
........................................................................................................................
   Ωστόσο, θυμάμαι σαν από παραμύθι, κάποιους από παλιότερες ηλικίες, που διέπρεψαν και διακρίθηκαν και σε άλλες παλληκαριές, όπως στο Χιονοπόλεμο, στον πετροπόλεμο στην κλοπή κέδρων κι άλλων παιδικών ανδραγαθιών για την εποχή εκείνη. Ήταν ο Κώστας Κρανιώτης  ο Νίκος Γκουντάρας της Ρήνης ή Κόλλιας, ο Λάκης Γκουντάρας ή Γκαντέμης, ο Φώτης Γουργιώτης του Γρηγόρη κι από τα ακατνάρια ο Μήτσιος  Ευσταθίου της Λίαινας, ο Αλέξης Μασούρας, ο Σταύρος Ποτός, ο Κώστας Καλαγιάς, ο Γιώργος Μπελιάς, ο Βασίλης Βλάχος κι ο αδερφός του Μήτσιος Βλάχος ή Σαλιάγκας κι άλλοι, που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγουν, αλλά  όταν τους θυμηθώ θα τους αναφέρω στη συνέχεια.

  











Φώτης Γουργιώτης                              
                                                           Γκουντάρας Νίκος ή Κόλλιας  












Γκουντάρας Λάκης
ή Γκαντέμης
Κώστας Κρανιώτης



  










Ποτός Σταύρος                                                 Ευσταθίου Δημήτριος

...................................................................................................................................
   Πέρα από όλες τις άλλες πολεμικές αρετές, ικανότητες και δεξιότητες που έπρεπε να έχει ένας καλός παίχτης-πολεμιστής, ειδικά για τις 'Κλοτσιές" έπρεπε να έχει προπαντός καλό και δυνατό όπλο! Το όπλο στην περίπτωσή μας ήταν το …παπούτσι! Τα παπούτσια τότε γίνονταν επί παραγγελία στους τσαγγάρηδες. Ήταν από χοντρό εγχώριο δέρμα με χοντρές (διπλές) σόλες με πεταλάκια και πρόκες. Όσο πιο χοντρά και σκληρά ήταν τα παπούτσια κι όσο περισσότερες πρόκες και πεταλάκια είχαν τόσο πιο δυνατά χτυπήματα έδιναν κι εξασφάλιζαν στον κάτοχό τους πιο μεγάλη μαχητικότητα. Λίγο πολύ όλοι τέτοια παπούτσια είχαμε αλλά μερικοί τα φτειάχναν μόνοι τους ενισχυμένα! Τα γέμιζαν με πρόκες και πεταλάκια. Σε μειονεκτική θέση ήταν όσοι είχαν λαστιχένια ή πέτσινα αλλά ετοιματζήδικα. Ήταν πιο μαλακά κι οι κλοτσιές που έδιναν ανώδυνες. Ο Τάκης ο Καρκαβέλης, από την Αλευριά, είχε τοποθετήσει στις μύτες των παπουτσιών του καρφιά, έτσι ώστε το αιχμηρό άκρον τους, η ακίδα, να βλέπει ίσια μπροστά. Θεωρώ περιττό να πω πως όταν κλοτσούσε με τη μύτη… κάποιοι βέλαζαν από τον πόνο.
Ο Τάκης Καρκαβέλης

http://giagkos.blogspot.com/

http://giagkosantonis.blogspot.com/


http://agiagkos.blogspot.com/m/

Ο ΧΙΟΝΟΠΟΛΕΜΟΣ


   Όταν χιονίζει όλοι λίγο πολύ συνηθίζουν να φτιάχνουν χιονόμπαλες και να τις πετούν ο ένας στον άλλον, μάλλον ως …”φιλοφρόνηση” κι όχι ως …επίθεση. Στη Μελίβοια όταν χιόνιζε γινόταν πόλεμος! Αληθινός πόλεμος!
  Μια χρονιά, δεν πρέπει να πήγαινα σχολείο ακόμα, χιόνιζε για αρκετές μέρες. Κόντευε βδομάδα! Είχε ξεπεράσει το μισό μέτρο, σίγουρα! Πρέπει να ήταν εξήντα ή εβδομήντα εκατοστά του μέτρου. Άνθρωποι και ζώα κλειστήκαμε μέσα για μέρες. Κάποτε σταμάτησε να χιονίζει αλλά η παγωνιά ήταν αβάσταχτη. Περιμέναμε να μαλακώσει ο καιρός να βγάλει ήλιο, για να αρχίσει να το λιώνει.
   Οταν το χιόνι είναι “φρέσκο” ή παγωμένο σαν άχνη δεν κάνει για χιονοπόλεμο. Δε φτειάχνει καλές μπάλες! Γίνονται ανάλαφρες και δεν εκσφενδονίζονται μακριά, διαλύονται στον αέρα. Τις καλές μπάλες τις φτειάχνει το χιόνι που έχει μαλακώσει και ξεκίνησε η διαδικασία της τήξης. Τότε …"ζυμώνεται"! Πλάθεται σαν να είναι λάσπη! Σκέτος πηλός! …και φτειάχνει κάτι μπάλες σφιχτές και σκληρές σαν κοτρώνες! Σ’ αυτή τη φάση το χιόνι ειναι κατάλληλο για χιονοπόλεμο.
   Τις επόμενες μέρες ο καιρός μαλάκωσε αρκετά. Φύσηξε νοτιάς, και παρόλο που είχε συννεφιά, το χιόνι άρχισε να σιγολιώνει. Ύστερα έβγαλε κι ήλιο.
   Κάποιο μεσημέρι, λίγο μετά τις δώδεκα, τα παιδιά του σχολείου είχαν σχολάσει και πήγαιναν στα σπίτια τους. Ναι, μην παραξενεύεστε! …σχόλασαν, διότι θα πήγαιναν ξανά το απόγευμα μετά τις τέσσερις. Έτσι γίνονταν τότε. Οι μαθητές είχαν μάθημα πρωί κι απόγευμα, εκτός από την Τετάρτη και το Σάββατο.
   Από το σπίτι μου είδα απέναντι στα μαγαζιά και στου Παρπαγατζή μερικές ομάδες να ανταλλάζουν χιονόμπαλες. Δε βαριέσαι! …ψιλοπράματα! Αυτό δεν ήταν χιονοπόλεμος! Ήταν χαριεντισμοί! Και ξάφνου μες στην μεσημεριανή ησυχία ακούστηκε η ιαχή του πολέμου:
- ΑΕΡΑΑΑΑΑ!!! Αέρα στα Ακατνάρια!
Έστριψα και κοίταξα αριστερά μου, ψηλά στα Μπαϊρια. Τρεις τέσσερις –κι όσο πήγαινε πλήθαιναν- σκούρες φιγούρες έτρεχαν μες στα χιόνια, σήκωναν τα χέρια φωνάζοντας κι έκαναν τούμπες στο χιόνι.
- ΑΕΡΑΑΑΑΑ! …αυτή τη φορά ακούστηκε από τη μεριά της Αλευριάς, κάπου εκεί στου Μούμου και του Κοζάκη τα πλάγια.
 Σε λίγο οι ιαχές πλήθαιναν! Στου Ζιάκα το μπαϊρι και πιο πάνω στου Κουβαρά είδα παιδιά να ανηφορίζουν. Τραβούσαν κατά τα Βλαχαίικα. Την ίδια στιγμή άλλοι ακούστηκαν να φωνάζουν ΑΕΡΑ  πιο πάνω από το σπίτι μου κοντά στου Μιχάλη του Φόρου, κι ανέβαιναν προς τον Αγιοθωμά, άλλοι από την πλαγιά του Τιλιλή κι άλλοι από το σοκάκι του Φυτιλή και του Ευσταθίου.


Φωτογραφία του '60 που δείχνει τμήμα της Αλευριάς και την εκκλησία στην κορυφή

   Δεν ξέρω αν είχαν συνενοηθεί από πριν στο σχολείο ή ήταν αρκετό το κάλεσμα της κραυγής που ακούστηκε από τα Μπαΐρια της Γκορτσιάς. Εκείνο που ξέρω είναι πως δεκάδες παιδιά ανηφόρισαν από όλα τα σοκάκια και συγκεντρώθηκαν στον Αγιοθωμά σε χρόνο μικρότερο από το ένα τέταρτο της ώρας. Το ίδιο έγινε κι από την άλλη μεριά. Τα κάτασπρα από χιόνι πλάγια, μαύρισαν τώρα από παιδιά! Από του Ριζούλα το σπίτι ανηφόριζαν προς του Σφήνιου κι ύστερα στου Καλαθά και στα Μπαϊρια.
Γέμισαν τα Μπαϊρια! Τσούρμο ολόκληρο τα Απανάρια, εκατό ή εκατόν είκοσι παιδιά. Άλλα τόσα από την άλλη μεριά τα Ακατνάρια.

  Βλέποντας όλα αυτά τα παιδιά να ανηφορίζουν φωνάζοντας ΑΕΡΑ, ενθουσιάστηκα! Ξύπνησε μέσα μου ο ήρωας. Κοίταξα ολόγυρα κι αφού διαπίστωσα πως κανένας από τους δικούς μου δε με έβλεπε, ούτε η γιαγιά ούτε τ’ αδέρφια μου, τόσκασα κι άρχισα να ανηφορίζω προς τον Αγιοθωμά. Τέτοιο πανηγύρι δεν ήθελα να το χάσω.
   Οι δυνάμεις παρατάχτηκαν δεξιά κι αριστερά από το ρέμα που βρίσκεται πλάι στον Αγιοθωμά. Άρχισαν να ετοιμάζουν τα πολεμοφόδια. Έφτειαχναν μπάλες (σβώλια τα λέγαμε εμείς τότε) και τις στοίβαζαν μπροστά τους, ο καθένας στη θέση του, αυτή που διάλεξε για να πολεμήσει.
   Στην αρχή πετούσαν τις μπάλες από μακριά. Σημάδευαν κάποιον και προσπαθούσαν να τον πετύχουν. Μερικοί έπαιρναν δυο τρεις μπάλες στις τσέπες και προχωρούσαν πιο κοντά στον αντίπαλο. Το ίδιο έκαναν κι από την άλλη μεριά. Αυτές οι κινήσεις ήταν κάτι σαν δόλομα, παραπλανητικές. Προσπαθούσαν κι οι δυο να παρασύρουν τον αντίπαλο μέχρι να τον απαμακρύνουν από τους συντρόφους του, να τον ξεμοναχιάσουν, και να πέσουν όλοι επάνω του.
  Όταν το κατόρθωναν επακολουθούσε το “λούσιμο”. Λούσιμο λέγαμε το πασάλειμα με χιόνι. Έριχναν κάτω τον αντίπαλο και του έτριβαν χιόνι στη μούρη. Του γέμιζαν το σβέρκο και τον κόρφο. Μέχρι και στα παντελόνια του βάζανε χιόνι.
   Είχα κουρνιάσει στην πόρτα του Αγιοθωμά και παρατηρούσα. Κάπου κάπου τολμούσα να ανέβω μέχρι το λοφίσκο που είναι πλάι στην εκκλησία κι από κει να παρατηρώ τις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο ήλιος του μεσημεριού -ας ήταν χειμωνιάτικος- έλαμπε κι έτρωγε λαίμαργα με τις ακτίνες του το χιόνι. Όσο περνούσε η ώρα το νερό στο ρέμα αβγάτιζε. Γινόταν ορμητικός χείμαρος και εμπόδιζε την άνετη πρόσβαση και το πέρασμα στην αντίπερα όχθη. Μόνο πατώντας πάνω σε πέτρες, που ήταν διάσπαρτες στην κοίτη του ρέματος, μπορούσες να περάσεις απέναντι. Χρειαζόταν μεγάλο άλμα κι ισορροπία.
  Ο ήλιος έλαμπε και τύφλωνε τα μάτια. Το κρύο, όμως, ήταν τσουχτερό! Όταν λιώνει το χιόνι το κρύο σε διαπερνά και φτάνει ως το κόκκαλο. Είχα αρχίσει από ώρα να τουρτουρίζω κι ένιωθα τα πόδια μου να παγώνουν, …αλλά δεν ήθελα να φύγω. Όχι! Τέτοια εμπειρία δεν ήθελα να τη χάσω!
   Οι ομάδες, τα Ακατνάρια και τα Απανάρια, ήταν ακόμα παραταγμένες η μια απέναντι στην άλλη με διαχωριστική γραμμή το ρέμα. Αυτή η αντικρυστή παράταξη δεν θα βαστούσε για πολύ. Οι αρχηγοί των ομάδων ετοιμάζονταν να κάνουν γιουρούσι. Για να κάμεις γιουρούσι χρειαζόταν τόλμη, γρήγορο τρέξιμο και δύναμη. Έπρεπε σε κάποια στιγμή που οι αντίπαλοι δεν το περίμεναν να ορμήσεις αιφνιδιαστικά αψηφώντας τις βολές των αντιπάλων, να σπάσεις τη γραμμή του μετώπου παρασύροντας και ρίχνοντας κάτω όσους συναντούσες, να περάσεις στο εχθρικό έδαφος έτσι ώστε να βρεθείς στα νώτα του αντιπάλου. Και, φυσικά, χωρίς να σε πιάσουν! Αυτό δεν μπορούσε να το κάμει ο καθένας. Μόνο ο Μήτσιος της Λίαινας, ο Σταύρος ο Ποτός, ο Σταύρος του Θύμιου (Ευθυμίου) ή ο Αλέξης ο Μασούρας είχαν το θάρρος να το αποτολμήσουν.
   Όλοι αυτοί είναι πολύ μεγαλύτεροι από μένα. Εγώ, όπως είπα, δεν πήγαινα ακόμα σχολείο και δεν τους ήξερα από κοντά. Είχα ακουστά, όμως, για όλους. Ήταν κατά κάποιο τρόπο οι ήρωες των παιδικών μας χρόνων. Όταν πήγα στην πρώτη τάξη, μερικούς από αυτούς τους πρόλαβα να είναι στην πέμπτη ή να τελειώνουν. Ναι, θυμάμαι ακόμα το Σταύρη τον Ποτό την ημέρα που πηγαίναμε για τα ενδεικτικά, τελειώνοντας εγώ την πρώτη τάξη κι εκείνος το δημοτικό, να με πειράζει (στη Μεγάλη Βρύση καθώς πηγαίναμε για το σχολείο) και να μου λέει πως …ξέρει, τάχα το έμαθε από τη δασκάλα, πως θα ρίξω “κανόνι”. Έτσι λέγαμε για όποιον έμενε στην ίδια τάξη: έριξε κανόνι! Θυμάμαι ακόμα τον -φίλο μου και κουμπάρο- Σταύρο Μούμο να φωνάζει στα διαλείμματα το μπάρμπα-Σταύρη Ποτό να τον προστατέψει. Τον είχε θείο ο Μούμος!
   Ο Μήτσιος της Λίαινας έμεινε πιο πάνω από το σπίτι μας. Δυνατό παιδί και σκληραγωγημένο. Τα έβγαζε πέρα σε όλα όσα καταπιάνονταν παρόλο που το ένα χέρι του …είχε ελάττωμα. Το είχε σπάσει. Ανέβηκε στην τζιρνικιά μας να κλέψει τζινιρίκια, αλλά καθώς, ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα του μαγειριού μας και βγήκε η γιαγιά μου, τρόμαξε, πανικοβλήθηκε, πήδησε απρόσεκτα από τη τζιρνικιά …. κι έσπασε το χέρι. Εκείνα τα χρόνια δεν πήγαιναν σε ορθοπεδικούς όταν έσπαζαν χέρια και πόδια. Πήγαιναν στη θεια την Κατερίνη Μπεϊνού τη μαμή. Φαίνεται πως η θεια δεν του το έβαλε καλά, και του έμεινε στραβό.
   Τα Απανάρια είχαν για αργηγό και παλληκαρά το Λάκη τον Γκαντέμη. Τότε δεν τον ήξερα. Το όνομα μόνο άκουγα. Τον είδα από κοντά χρόνια αργότερα. Ήταν επίσης κι ο Φώτης Γουργιώτης, του Λιόλιου, νομίζω. Κι αυτός παράτολμος και δυνατός.
  Το γιουρούσι έγινε από τη μεριά μας. Τα Ακατνάρια με επικεφαλής κάποιον από αυτούς που ανέφερα, όρμησαν αιφνιδιαστικά κάποια στιγμή, πέρασαν -καμιά δεκαπενταριά- ανάμεσά τους, τους παρέσυραν, τους σβάρνισαν, τους διέλυσαν και βρέθηκαν στα νώτα τους. Τα Απανάρια βρέθηκαν στη μέση από δυο ομάδες να δέχονται από παντού μπαλιές. Βλέποντάς τους να τα έχουν χαμένα, ξεσπάθωσαν ακόμα κι οι αδύναμοι και δειλοί. Έτρεχαν με ορμή κι ενθουσιασμό φωνάζοντας ΑΕΡΑ!!!
-Αέρα στ’ Απανάρια! Λούστε τους!
Αφού μέχρι κι εγώ ξεκούρνιασα από την πόρτα του Αγιοθωμά, όπου πάλι είχα καταφύγει, κι άρχισα να τρέχω προς το ρέμα. Είδα κι έπαθα να περάσω απέναντι. Τα παπούτσια μου γέμισαν νερό. Έφαγα και μια τούμπα, χτύπησα στα γόνατα αλλά δεν το έβαλα κάτω. Μουσκεμένος και χτυπημένος –μισοκούτσαινα- έτρεχα μαζί με τους άλλους στην πλαγιά που είναι απέναντι από τον Αγιοθωμά, εκεί που τώρα έχει σπίτι ο Θόδωρος του Σουσού –τότε δεν υπήρχε γιατί πολύ αργότερα κτίστηκε- και κατευθυνόμουν προς τα Μπαΐρια. Ήδη οι πρώτοι είχαν φτάσει στα Μπαΐρια και πλησίαζαν τα πρώτα σπίτια της Γκορτσιάς.
   Ξαφνικά, όμως έγινε το ανεπάντεχο: Τα Απανάρια έκαμαν αντεπίθεση! Τα Ακατνάρια άρχισαν να υποχωρούν. Περνούσαν δίπλα μου τρέχοντας και με αφήναν μόνο ανυπεράσπιστο στο εχθρό. Είχα φτάσει μέχρι την πηγή, μια βρύση στην άκρη της ράχης, εκεί που αρχίζουν τα πλάϊα, από όπου έπαιρνε νερό τότε ο μαχαλάς της Γκορτσιάς. Δεν ήταν εύκολο να γυρίσω πίσω! Τα 'χασα! Στο μέρος αυτό το χιόνι δεν είχε λιώσει καθόλου. Είχε μάλιστα κάτι ανεμοσούρια με μεγάλο βάθος. Βούλιαξα!!
Και τότε είδα μια ομάδα να έρχεται καταπάνω μου.
-Λούστε τον! Ακατνάρι είναι! Λούστε τον, φώναζε κάποιος!
-Πάνου τ’, πάνου τ’, ούρλιαξε κάποιος άλλος κι ώρμησαν.
Θα με είχαν λούσει, αλλά ευτυχώς βρέθηκαν οι Γκουνταραίοι: ο Νικόλας κι ο Οδυσσέας. Ήμασταν συγγενείς από το σόι του πατέρα μου και με γνώριζαν. Αυτοί με έσωσαν.

Γκουντάρας Οδυσσέας του Θύμνιου.

   Τρέμοντας από το φόβο μου, με δάκρυα στα μάτια και την αντηλιά να με θαμπώνει, κατηφόρησα στην πλαγιά, αλλού πατώντας κι αλλού πέφτοντας κι έφτασα, κατρακυλώντας σχεδόν, στο ίσιωμα του Ντουκούζα –κάπου εκεί που αργότερα έκτισε ο Τσιαούσης- κι ύστερα κατευθεία κάτω στο ρέμα του Κουβαρά.
   Όταν έφτασα στο σπίτι μου, τα πόδια μου ήταν ξεπαγιασμένα. Τελείως ξερά κι αναίσθητα. Πήγα να τα ζεστάνω στη φωτιά! Ευτυχώς όμως βρέθηκε η γιαγιά μου και μου τα ξεπάγωσε με χλιαρό νερό που έβαλε σε μια λεκάνη. Έτσι γλίτωσα τα κρυοπαγήματα αλλά το κρυολόγημα και τη γρίπη δεν τη γλίτωσα. Δυο βδομάδες έκαμα να συνέλθω με βήχα και σαράντα πυρετό.


http://giagkos.blogspot.com/Αντώνης Γιάγκος

http://giagkosantonis.blogspot.com/
http://agiagkos.blogspot.com/m/


ΖΩΓΡΑΦΟΣ
Νίκαια Λάρισας
(ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕ ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ)

  Τον  Ζωγράφο Αντώνη Γιάγκο μπορείτε να τον βρείτε στο: giagkos.blogspot.com -  blog zografiki giagkos k antgiagkos@yahoo.gr
ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΙΑΓΚΟΣ
ΖΩΓΡΑΦΟΣ
ΝΙΚΑΙΑ ΛΑΡΙΣΑΣ

2011. Ένα τμήμα της Αλευριάς
Η Αλευριά όπως φαίνεται από τη Γκορτσιά .


  N.T. Τοποθετούσα διάφορα στο κομπιούτερ και μεταξύ αυτών είχα τοποθετήσει και τον χιονοπόλεμο που έγραψε ο Ζωγράφος Αντώνης Γιάγκος. Οι επισκέπτες  melivoia.blogspot έφθασαν, χθες, τους εκατό. Βέβαια κάποια άλλη ημέρα οι επισκέπτες ήταν εκατόν σαράντα οχτώ. Η χαρά μου ήταν μεγάλη και θέλησα να γράψω δυο λόγια στον φίλο μου τον Αντώνη που αργότερα απάντησε με λόγια που θα ήταν άδικο να τα κρατήσω για τον εαυτό μου και να μην τα μοιραστώ με όλους εσάς που κατάγεστε από την Μελίβοια ή και εσείς που για τους δικούς σας λόγους παρακολουθείτε το melivoia.blogspot.


On 11 Μαϊ 2011, at 12:01 π.μ., Νικόλαος Τσιντσιράκος wrote:
    Φίλε, Αντώνη, σήμερα οι επισκέπτες φτάσαν του 100. Χαίρομαι γιατί βλέπω ότι οι κόποι μας δεν πάνε χαμένοι και ότι αυτά που γράφονται στο blog είναι καλά και τα χρειάζονται όλοι και περισσότερο οι Μελιβοιώτες που το παρακολουθούν.


Απο: Antonis
Προς: Νικόλαος Τσιντσιράκος
Κοιν.: Antonis
Στάλθηκε: 1:11 π.μ. Τετάρτη, 11 Μαΐου 2011
Θεμα: Re: OI ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΤΟΥ BLOG


Φίλε μου Νίκο, καλησπέρα ή και καλημέρα!

   Πολύ χαίρομαι που τα κείμενά μου αρέσουν στους συγχωριανούς μας. Κι εμένα μου αρέσει όλη αυτή η αναδρομή στο παρελθόν. Είναι σαν να ξαναζώ τα παιδικά μου χρόνια. Πολύ συγκινήθηκα βλέποντας τις φωτογραφίες όλων αυτών των γνώριμων προσώπων που δημοσίευσες. Μπράβο σου! Βλέποντάς τους θυμάμαι ακόμα κι αυτούς που ο χρόνος μπέρδεψε την εικόνα τους στο μυαλό μου και την ξεθώριασε. Κάνεις πολύ καλή δουλειά με το φωτογραφικό σου αρχείο. Ποτέ δεν περίμενα πως θα ξανάβλεπα αυτά τα πρόσωπα. Μου είναι όλοι τους τόσο γνώριμοι και τόσο προσφιλείς. Πραγματικά, πολύ το ευχαριστήθηκα. Προσωπικά θέλω να αναφέρω τα ονόματα που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες μου. Σου είπα, όμως, πως δεν θυμάμαι πάντα τα ονόματά τους. Όταν τους βλέπω στις φωτογραφίες ή τους αναφέρεις εσύ, λέω: Ναι, αυτός ήταν! ...τον θυμάμαι! Από μόνος μου, όμως, για πολλά πρόσωπα δεν είμαι σίγουρος για το όνομά τους. Σε κάποιο κείμενο, παραδείγματος χάρη, είχα αναφέρει τη Μποϊλού και την αποκάλεσα κυρά Μαρία! Σε κάποια στιγμή, όμως, που έφερα στη μνήμη μου τα λόγια του Μουσίκου που έλεγε για να ξεφορτωθεί τους πιτσιρικάδες που πήγαιναν για δυο δεκάρες καραμέλες κι αυτός δεν ήθελε να διακόψει την πρέφα: -Παρακάτ(ου), στ' θεια τ' Χρυσή! ...θυμήθηκα πως την έλεγαν: Χρυσή, κι όχι: Μαρία. Τέτοια μπερδέματα μου συμβαίνουν και με άλλα ονόματα. Μην ξεχνάς πως πολλούς από αυτούς έχω να τους δω, αλλά κι να αναφέρω το όνομά τους, πενήντα δυο χρόνια. Δηλαδή από το 1959 που έφυγα. Τέλος πάντων.
  Οι νέες (2011) φωτογραφίες που μου έστειλες είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Μόνο που δεν μπορώ να γνωρίσω...τίποτα! Πολύ άλλαξαν όλα τα μέρη. Τίποτα δεν είναι όπως τότε. Θα τις μελετήσω όμως και θα προσπαθήσω να κάμω αναγνώριση.
  Έχω έτοιμο το επόμενο με τίτλο: Ο ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟΣ. Πριν όμως περιγράψω τον πετροπόλεμο βρίσκω την ευκαιρία να μιλήσω και για άλλα πράγματα, όπως οι αετοί, οι κούνιες κι άλλα. Αν μπορέσω να το ξαναδώ και να κάμω διορθώσεις ως το πρωί που θα πάω για ύπνο, ίσως σου το στείλω.
   Όσο για την ενότητα: ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ, έχω πολλά ακόμα να γράψω. Ούτε το ένα πέμπτο, νομίζω, δεν καλύψαμε! Για μένα είναι μια θαυμάσια ευκαιρία να τα καταγράψω. Το γεγονός ότι βρήκα κι έτοιμο αναγνωστικό κοινό, είναι ό,τι καλλίτερο. Αν η επισκεψιμότητα που λες αυξήθηκε κι εξ αιτίας μου, τότε είναι διπλή η χαρά και η ικανοποίηση. Ειλικρινά σε ευχαριστώ που μου έδωσες την ευκαιρία να επικοινωνήσω με τους συγχωριανούς και την ....ιστορία μας!


Aντώνης Γιάγκος
ΖΩΓΡΑΦΟΣ
Νίκαια Λάρισας
antoniasgiagkos@gmail.com


Ο ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟΣ
Ανοιξιάτικες εξορμήσεις και αφορμές για συγκρούσεις.
«Άμα τω ήρι αρχομένω».
   Έτσι αρχίζει ο Θουκιδίδης την αφήγηση του Πελοποννησιακού πολέμου. Την άνοιξη άρχιζαν οι πόλεμοι. Το χειμώνα οι ήρωες επαναπαύονταν στις δάφνες τους κι έτρωγαν από τα έτοιμα. Μόλις ερχόταν η άνοιξη, όμως, ετοιμάζονταν για νέες περιπέτειες και νέα κατορθώματα.
   Κάπως έτσι συνέβαινε και στα δικά μας χρόνια (μιλώ πάντα για τη δεκαετία του '50). Μόλις έμπαινε η άνοιξη, ξεχυνόμασταν στις εξοχές. Η άνοιξη έχει αυτή την ιδιότητα: Ξυπνάει μέσα σου τη φυσιολατρία, τη βουκολική διάθεση, τον έρωτα αλλά και τον πόλεμο. Άλλωστε, Μάρτης θα πεί πόλεμος: Mars για τους Λατίνους είναι ο δικός μας Άρης!
   Η φύση σε γαληνεύει αλλά και σου αφυπνίζει ένστικτα ζωώδη: Αυτοσυντήρηση κι επιβίωση του ατόμου, αλλά και διαιώνιση του είδους. Άρης κι Αφροδίτη. Κι ύστερα ο Βάκχος κι ο Πενθέας που κατασπαράζεται διότι θαύμασε κρυφά την ομορφιά της ζωής και θέλησε να γνωρίσει τα μυστήριά της. Η φύση, ο έρωτας, η καταδίωξη, ο πόλεμος. Και το μυστήριο της ζωής είναι ακριβώς αυτό: Κάθε τι όμορφο, σπουδαίο και μεγάλο γεννιέται μέσα από τη σύγκρουση. Μέσα από τον πόνο βγαίνει η ηδονή, μέσα από το θάνατο η ζωή. Μέσα από την αντίφαση η κατάφαση. Ολόκληρη η φύση μια υπέροχη αντίφαση. Ολόκληρη η ζωή μια σύγκρουση. Ηδονή που φέρνει τον πόνο, δημιουργία που ξυπνάει αισθήματα καταστροφής. Ένα υπέροχο χαρμάνι αισθημάτων, ορμών, ενστίκτων, αξιών, και επιδιώξεων που δίνουν κίνηση και δράση, αλλά κι ιδιαίτερο νόημα στη ύπαρξή μας.
   Η πρώτη έξοδος προς τη φύση γινόταν με το κουβάλημα των κέδρων για την αποκριάτικη φωτιά. Η άλλη ευκαιρία ήταν, μάλλον, ...αγγαρεία. Βγάζαμε τα μανάρια τις Κυριακές και τις γιορτές για βοσκή, διότι αυτές τις μέρες είχε αργία ο βοσκός, -τον είχαμε με το μήνα- που βοσκούσε τα μανάρια του χωριού. Υπήρχαν δυο τέτοιοι τσοπάνηδες στο χωριό. Ο ένας για τους κάτω μαχαλάδες, συγκέντρωνε τα γίδια (γίδια είχαμε, όχι πρόβατα ή γελάδια) στον Υψωμένο τον Πλάτανο στην είσοδο του χωριού, όπως ερχόμαστε από την Αγιά. Ο άλλος συγκέντρωνε τα γίδια των επάνω μαχαλάδων στην Πατσιούκα.
   Οι άλλες δυο ευκαιρίες για έξοδο προς τη φύση, είχαν σχέση, καθαρά, με την ψυχαγωγία μας. Ήταν οι κούνιες κι οι χαρταετοί. Τα απογεύματα της Κυριακής ή κάποιας γιορτής (αργίας) τα μεν αγόρια βγαίναμε να πετάξουμε τους αετούς τα δε κορίτσια μαζεύονταν σε παρέες μικρές ή μεγάλες κι έφτειαχναν κούνιες στα ψηλά δέντρα που υπήρχαν γύρω από το χωριό ή και μέσα στο χωριό.
   Η κούνια γινόταν πρόχειρα με ένα σκοινί. Τριχιά το λέγαμε εμείς. Αλλού το λένε «φόρτωμα». Ήταν το σκοινί που χρησιμοποιούσαμε στο φόρτωμα των μουλαριών. Βρίσκαμε ένα δέντρο που να απλώνει ένα κλωνάρι μακριά από το κορμό του, ρίχναμε το σκοινί, δένοντας μια πέτρα στην άκρη του, να περάσει πάνω από το κλωνάρι, κι ύστερα απλώς το δέναμε κάτω κι η κούνια ήταν έτοιμη. Το πολύ-πολύ να βάζαμε κάτω ένα τσουβάλι ή ένα χαλάκι ή μια ζακέτα - κάτι μαλακό, τέλος πάντων- για να μη μας κόβει το σχοινί. Τα κορίτσια κουνιόταν με τη σειρά. Ένα κορίτσι στην κούνια και τα άλλα από πίσω ή από το πλάι έσπρωχναν να πάει η κούνια όσο γίνεται ψηλότερα. Τα αγόρια, συνήθως τα μικρότερα, έπιαναν θέση πιο κάτω και περίμεναν τη στιγμή που -συνήθως ποτέ δεν έρχόταν- θα ανασηκώνονταν τα φουστάνια και φαινόταν τα γυμνά πόδια, ίσως και κάτι περισσότερο.
   Δέντρα κατάλληλα για το κρέμασμα μιας κούνιας ήταν αρκετά στο μαχαλά μας. Στον Αγιοθωμά υπήρχαν τρεις ή τέσσερις θεόρατες βαλανιδιές.

Οι "Αλευρίσοι"Λαδάς Δημήτριος, Ποτός Σταύρος, Βαλάρης Γιώργος . 2011 στον Αγιοθωμά, και πίσω τους η Βελανιδιά που γίνονταν  οι κούνιες.

 Απέναντι –πιο νότια- ήταν ένα ισιάδι που το λέγαμε στου Κοσμά ή του Αγίου Κοσμά. Είχε δυο τεράστια πλατάνια. Το ένα, νομίζω, υπάρχει ακόμα. Δηλαδή, η κουφάλα του και λιγοστά κλωνάρια.
Ο Πλάτανος του Κοσμά
...........................................................................
   Τότε τα πλατάνια ήταν πολύ ψηλά και με φουντωμένες φυλλωσιές. Είχαν πολλά κλωνάρια από τα οποία μπορούσες να κρεμάσεις μια κούνια. Το μπαϊρι ήταν καταπράσινο κι είχε και νερό που έφτανε από την Κρυόβρυση ως εκεί.

   Η Κρυόβρυση. Πενήντα μέτρα ΒΔ του ρέματος της Γεωργίτσας.
Αυτό το νερό έφτανε στον πλάτανο του Κοσμά και από εκεί έπερνε νερό ο πάνω μαχαλάς της Αλευριάς. Από αυτό το σημείο που είναι η πηγή περνούσε μουλαρόδρομος που έφτανε μέχρι την Νιβόλιανη. Από αυτό το μέρος πέρασε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός όταν από την Νιβόλιανη  ήρθε στο χωριό μας και μίλησε εκεί που σήμερα είναι ο "Πλάτανος του Κοσμά". 
...............................................................................
  Ένα άλλο πλατάνι, κατάλληλο για κούνια, ήταν στου Μούμου. Επίσης υπήρχε ένα άλλο, πραγματικά θεόρατο, πλατάνι στου Σφήνιου. Κι εκεί έφτειαχναν κούνια αλλά και στα Μπαϊρια υπήρχαν δέντρα κατάλληλα. Έβλεπα από το σπίτι μου να κουνιούνται τα παιδιά αλλά ποτέ δεν έτυχε να βρεθώ εκεί και να δω από κοντά που έφτειαχναν τις κούνιες τους.
  Το μεγαλύτερο «μάζωμα» γινόταν στου Κοσμά τον πλάτανο. Εκεί τα είχε όλα. Πλατάνια για κούνιες, νερό, όμορφο μέρος ανοιχτό, ίσιωμα (τα ισιώματα πολύ μας γοήτευαν διότι ήταν σπάνια στο χωριό) και αέρα για το πέταγμα των αετών από τα αγόρια. Εδώ συνδυάζονταν όλα. Γινόταν μεγάλο πανηγύρι τις κυριακές και τις γιορτές. Εκεί μαζευόμασταν όλοι.
  Το ίδιο γινόταν στα Μπαϊρια για τα παιδιά των επάνω μαχαλάδων. Τότε δεν υπήρχαν οι καφετέριες για τους έφηβους. Ούτε οι παιδικές χαρές για τα πολύ μικρά παιδιά. Άλλο σεργιάνι δεν είχαμε. Ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία οι κούνιες για να χαρούν οι μικρότεροι το παιχνίδι τους και οι μεγαλύτεροι να ...«γαμπρίσουν»! Οι κοπέλες έρχονταν στις κούνιες με τα καλά τους. Και τα παλληκαράκια επίσης. Κλεφτές ματιές, χαμόγελα κρυφά, υπονοούμενα και ψεύτικες προσποιητές ντροπές για να μην προδωθεί το ενδιαφέρον. Από την άλλη τα αγόρια έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τραβήξουν το ενδιαφέρον των κοριτσιών επιδεικνύοντας τόλμη, δύναμη, δεξιοτεχνία, ... την οποιαδήποτε δεξιοτεχνία και το οποιοδήποτε ταλέντο διέθεταν, υπαρκτό κι ανύπαρκτο.
   Όλα όσα ανέφερα μέχρι τώρα δεν είναι άσχετα με το θέμα που ξεκίνησα να αναπτύξω, δηλαδή τον πετροπόλεμο. Ίσα-ίσα που όλα αυτά μπορούσαν να δώσουν μια θαυμάσια αφορμή για μια σύρραξη. Τα αίτια δεν έχουν σημασία. Για την αυτοδικαίωση των παρατάξεων αυτό που χρειάζεται είναι μια καλή αφορμή.  Άλλωστε, έτσι συμβαίνει και με τους πολέμους των μεγάλων. Η αφορμή μετράει! Πρώτον, διότι δίνεται μια φορά η κάθε μια και δεν πρέπει να τη χάσεις. Ύστερα, δίνει μια απόλυτα ευλογοφανή δικαιολογία για να …παρασπονδήσεις. Η αιτία ή οι αιτίες υπάρχουν μόνιμα κι είναι άσχετες με την αφορμή. Πολλές φορές παράλογες ή και …ανύπαρκτες!
  Κάπως έτσι γίνονταν και με τους πολέμους των δυο ομάδων του χωριού μου: Τα Απανάρια και τα Ακατνάρια.
  Το κλέψιμο των κέδρων ήταν μια θαυμάσια αφορμή για να αρχίσει ο πόλεμος. Τα Ακατνάρια, πολλές φορές, έστηναν ενέδρα στα Απανάρια καθώς επέστρεφαν από την κοπή των κέδρων και τους τα άρπαζαν. Μερικές φορές αποτολμούσαν να πάνε και στο χώρο που τα αποθήκευαν και τα φύλαγαν. Καλλίτερη τοποθεσία για την ενέδρα ήταν το σημείο που αργότερα έγινε το υδραγωγείο. Πήγαιναν ως εκεί κρυφά, παίρνοντας όλες τις προφυλάξεις, και περίμεναν πίσω από βράχους, ρείκια ή πουρναριές, μέχρι να κατέβει η ομάδα σβαρνίζοντας τα δεμένα κέδρα που έκοψε στην περιοχή του Αϊ-Θανάση. Άρπαζαν αιφνιδιαστικά τα κέδρα και τα κατρακυλούσαν στην πλαγιά.
  Μια άλλη καλή αφορμή κι ευκαιρία για σύρραξη έδιναν οι χαρταετοί. Στο χωριό μας ο πιο συνηθισμένος άνεμος είναι ο βοριάς (χιονιάς ή βαρδάρης που έρχεται από το Θερμαϊκό ακολουθώντας τα παράλια). Φυσούσε, δηλαδή, πιο συχνά από τη Γκορτσιά προς την Αλευριά, και πολύ σπάνια, μέχρι καθόλου, από την Αλευριά προς την Γκορτσιά. Αυτή η λεπτομέρεια σε άλλη περίπτωση δεν θα είχε καμιά σημασία και θα περνούσε απαρατήρητη. Για το πέταγμα των χαρταετών, όμως, η κατεύθυνση του ανέμου έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία.
   Σε περίπτωση που κοβόταν ο σπάγγος (καλούμπα) από έναν αετό της Αλευριάς, καθώς είχε σηκωθεί από του Κοσμά τον πλάτανο, ανάλογα με την ταχύτητα του ανέμου, θα πήγανε στο Λάκκο της Γιωργίτσας, απέναντι στα Μπαντέμια ή το πολύ-πολύ να έφτανε στη Μπούρκα αν φυσούσε πολύ δυνατά.

   Δυτικά της Αλευριάς υπάρχει χωματόδρομος που οδηγεί στον Αγιοθανάση. Λίγα μέτρα από την άσφαλτο υπάρχουν οι ποτίστρες που γεμίζουν από την Κρυόβρυση που η πηγή της  είναι εκατόν πενήντα μέτρα δυτικά από τις ποτίστρες ή πενήντα μέτρα ΒΔ από το ρέμα της Γιωργίτσας που θα το βρούμε πηγαίνοντας, δεξιά του δρόμου όπως δείχνει η φωτογραφία. Στη μέση της φωτογραφίας είναι τα "Μαντέμνια". Αυτή η περιοχή πήρε την ονομασία της, λόγω του ότι σ' αυτό το μέρος οι Μελιβοιώτες έβγαζαν πλάκες για τις "βρεπίδες" . Σ' αυτό το μέρος έπεσε το γερμανικό αεροπλάνο το 1944 που μετέφερε αξιωματικούς από την Λάρισα για την Θεσσαλονίκη. Επέζησαν  μερικοί και ένας από αυτούς επισκεύτηκε την περιοχή πριν μερικά χρόνια.
......................................................................................................
   Σε περίπτωση που κοβόταν η καλούμπα κάποιου αετού που σηκώθηκε (υψώθηκε, λέγαμε τότε) από τα Μπαΐρια, θα ερχόταν κατευθεία στην Αλευριά. Μιλάμε, βέβαια, για τους μεγάλους αετούς και με καλούμπα πολλών μέτρων. Οι μεγάλοι αετοί είχαν στο σκελετό τους καλάμια που ξεπερνούσαν το ένα μέτρο. Βέβαια, δεν μπορώ να πώ με σιγουριά πόσο ύψος είχαν ακριβώς, αλλά θυμάμαι πως κάποιοι μεγάλοι αετοί έφταναν στο μπόι μας. Υπολογήστε, λοιπόν, πως ήταν στο ύψος ενός δεκάχρονου ή εντεκάχρονου παιδιού.
  Τέτοιους αετούς λίγοι μπορούσαν να έχουν. Στη γειτονιά μας θυμάμαι τον Αλέξη Μασούρα, το Γιάννη τον Καλακά, τους Μουμαίους με το θείο τους το Σταύρη το Ποτό, τον Κουβαρά Αντώνη. Σε καλούμπα, όμως, τους περνούσε όλους ο Αλέξης ο Μασούρας. Από τα Απανάρια δεν ξέρω ποιοι είχαν μεγάλους αετούς, αλλά άκουγα το όνομα του Φώτη του Γουργιώτη.
   Όταν, λοιπόν, πετούσαν το αετό τους τα Απανάρια με βοριά, εμείς περιμέναμε να κοπεί η καλούμπα και να τον κλέψουμε. Πολλές φορές συνέβαινε από μόνο του. Η δύναμη του αέρα για ένα μεγάλο αετό είναι αρκετά μεγάλη και, φυσικά, ικανή να κόψει το σπάγκο. Εμείς, όμως, δεν περιμέναμε να συμβεί τυχαία. Το προκαλούσαμε. Πηγαίναμε στα Πλάια (έτσι λέγαμε την πλαγιά που κατηφορίζει από τη Γκορτσιά προς την Αλευριά), ανεβαίναμε την πλαγιά με χίλιες δυο προφυλάξεις, πλησιάζαμε το σημείο από το οποίο πετούσαν τον αετό και περιμέναμε την ευκαιρία που η “κοιλιά” της καλούμπας θα έπεφτε τόσο χαμηλά ώστε να την φτάσουμε και να την κόψουμε. Αυτό, όμως ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Έπρεπε να πλησιάσεις πολύ. Τόσο πολύ που ήταν δύσκολο να μην γίνεις αντιληπτός. Γι’ αυτό κι εμείς προτιμούσαμε μια άλλη ταχτική. Δέναμε στην άκρη μιας άλλη καλούμπας -που κουβαλούσαμε στην τσέπη μας- μια πέτρα και την πετούσαμε έτσι ώστε να περάσει πάνω από την καλούμπα του αετού. Δύσκολο, …αλλά τις περισσότερες φορές κατορθωτό. Όταν το μάκρος της καλούμπας είναι πολύ μεγάλο η καλούμπα κάνει μεγάλη “κοιλιά” από το βάρος του σπάγκου. Πέφτει πολύ χαμηλά, σχεδόν σέρνεται στη γη, ιδίως μερικές φορές που η φορά του ανέμου αλλάζει και δημιουργεί ανοδικό ρεύμα στην περιοχή που κινείται ο αετός. Τότε παρατηρείται το φαινόμενο: ο σπάγκος να κρέμεται από τον αετό σχεδόν κατακόρυφα κι όλη η υπόλοιπη καλούμπα -εκατό και διακόσια μέτρα- να κάνει “κοιλιά” παράλληλη προς το έδαφος έτσι που να μπορείς να την πιάσεις. Με αυτό το κόλπο κλέβαμε τους αετούς από τα Απανάρια.
   Μόλις κόβαμε το σπάγκο, ο αετός κάνοντας ναζιάρικες κινήσεις ταξίδευε προς την Αλευριά κι έχανε διαρκώς ύψος. Την ίδια στιγμή η ατμόσφαιρα τρανταζόταν από κραυγές. Κραυγές αγανάκτησης και διαμαρτυρίας από τα Απανάρια που ζητούσαν εκδίκηση, και φωνές θριάμβου από τα Ακατνάρια που παρακολουθούσαν την εξέλιξη του εγχειρήματος από απέναντι -διάσπαρτοι στους μπαχτσέδες- και τώρα πανηγύριζαν την επιτυχία της επιχείρησης.
   Αυτό ήταν! Σε λίγο ο πετροπόλεμος ξεκινούσε. Τα Απανάρια έτρεχαν πρώτα να πιάσουν αυτούς που έκοψαν την καλούμπα. Άλλοι έτρεχαν να προλάβουν να πάρουν το αετό όταν θα πέσει. Προσπαθούσαν να υπολογίσουν (σύμφωνα με το ύψος που είχε ο αετός κι ανάλογα με την ταχύτητα του αέρα) πού θα πέσει ο αετός! Το ίδιο, όμως, έκαναν κι οι άλλοι από απέναντι, τα Ακατνάρια.
   Όταν τα παιδιά των δυο ομάδων, τρέχοντας κι αναζητώντας τον αετό, πλησίαζαν σε απόσταση βολής, έπιαναν τις πέτρες. Μερικοί είχαν τρομερό σημάδι. Στα πενήντα μέτρα σε σημάδευαν και σε πετύχαιναν σίγουρα! Κι ο διάολος έβαζε την …ουρά του κι όλο τα κεφάλια πετύχαιναν. Όλοι είχαμε …τρύπια κεφάλια στο χωριό. Προσωπικά έχω πάνω από πέντε σημάδια! Και με σπασμένα κεφάλια, πολλές φορές και με κλάματα, με δάκρυα στα μάτια να τρέχουν ποτάμι στα μάγουλα και να σμίγουν με τα αίματα, συνέχιζαν τον πόλεμο και αποζητούσαν απελπισμένα να πάρουν το αίμα πίσω.
   Μετά το πρώτο ξάφνιασμα επακολουθούσε ολιγόλεπτη ηρεμία για ανασύνταξη και ανεφοδιασμό. Μαζεύαμε πέτρες αφού πρώτα εξασφαλίζαμε μια θέση πίσω από δέντρο ή βράχο, φτιάχναμε σωρούς τις πέτρες μπροστά μας και κάποια στιγμή που όλοι ήμασταν έτοιμοι κι οι αντίπαλοι είχαν ξεμυτίσει έδινε κάποιος το σύνθημα κι άρχιζε καταιγισμός από πετροβολητό. Αν καταφέρναμε να τους αιφνιδιάσουμε είχαμε πετύχει. Με φωνές και πετροβολητό ασταμάτητο δημιουργούσαμε στους αντιπάλους πανικό και τους αναγκάζαμε σε άτακτη φυγή. Πολλές φορές παίρναμε θάρρος και περνώντας το ρέμα τους κυνηγούσαμε και πέρα από τα σύνορά μας.
   Το χειρότερο ήταν, όπως και στις “κλοτσιές” και στο “χιονοπόλεμο”, να πιαστείς αιχμάλωτος. Ο αιχμάλωτος πλήρωνε για όλους. Το τι τραβούσε εξαρτιόταν από αυτόν που τον έπιασε και την παρέα του. Αν πέρα από την κλοπή του αετού είχε κι άλλες αντιπάθειες, διαφορές και εκκρεμείς λογαριασμούς, πλήρωνε συνολικά για όλα.
  Οι εκκρεμότητες και διαφορές –συνήθως- είχαν σχέση με το τρίτο λόγο που θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν πετροπόλεμο: τη γυναίκα! Σερσέ λα φαμ , που λένε και οι Γάλλοι. Από την εποχή του Ομήρου, ακόμα, οι πόλεμοι γίνονταν για μια ωραία Ελένη. Στη Μελίβοια στη γη που έζησε ο Φιλοκτήτης, ο οποίος έλαβε μέρος στην εκστρατεία για την Ελένη στην Τροία, δεν θα μπορούσε να γίνεται αλλιώς και η γυναίκα να μην αποτελεί αιτία σύρραξης.
   Στις κούνιες που κουνιόταν οι κοπελιές, φυσικό ήταν να μαζεύονται και τα παλληκαράκια που γάμπριζαν. Κι εκεί στο νυφοδιάλεγμα όλο και κάποια παρεξήγηση θα γινόταν.  Η τιμή της αδελφής ήταν σοβαρότατος λόγος για να ζητήσει κάποιος εξηγήσεις και η συζήτηση να καταλήξει σε καυγά. Επίσης η σύμπτωση των ενδιαφερόντων και η διεκδίκηση της ίδιας κοπελιάς από δυο μουστερήδες, ήταν, επίσης, λόγος αρκετός για να συμβεί η παρεξήγηση και να στηθεί ο σαματάς που κατέληγε πρώτα σε διμερή συμπλοκή κι ύστερα σε εκτεταμένη σύρραξη.
   Εμείς, τότε, ήμασταν μικροί και δεν τα καταλαβαίναμε αυτά. Δεν ξέραμε από γυναικοδουλειές. Πολύ αργότερα, έφηβοι ή άντρες πλέον κι εμείς, φέρνοντας ξανά στη μνήμη μας πρόσωπα και πράγματα, βγάζαμε το συμπέρασμα πως για ό,τι είχε συμβεί τότε, αιτία ήταν το φουστάνι. Προσωπικά είχα γίνει μάρτυρας τέτοιων διενέξεων αρκετές φορές.
   Όποια κι αν ήταν η αιτία, ή η αφορμή …σημασία έχει η κατάληξη. Και η κατάληξη ήταν πάντα πετροπόλεμος. Αυτό ήταν που μας ενδιέφερε! Ναι, για μας ήταν πανηγύρι. Χαζευτήρι και περιπέτεια που πολύ την απολαμβάναμε. Δεν ξέρω γιατί αλλά ο κίνδυνος μας γοήτευε. Το ρίσκο μας διασκέδαζε. Η αγωνία κι ο φόβος ήταν για μας πηγές απέραντης συγκίνησης! Ήταν, πράγματι, …ηρωικά χρόνια.
  Ο πετροπόλεμος πάντα τελείωνε με θύματα. Οι τραυματισμοί ήταν αναπόφευκτοι. Με άλλα λόγια δεν υπήρχε περίπτωση, να γίνει πετροπόλεμος και να μην σπάσει, τουλάχιστον, ένα κεφάλι. Όλα αυτά, σας διαβεβαιώ, καθόλου δεν μας αποθάρρυναν. Ισα-ίσα που το είχαμε καμάρι να είμαστε τραυματίες “πολέμου”. Ήταν “παράσημο” και δείγμα αντρείας.
   Πέρα από το μεγάλο, ας πούμε, πετροπόλεμο που λάβαινε χώρα ανάμεσα στα Απανάρια και τα Ακατνάρια, πολλοί άλλοι λάβαιναν χώρα για του “ψύλλου πήδημα” ανάμεσα σε παιδιά μικρότερων μαχαλάδων, ανάμεσα σε παρέες ενός μαχαλά ακόμα κι ανάμεσα σε φίλους που για το παραμικρή διαφωνία η λύση δινόταν με πέτρες.
   Με τους φίλους μου, θυμάμαι, πετροβοληθήκαμε δεκάδες φορές και μάλιστα με αιματηρές συνέπειες.
  Ο Σταύρος ο Μούμος μου “χάρισε” ένα σημάδι στο δεξί μου φρύδι που ακόμα φαίνεται. Παίζαμε στου Ζιάκα το Μπαϊρι (μια αλάνα που εκτείνεται από του Κουβαρά ως του Αλέξη Τσαλαβούρα) και διαφωνήσαμε για το ποιος κέρδισε στο παιχνίδι με τις σημάδες (αμάδες τις λένε αλλού). Τότε αυτός χωρίς πολύ σκέψη άρπαξε μια πέτρα και με σημάδεψε κατευθεία στο κεφάλι. Το ίδιο, όμως, έκαμα κι εγώ στον Τάκη το Μούμο μια μέρα στο σχολείο καθώς πατούσαμε τις χελιδόνες στην κατηφοριά. Με μια πέτρα του έκοψα το επάνω χείλι κι έφαγα το ξύλο της χρονιάς από τον Μπετσετέ, το δάσκαλο!
Σταύρος μούμος
.........................................................
΄Ετσι λύναμε τότε τις διαφορές.
   Ίσως να σκέφτεστε πως αυτά συνέβαιναν τότε, διότι ο κόσμος ήταν αγράμματος, απολίτιστος και ακαλλιέργητος.
Δε νομίζω!
   Τα ίδια συμβαίνουν και σήμερα (χούλιγκανς, διαδηλωτές, αναρχικοί, κλπ) που οι άνθρωποι και γράμματα έμαθαν και επιστήμες σπούδασαν και πολιτισμένοι λογίζονται.
Και το περίεργο είναι πως δεν συμβαίνουν πλέον στη Μελίβοια ή σε κάποιο άλλο κουτσοχώρι, αλλά στις μεγαλουπόλεις που ο πολιτισμός κι η μόρφωση περισσεύουν.
Στο ΕΠΟΜΕΝΟ άλλες ήπιας μορφής συρράξεις.


ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΓΙΑΓΚΟΥ ΣΤΗ ΝΙΚΑΙΑ ΛΑΡΙΣΑΣ. ΑΝΟΙΞΤΕ ΤΗΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΣΤΟ ΔΕΞΙ ΜΕΡΟΣ.
Aντώνης Γιάγκος
ΖΩΓΡΑΦΟΣ
Νίκαια Λάρισας

antoniasgiagkos@gmail.com



ΑΛΛΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ
  Περιέγραψα μέχρι τώρα τα πιο άγρια και βάρβαρα από τα παιχνίδια μας. Πολεμικά παιχνίδια:
• ΟΙ ΚΛΟΤΣΙΕΣ
• Ο ΧΙΟΝΟΠΟΛΕΜΟΣ
• Ο ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟΣ
  Οι κλοτσιές, υποψιάζομαι, ήταν καθαρά Μελιβοιώτικη εφεύρεση. Αλλά, και τα άλλα δυο, πιστεύω πως, παρόλο που συνηθίζονταν και σε άλλα μέρη, στη Μελίβοια παίζονταν με έναν ιδιαίτερα πολεμικό χαρακτήρα. Θέλω να πω πως, όσο κι αν συνηθίζεται στα παιδιά να εκτοξεύουν απερίσκεπτα πέτρες κι άλλα αντικείμενα στους συμπαίκτες τους όταν θυμώνουν, μόνο στη Μελίβοια αυτή η βίαια πράξη ξεφεύγει από τη στιγμιαία θυμική έκρηξη κι αποκτά σχέδιο και στρατηγική, με την ευρύτερη συμμετοχή κι αναμέτρηση των παιδιών δυο μαχαλάδων.
   Στη συνέχεια θα ασχοληθώ με μερικά από τα κάπως ηπιότερα “πολεμικά” παιχνίδια. Και τούτα τα παιχνίδια έχουν ως κύρια χαρακτηρισικά τη σύγκρουση, τη βία και την εκσφενδόνιση αντικειμένων. Μόνο που οι εκσφενδονιζόμενες βολίδες (διάφοροι καρποί) δεν πληγώνουν, όπως οι πέτρες, ούτε σακατεύουν, όπως οι κλοτσιές, αλλά χτυπούν μαλακά χωρίς αίματα και καρούμπαλα. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε πως κι αυτές πονούν …εκνευριστικά.

ΦΡΟΥΤΟΠΟΛΕΜΟΣ

 
   Τα παιχνίδια που είχαν ως κύριο χαρακτηριστικό το πέταγμα καρπών, λάβαινε χώρα ανάμεσα σε μικρές ομάδες, πολλές φορές και μεταξύ μόνο δυο μονομάχων. Αυτά τα παχνίδια άρχιζαν να παίζονται από τα τέλη του Μάη μέχρι και το φθινόπωρο. Είναι η περίοδος του χρόνου που κυρίως υπάρχουν φρούτα.
  Τα πρώτα φρούτα που χρησιμοποιούσαμε ήταν τα τζινιρίκια ή τα κορόμηλα. Να κάμουμε, όμως, τη διευκρίνιση: Σε άλλα μέρη τα λένε όλα δαμάσκηνα. Εμείς λέγαμε κορόμηλα τα έχοντα αμυγδαλωτό σχήμα, τζιρνίκια ή τζινιρίκια λέγαμε τα κίτρινα ή κόκκινα στρογγυλά, και τα κάπως μεγαλύτερα και γκριζοπράσινα τα λέγαμε κουτουρίκια.
   Τα χρόνια εκείνα δεν χρησιμοποιούσαν φυτοφάρμακα στις καλλιέργειες και τα περισσότερα φρούτα έπεφταν πριν ωριμάσουν. Αυτά τα φρούτα που έπεφταν από τα δέντρα, τα μαζεύαμε εμείς, τα αποθηκεύαμε στις τσέπες μας κι ήμασταν έτοιμοι μόλις μας δοθεί η αφορμή να αρχίσουμε τον πόλεμο. Συνήθως περιμέναμε να κάμει κάποια ζαβολιά ο συμπαίκτης μας σε όποιο παιχνίδι κι αν παίζαμε. Μόλις γινόταν η ζαβολιά, η αφορμή είχε δοθεί και το όποιο παιχνίδι παίζαμε πριν, γινόταν τώρα πόλεμος στο πι και φι!
   Στην αρχή –τέλος του Μάη αρχές του Ιούνη, μέχρι τις εξετάσεις- είχαμε τα κορόμηλα. Ύστερα ερχόταν τα σύκα και τα μήλα (φιρίκια). Τα σύκα αν δεν τα βάζαμε αγριόσυκα (αρσενικά σύκα με μαμούνια για την επικονίαση) έπεφταν. Τα αγριόσ(υ)κα τα κρεμούσαμε αρμαθιές στις συκιές στο τέλος του Ιούνη, και ίσως και λίγο αργότερα. Τα αγριόσ(υ)κα τα μάζευαν στον κάμπο! Ναι, στη Μαρμάριανη, στην Πλασιά στο καστρί κι αλλού όπου είχε αγριοσ(υ)κιές. Αν σε αυτό το διάστημα δεν κρεμούσαμε αγριόσ(υ)κα, δεν τα προλαβαίναμε, ...έπεφταν. Τα μαζεύαμε εμείς τα παιδιά για το παιχνίδι μας. Οι μεγαλύτεροι για πόλεμο κι οι μικρότεροι για ...πρόβατα! Όταν παίζαμε σπιτάκια οι μικρότεροι (4-7 ετών) τότε, σουβλίζαμε στα σύκα τέσσερα ξυλάκια, στη μια πλευρά τους, σαν πόδια και τα λέγαμε πως είναι πρόβατα, γουρούνια κι άλλα ζώα, ανάλογα με τη φαντασία του ο καθένας μας, και το μύθο του παιχνιδιού. Οι μεγαλύτεροι τα είχαμε για σφαίρες! Μερικοί τα εκσφενδόνιζαν και με το λάστιχο, δηλαδή τη σφεντόνα που γινόταν με λάστιχα, πετσί και φούρκα. Έτσι το λέγαμε εμείς τότε: Λάστιχο. Τη λέξη σφεντόνα ή σφενδόνη την άκουσα πολύ αργότερα στην Αγιά. Σφεντόνα εμείς λέγαμε τη φλούδα της μουριάς –κυρίως- που τη χρησιμοποιούσαμε για να δένουμε τα δεμάτια χόρτου, τα τσουβάλια, τα μπολιάσματα των δέντρων, τα ρείκια που βάζαμε στα κουκούλια κι ό,τι άλλο χρειαζόταν δέσιμο.
  Αυτή η φλούδα της μουριάς, η σφεντόνα, γινόταν και σε μας πολλές φορές όπλο, όπως και στους αρχαίους, όπως, δηλαδή, το χρησιμοποίησε ο Δαυϊδ, καθώς κι οι πελταστές όλων των αρχαίων στρατών. Πιάναμε διπλωμένη τη σφεντόνα από τα δυο άκρα με το ένα χέρι και στο σημείο που διπλωνόταν τοποθετούσαμε την πέτρα, ή ό,τι άλλο χρησιμοποιούσαμε ως βόλι, το περιστρέφαμε να πάρει ...φόρα, κι αφήναμε απότομα το ένα άκρο της με αποτέλεσμα να εκσφενδονίζεται η πέτρα προς το στόχο μας.
   Για να ξεχωρίσουμε αυτή την παραδοσιακή σφεντόνα από την άλλη -τη σύγχρονη με τα λάστιχα- ονομάσαμε την καινούρια «λάστιχο» και την παλιά με το αρχαίο της όνομα. Το συνηθίζαμε αυτό στο χωριό μας: Κρατούσαμε για τα παραδοσιακά πράγματα την παλιά τους ονομασία και δίναμε στα νεόφερτα διαφορετικά ονόματα συνήθως σχετικά με το υλικό, την προέλευση ή κάποια άλλη ιδιότητα. Λέγαμε, ας πούμε το παλιό και παραδοσιακό: αλέτρι, ενώ το σύγχρονο: σιδεριά, ακριβώς επειδή ήταν από σίδερο, ενώ το παραδοσιακό ήταν από ξύλο ολόκληρο, εκτός από το υνί!
   Τα μήλα –φιρίκια είχαμε τότε- πέφτανε κι αυτά από τις μηλιές σχδόν τα μισά και περισσότερα –συνήθως- από αυτά που είχαν δέσει (επικονιαστεί, γονιμοποιηθεί) μετά την ανθοφορία. Είπαμε και νωρίτερα πως ψεκασμοί δεν γίνονταν τότε. Ήταν όλα βιολογικά, αλλά με σκουλήκια.
  Μαζεύαμε, λοιπόν, τα πεσμένα μήλα ή -ακόμα καλλίτερα- κλέβαμε τα έτοιμα από τις αυλές που τα έφερναν οι νοικοκυραίοι για τροφή των ζώων. Τότε τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Τις πεσιές –έτσι έλεγαν αυτά που έπεφταν πριν ωριμάσουν- δεν τις άφηναν να σαπίσουν στο χωράφι. Τις έφερναν στο σπίτι και τάιζαν τα ζώα. Από αυτά κλέβαμε και κάναμε παιχνίδι.

Ο ΚΟΥΚΟΥΤΣΟΠΟΛΕΜΟΣ

   Ένα άλλο παρόμοιο παιχνίδι, αλλά όχι με καρπούς, ήταν ο κουκουτσοπόλεμος. Αυτός γινόταν το φθινόπωρο. Κουκούτσια εμείς στο χωριό μας λέγαμε τα ξυλώδη στελέχη πάνω στα οποία ήταν προσκολλημένοι οι σπόροι του καλαμποκιού. Δηλαδή, αυτό που απομένει από τη ρόκα –«κούκλα», τη λέγαμε- αφού αφαιρεθούν τα σπυριά του αραβόσιτου.
   Το φθινόπωρο –κατά τον Οκτώβρη- μαύζευαν τα καλαμπόκια. Τα όψιμα καλαμπόκια. Τότε τα καλαμπόκια σπέρνονταν τον Ιούνιο, αφού θέριζαν τα σιτάρια (στα ποτιστικά χωράφια). Στη συνέχεια πότιζαν τις καλαμιές, τις όργωναν και έσπερναν τα καλαμπόκια που θα ωρίμαζαν προς το τέλος του Σεπτέμβρη. Όταν ξεραίνονταν, άρχιζαν κατά τα τέλη Ωκτωβρίου με τα πρώτα κρύα (που μαζεύονταν στα σπίτια οι αγρότες) να τα ξεσπορίζουν. Αυτή η δουλειά γινόταν στα νυχτέρια. Όλοι παίρναμε μέρος, μικροί μεγάλοι. Τρίβαμε τις κούκλες (ρόκες) μεταξύ τους και οι σπόροι ξεκολλούσαν ό ένας μετά τον άλλον κι έπεφταν στην ποδιά μας ή στο ύφασμα που ήταν στρωμμένο κάτω. Αν η ποικιλία ήταν με πυκνή κι όχι χαλαρή πρόσφυση στα σπόρια, κι η αποκόλληση με τρίψιμο δεν ήταν δυνατή, χρησιμοποιούσαμε κάποιο μεταλλικό έλασμα (έναν παλιό μεντεσέ, μια κρεατομαχαίρα από την ανάποδη, το μεταλλικό φτυάρι του τζακιού ή κάτι παρόμοιο σε σιδερένιο στέλεχος) ως αυτοσχέδιο εργαλείο κι αποκολλούσαμε τα σπόρια με χτυπήματα ρυθμικά και συνεχόμενα μέχρι να αδειάσει το κοκούτσι και να πάρουμε άλλο. Το στηρίζαμε όρθιο σε κάτι σκληρό, συνήθως μια πέτρα, και κρατώντας το με το αριστερό χτυπούσαμε με το δεξί μέχρι να το δούμε γυμνό από σπόρους. Είχε πολύ πλάκα! Οι σπόροι πετάγονταν σαν τρελοί δεξιά κι αριστερά, μέχρι και στα πρόσωπά μας, και τα χτυπήματα ακούγονταν σε όλους τους τόνους σαν μια δαιμονισμένη ορχήστρα κρουστών. Φεύγοντας ο καρπός τα κουκούτσια έμειναν άδεια. Άδεια, αλλά όχι τελείως άχρηστα. Τα πολύ μικρά παιδιά τα χρησιμοποιούσαν –σαν παιχνίδι, βέβαια- για να φτειάχνουν πύργους και καλύβες τα κρύα βράδια του χειμώνα. Ήταν κάτι σαν τα σημερινά πλαστικά τουβλάκια, που αγοράζουν σε κουτιά οι γονείς για τα παιδιά τους. Οι γιαγιάδες μας κι οι μανάδες μας τα χρησιμοπούσαν σαν προσάναμα στο τζάκι, στο σάτσι (γάστρα), στο φούρνο και στο καζάνι που ζέσταιναν νερό για τη μπουγάδα. Ήταν εύφλεκτα αλλά έβγαζαν πολύ καπνό και καίγονταν γρήγορα, όπως κι οι καλαμιές ή τα άχυρα. Αυτός ήταν ο λόγος που μερικές νοικοκυρές τα πετούσαν. Τα έριχναν στις ρεματιές ή στις αλάνες κι εκεί τα βρίσκαμε εμείς τα παιδιά. Τα σπάζαμε –έσπαζαν πολύ εύκολα- σε κομματάκια και τα πετούσαμε ο ένας στον άλλον με αφορμή κάποια ζαβολιά, με αιτία το οργανωμένο παιχνίδι ή και χωρίς αιτία, έτσι για πλάκα, για να αρχίσει η σύρραξη, για να γίνει παιχνίδι.
   Κι όταν νύχτωνε με τα ίδια τα πολεμοφόδια, δηλαδή τα κουκούτσια των καλαμποκιών, ανάβαμε φωτιές, καθόμασταν ολόγυρα και λέγαμε ιστορίες για νεράιδες, τζωάδες, ξωτικά, δαίμονες και πεθαμένους που σηκώθηκαν από τα μνήματα. Κι όταν ακούγονταν οι φωνές των μανάδων που θυμωμένα κι επίμονα μας καλούσαν να γυρίσουμε στο σπίτι, κανείς δεν σηκωνόταν να φύγει μόνος του! Όλοι ...φοβόμασταν! Επηρεσμένοι από τα παραμύθια και τις ιστορίες τρόμου που λέγαμε, πιστεύαμε πως απ’ τη γωνιά του φράχτη ή το βάθος της ρεματιάς θα πεταχτεί κάποιο ξωτικό ή κάποιος πεθαμένος θα ξεπροβάλει. Και περισσότερο τα πίστευαν εκείνοι που τα διηγούνταν. Φώναζαν και ξαναφώναζαν οι μανάδες μας μέχρι που αγανακτούσαν κι έρχονταν νευριασμένες να μας πάρουν σέρνοντάς μας και ρίχνοντας και κανα δυο στο ...κώλο, επειδή ήμασταν «περίκουοι» κι «ασμάζευτοι»! Δηλαδή, που ήμασταν ανυπάκουοι και δεν συμμαζευόμασταν στο σπίτι, παρόλο που η μάνα φώναζε και η ώρα είχε περάσει.

 
ΤΑ ΤΦΟΞΥΛΑ
   Υπήρχαν κι οι μικροί, πολύ μικροί, καρποί. Τα κεδρομπόμπολα και τα κάμπτζα ή γκάβτζα ή γκάμπτζα. Τα πρώτα είναι καρποί του κέδρου και τα άλλα καρποί της γκαβτζιάς. Κέδρα υπήρχαν πολλά σε όλες τις πλαγιές γύρω από το χωριό. Καβτζιά, ....μία ήξερα! Αυτή που ήταν στου Κολέτσιου. Α, νομίζω πως ήταν και κάποια άλλη, εκεί ανάμεσα στου Μιλτάκου το σπίτι και του Ριζούλα. Ήταν ένα μονοπάτι που έκοβε δρόμο από του Τιμολέοντα το ραφείο κι έβγαινε δίπλα στο νέο μπακάλικο του Μασούρα (το παλιό ήταν στου Αδαμούλη).
  Οι καρποί αυτών των δέντρων ήταν σε μέγεθος ρεβυθιού. Τους πετούσαμε στα κεφάλια των συμμαθητών μας με ένα αυτοσχέδιο όπλο που το λέγαμε τφόξυλο. Το τφόξυλο ήταν ένα κομμάτι κυλινδρικού βλαστού συκιάς ή κουφοξυλιάς, κομμένο ανάμεσα σε δυο κόμπους. Κόμποι στην περίπτωσή μας λέγονται τα σημεία από όπου βλασταίνουν τα φύλλα κι έχει μάτια (μπουμπούκια, οφθαλμούς). Διαλέγαμε ένα τροφαντό βλαστάρι (λαίμαργο) από παραφυάδα, συνήθως, μήκους δεκαπέντε εκατοστών ή και περισσότερο –αν βρίσκαμε πιο μεγάλο, τόσο το καλλίτερο- πάχους δυο εκτοστών περίπου και αφαιρούσαμε την ψίχα (εντεριώνη), δηλαδή την καρδιά, έτσι που να γίνει σωλήνας! Αν ήταν από κουφοξυλιά, ήταν πιο εύκολο! Κουφοξυλιές υπήρχαν κάτω στη ρεματιά, μετά τη μεγάλη βρύση, από του Γούτσιου μέχρι στους μύλους σε όλες αυτές τις απότομες κι απόκρημνες πλαγιές.
     Πάνω από την πηγή στα Τρία Πηγάδια υπάρχει το δέντρο που το λέμε "τφουξυλιά" ή κουφοξυλιά.
..........................................................................................................
   Η συκιά, αν δεν ήταν πολύ -πολύ τρυφερή, δεν είχε φαρδιά τρύπα και δεν μας βόλευε διότι έπρεπε να χρησιμοποιούμε πολυ μικρά κεδρομπόμπολα. Τα χοντρά δεν χωρούσαν.
  Αφού εξασφαλίζαμε το σωλήνα, το επόμενο βήμα ήταν να φτιάξουμε την κασιά.
  Η κασιά, έτσι τη λέγαμε, ήταν μια βέργα από κυδωνιά ή κρανιά, διπλάσια σε μάκρος από το τφόξυλο (το σωλήνα). Το πίσω μέρος ήταν χοντρό για να πιάνεται με τη χούφτα και το μπροστινό, όσο και το μάκρος του σωλήνα, φτιαγμένο με το σουγιά τόσο λεπτό, ώστε να χωράει να εισχωρεί στο σωλήνα.
   Διαλέγαμε μια ίσια (ευθεία) βέργα από κυδωνιά ή κρανιά, διότι το ξύλο αυτών των δέντρων έχει πολύ λεπτές ίνες. Οι λεπτές ίνες χρειάζονταν για να δημιουργηθεί μια «φούντα» στην άκρη της βέργας που χρησίμευε ως αεροστεγές έμβολο. Χτυπούσαμε την άκρη της κασιάς κάθετα σε μια πέτρα ρυθμικά για κάμποση ώρα μέχρι να βγάλει «μαλλί»! Ναι, έτσι το λέγαμε αυτό το ξέφτισμα των ινών στην άκρη της κασιάς που γινόταν από το χτύπημα, σχηματίζοντας μια μαλακή, σχεδόν βελούδινη, στεφάνη που προεξείχε από το πάχος της κασιάς και έκλεινε ερμητικά την τρύπα του σωλήνα λειτουργώντας, έτσι, ως έμβολο.
   Όση ώρα το χτυπούσαμε απαλά και ρυθμικά πάνω στην πέτρα, το σαλιώναμε ταυτόχρονα. Αυτός, άλλωστε, είναι κι ο λόγος που το ονόμασαν: τφόξυλο! Από τον ήχο του φτυσίματος: τφού! Ναι, εμείς στη Μελίβοια δεν λέγαμε: Φτου! ...όπως οι πολιτισμένοι αστοί. Εμείς αναπαράγαμε γνήσιο τον ήχο κι όχι φτιασιδωμένο κι εξωραϊσμένο.
   Επίσης κι όταν το χρησιμοποιούσαμε, έπρεπε να το σαλιώνουμε, για να διατηρείται μαλακό και να έχει απόλυτη εφαρμογή στο σωλήνα και να μην διαφεύγει καθόλου αέρας όταν θα σπρώχναμε την κασιά. Εννοείται πως το άλλο άκρο του σωλήνα ήταν βουλωμένο με ένα κεδρομπόμπολο (καρπός κέδρου). Σπρώχνοντας την κασιά, πιεζόταν ο αέρας του σωλήνα και εκσφενδόνιζε το κεδρομπόμπολο κάνοντας και τον ανάλογο κρότο. Ήταν, δηλαδή, κάτι σαν τα σημερινά αεροβόλα όπλα, μόνο που το τφόξυλο δεν είχε τόσο μεγάλο βεληνεκές. Στα πεντέξι μέτρα, όμως, ...σου τσίρνιαζε τα αυτιά αν σε πετύχαινε.
   Το τφόξυλο, για τα παιδιά της εποχής εκείνης, ήταν ένα αξαιρετικά θαυμαστό ...εργαλείο. Αν σκεφτείτε ότι τα μόνα μηχανήματα που είχαμε δει ήταν το ροκάνι του μαραγκού ή το τσικρίκι της υφάντρας, μπορείτε να φανταστείτε πόσο σπουδαίο φάνταζε ένα τέτοιο «μαραφέτι» (γκάτζετ θα το λέγανε σήμερα) στα χέρια των παιδιών και μάλιστα φτειαγμένο με τα χέρια τους.
   Την εποχή εκείνη ήμασταν μακριά από κάθε τεχνολογική εξέλιξη, κι ήταν φυσικό, μια έξυπνη συσκευή να μας φαίνεται μαγική. Με καμάρι το κρατούσαν το τφόξυλο στα χέρια οι μεγάλοι της παρέας μας και με θαυμασμό και ζήλεια το κοιτάζαμε οι μικρότεροι .
   Όταν παρουσιαζόταν ένας στην παρέα με τφόξυλο όλοι τον περικύκλωναν κι ήθελαν να το ιδούν από κοντά, να το περιεργαστούν και αν είχαν το θάρρος, ιδίως λόγω συγγένειας, να ζητήσουν να ρίξουν μια βολή. Την άλλη μέρα παρουσιάζονταν κι άλλοι κάτοχοι τφόξυλου. Τα σύγκριναν, μιλούσαν για τις αρετές τους και παράβγαιναν ποιος θα ρίξει μακρύτερα.
  Ύστερα έκαναν επίδειξη σκοπευτικών ικανοτήτων. Έβρισκαν κάτι, έναν τενεκέ συνήθως για να ακούγεται ο ήχος, κι έβαζαν σημάδι. Και κάπου εκεί, είτε κατά λάθος είτε επίτηδες, κάποιο κεδρομπόμπολο έβρισκε το κεφάλι κάποιου κι ακούγονταν ξαφνικά κάποια τσιρίγματα πόνου, βρισιές κι απειλές.
Κι ο πόλεμος άρχιζε.
   Σαν το τφόξυλο είναι -ήταν - κι η τσιουφλέκα. Είναι κι αυτή μια μορφή αντλίας όπως και το τφόξυλο. Η πρώτη διαφορά τους είναι πως πετάει νερό κι όχι βόλια. Η δεύτερη διαφορά τους είναι πως στην περίπτωση του τφόξυλου η αντλία είναι καταθλιπτική και συμπιέζει τον αέρα, ενώ στην τσιουφλέκα είναι αναρροφητική πρώτα για να απορροφάει το νερό, κι ύστερα καταθλιπτική για να το εκσφενδονίζει.
   Η τσιουφλέκα γίνεται από καλάμι κι όχι από κλαδί συκιάς ή κουφοξυλιάς, χωρίς όμως και να αποκλείεται. Διαλέγουμε ένα χοντρό καλάμι, μακρύ από κόμπο σε κόμπο, και στον ένα κόμπο το αφήνουμε τελείως ανοιχτό, ενώ στην άλλη άκρη του ανοίγουμε με ένα καρφί μια τρυπίτσα, ένα με δυο χιλιοστά του μέτρου.Ύστερα φτειάχνουμε και την κασιά. Βρίσκουμε πάλι μια ίσια βέργα, αλλά δεν είναι απαραίτητο να είναι από κυδωνιά ή κρανιά, διότι δεν πρόκειται να τη χτυπήσουμε για να βγάλει «μαλλί».
   Εδώ αντί για «μαλλί» θα τυλίξουμε στην άκρη της κασιάς ένα κουρέλι σε τόσο πάχος που να κλείνει ερμητικά το στόμιο του καλαμένιου σωλήνα. Για να έχει απόλυτη εφαρμογή και να μην «παίρνει αέρα» το αυτοσχέδιο αυτό έμβολο, το βρέχουμε πρώτα. Αν, πράγματι, το φτειάξαμε σωστό, πρέπει να λειτουργήσει! Δηλαδή, όταν το βάλουμε, με πατημένο ως το τέρμα το έμβολο, μέσα σε νερό και τραβήξουμε προς τα πίσω την κασιά, ο σωλήνας θα γεμίσει με νερό, που θα απορροφηθεί λόγω της ατμοσφαιρικής πίεσης που το αναγκάζει να εισέρχεται από την λεπτή τρυπίτσα, που βρίσκεται στο μπροστινό άκρο, καθώς το έμβολο τραβιέται προς τα πίσω και δημιουργεί κενό.
   Έτσι, γεμάτη νερό ή τσιουφλέκα, ήταν έτοιμη για ...επίθεση! Πατώντας με δύναμη το έμβολο, το νερό εκτοξευόταν κι έφτανε στο στόχο μας κι από έξι μέτρα απόσταση.
  Το παιχνίδι αυτό ήταν προσφιλές κατά τον Ιούνιο που πλησίαζαν οι εξετάσεις και φυσικά ολόκληρο το καλοκαίρι για όσους έμειναν στο χωριό κι είχαν την πολυτέλεια να παίζουν κι όχι να σκαλίζουν, να ποτίζουν, να κουβαλούν δεμάτια στα αλώνια ή να κάνουν οποιαδήποτε άλλη αγροτική εργασία κοντά στους γονείς τους.
  Ήταν κάτι σαν το μπουγέλωμα που κάνουν οι μαθητές και σήμερα. Μόνο που εμείς αντί για πλαστικές σακούλες –που τότε δεν υπήρχαν- ή δοχεία με νερό, εμείς είχαμε τις τσιουφλέκες που τις φτειάξαμε μόνοι μας και καμαρώναμε για την ευστοχία τους και την μεγάλη απόσταση που εκτόξευαν το νερό.
   Μια και μιλούμε για νερά και μπουγελώματα μάλλον πρέπει να αναφερθούμε και στον “τραχανά”.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΑΧΑΝΑ ...ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ


http://giagkos.blogspot.com/Αντώνης Γιάγκος
http://giagkosantonis.blogspot.com/
Αντώνης Γιάγκος
ΖΩΓΡΑΦΟΣ
Νίκαια Λάρισας

Τον Ζωγράφο Αντώνη Γιάγκο μπορείτε να τον βρείτε στο:
 giagkos.blogspot.com
 blog zografiki giagkos k antgiagkos@yahoo.gr


Ο ΤΡΑΧΑΝΑΣ

   Τα καλοκαίρια ήταν όμορφα στο χωριό. Πολύ όμορφα, αλλά τότε δεν το ξέραμε πως ζούσαμε στον παράδεισο και ζηλεύαμε τους ...πολιτισμένους. Έρχονταν μερικοί τέτοιοι λιμοκοντόροι και παραθέριζαν στο χωριό μας. Οι περισσότεροι από τον κάμπο. Μερικοί ήταν κι από την πρωτεύουσα. Όλοι, όμως, είχαν τον αέρα του ...διαφορετικού από εμάς. Μιλούσαν και διαφορετικά, βέβαια! Πολιτισμένα! Πολιτικά, το λέγαμε εμείς, δηλαδή όπως στις πόλεις. Εμείς μιλούσαμε και σκεφτόμασταν χωριάτικα. Απλά, ανεπιτήδευτα και λίγο χοντροκομμένα κι ωμά, όπως χαρακτηριστικά μας το κοπανούσαν οι «πρωτευουσιάνοι», άλλοτε ως έπαινο κι άλλοτε ως χλεύη.
   Εμείς τους αγαπούσαμε. όλους τους ξένους! Τους αγαπούσαμε και σκοτωνόμασταν, που λέει ο λόγος, ποιος θα τους πρωτοπεριποιηθεί και ποιος θα τους φιλοξενήσει. Μεγάλη μας τιμή να 'ρθει στο φτωχικό μας κάποιος από αυτούς.
  Τους θυμήθηκα όλους αυτούς γιατί τα μεσημέρια, ένώ εμείς χαλούσαμε τον κόσμο από τις φωνές , αυτοί θέλανε να κοιμηθούν. Εμείς δεν ξέραμε τι θα πει μεσημεριανός ύπνος τότε.
   Θυμάμαι μια μέρα που παίζαμε βουτηγμένοι μέσα στη σκόνη του δρόμου, κάτω από τον καυτό ήλιο του καταμεσήμερου του Αλωνάρη, περνώντας κάποιος ξένος, έμπορος φρούτων πρέπει να ήταν, μας είπε:
   - Γιατί, βρε παιδιά δεν πάτε στα σπίτια σας να κοιμηθείτε;
Και κάποιος από μας του απάντησε:
   - Γιατί; ...άρρωστοι είμαστε;
   Μόνο σαν ήμασταν άρρωστοι κοιμόμασταν, εκτός από τις νύχτες. Τις άλλες ώρες αν δεν δουλεύαμε -στα χωράφια συνήθως- χαλούσαμε τον κόσμο από τις φωνές μας, αναστατώναμε τα πάντα και κανέναν δεν αφήναμε να ησυχάσει. Ξυπόλυτοι, ασκεπείς, κατάκοποι από το τρεχαλητό και το παιχνίδι, επιμέναμε να μένουμε στους δρόμους και στις αλάνες χωρίς να χάνουμε χρόνο ούτε για φαΐ. Στα γρήγορα τρέχαμε κλεφτά στο σπίτι, από την πίσω πόρτα συνήθως, μη μας δουν οι δικοί μας και μας αρχίσουν τον έλεγχο, και αρπάζοντας ένα κομμάτι ψωμί – οπωσδήποτε ψωμί- κι ό,τι άλλο βρίσκαμε (τυρί, σαρδέλες παστές, σκόρδα, ζάχαρη με νερό στο ψωμί ή με λάδι, πετιμέζι κλπ) κι επιστρέφαμε πάλι τρέχοντας, μη χάσουμε το παιχνίδι.
   Όταν μας έπιανε για τα καλά η ζέστη, ψάχναμε για δροσιά: ίσκιο και νερό! Στη Μεγάλη Βρύση τα βρίσκαμε και τα δυο. Άφθονο κρύο νερό και πλατάνια με χοντρό ίσκιο. Το νερό μας ενδιέφερε περισσότερο! Ήταν απαραίτητο για το παιχνίδι του «τραχανά»! Δεν ξέρω γιατί το ονόμασαν τραχανά, αλλά σαν καλοκαιρινό παιχνίδι ήταν ό, τι καλλίτερο και από τα πλέον διασκεδαστικά. Ίσως, να ονομάστηκε τραχανάς, επειδή το νερό, χτυπώντας το με το πόδι, γινόταν μικρές σταγονίτσες όπως τα σπυριά του τραχανά που προκύπτουν από ολόκληρο κομμάτι ζύμη. Ίσως και επειδή ο τραχανάς μαγειρεύεται, κατά κανόνα, ως σούπα, δηλαδή επειδή είναι ρευστός, να πήρε το όνομα λόγω ρευστότητας.
Η Μεγάλη (Τρανή Βρύση).
   Η Μεγάλη βρύση, όπως ανέφερα και σε προηγούμενο άρθρο, βρισκόταν στα σύνορα της Αλευριάς, δίπλα στο ρέμα και πριν από το γεφυράκι που ένωνε την Αλευριά με τα Μαγαζιά και το υπόλοιπο χωριό. Παλιά είχε κτιστή πλάτη με δυο κτιστές κολόνες και σκεπή. Αν θυμάμαι καλά, πρέπει να είχε περισσότερους από έναν κρουνούς κι ένα κύπελλο χάλκινο με αλυσίδα για να πίνουν νερό οι περαστικοί. Είχε κάτω μεγάλη λεκάνη για να πίνουν νερό τα ζώα και να ξεπλένουν τα ρούχα οι νοικοκυρές. Ναι, μην παραξενεύεστε! Τότε οι νοικοκυρές βάζανε καζάνια στους γύρω από τη βρύση χώρους, ζεσταίνανε νερό, κι έκαναν μπουγάδα. Στο τέλος τα ξέπλεναν με κρύο νερό στη μεγάλη λεκάνη. Νομίζω πως παντού γινόταν αυτό! Και στα άλλα χωριά, ακόμα και στην Αγιά, οι νοικοκυρές έπλεναν σε δημόσιες βρύσες. Αναφέρω την Αγιά, διότι οι Αγιώτες θεωρούσαν τους εαυτούς τους ανώτερους πολιτιστικά από μας τους Θανατιώτες. Τα ίδια, όμως, γίνονταν και στις δικές τους βρύσες. Θυμάμαι, μάλιστα, τις ταμπέλες που υπήρχαν πλάι στο χώρο κάθε βρύσης ή επάνω στην κολόνα της βρύσης, που έγραφε: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΓΕΝΙΚΩΣ ΤΟ ΠΛΥΣΙΜΟ. Κι από κάτω με μικρότερα γράμματα: Εκ της Αστυνομίας! Τι σαν το 'γραφαν; Κανένας δεν το ΄παιρνε στα σοβαρά. Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να πλένουν για πολλά χρόνια ακόμα στις δημόσιες βρύσες, έστω κι αν καμιά φορά κάποιος αυστηρός κι απόλυτα τυπικός χωροφύλακας έγραφε την παράβαση και τις έστελνε να κάτσουν στο εδώλιο. Η συνήθεια σταμάτησε, όταν, επιτέλους, το νερό μπήκε στα σπίτια μας και στη βρύση πήγαιναν μόνο όσες δεν είχαν νερό στο σπίτι ή δεν ήθελαν να φουσκώσουν το λογαριασμό του νερού. Σιγά σιγά, σταμάτησαν κι αυτές την –κακή ή καλή- συνήθεια, διότι την παρανομία και τις συνέπειές της ο έλληνας την υποφέρει, αλλά το χαρακτηρισμό του φουκαρά και του λειψού νοικοκύρη δεν τον σηκώνει με τίποτα.
   Η παλιά Μεγάλη βρύση άλλαξε μορφή, όταν έγινε αμαξητός ο δρόμος προς την Αγιά κι άρχισαν να έρχονται τα πρώτα αυτοκίνητα. Τα φορτηγά, βέβαια, σταματούσαν στο ίσιωμα του Καλαγιά, αλλά τα μικρά τζιπάκια της αστυνομίας και των άλλων αρχών, που δεν ήθελαν να πατούν πολλές λάσπες, έρχονταν μέχρι τα Μαγαζιά, δηλαδή στην μικρή κάτω πλατεία (τότε ήταν πράγματι πλατεία, διότι δεν είχε κτιστεί ακόμα εκείνη η ταράτσα του Ευθυμιάδη).
   Με τον καιρό έφυγαν οι κολόνες της Μεγάλης Βρύσης και η πλάτη της ανακατασκευάστηκε με ένα καμπυλωτό αέτωμα (καλκάνι σε σχήμα ημικυκλίου) στη μέση κι δυο προεξοχές αριστερά και δεξιά έτσι που να μοιάζει σαν ένα τεράστιο ωμέγα. Η λεκάνη διαμορφώθηκε κι αυτή κι ανυψώθηκε λιγάκι με τσιμέντο αλλά το χάλκινο κύπελλο έμεινε. Εκείνο, όμως, που άξιζε περισσότερο σ’ αυτό το χώρο, ήταν το πλακόστρωτο μπροστά από τη βρύση. Όμορφες πλάκες γυαλιστερές, από την τριβή με τα πέταλα των ζώων αλλά και των παπουτσιών των οδοιπόρων (τότε τα παπούτσια είχαν πρόκες και πεταλάκια), να λάμπουν κάτω από το νερό σε υπέροχα λευκά, γκρίζα, καφετιά κι άλλα γήινα χρώματα ζεστά, σε μια θαυμάσια αρμονική αντίθεση με το γάργαρο κρωντηρένιο νερό. Η μεγαλύτερη χαρά μου ήταν να περπατώ ξυπόλυτος στο πλακόστρωτο αυτό!
   Το υπόλοιπο τοπίο γύρω από τη Μεγάλη βρύση ήταν θεσπέσιο. Όχι, δεν είναι υπερβολή. Ήταν, όντως, θαυμάσιο! Θεόρατα πλατάνια με πλούσια σκιά, λουλούδια μυρωδάτα στις αυλές των σπιτιών και μεγάλες καθαρές πέτρες (βράχοι) για να ξαπλώνουμε, χωρίς να λερωθούμε με χώματα, όταν θέλαμε να στεγνώσουμε. Πολύ σπουδαίο αυτό και χρήσιμο, διότι όλοι στο τέλος χρειαζόμασταν στέγνωμα μετά το παιχνίδι του τραχανά. Ας δούμε, όμως, πως παιζόταν αυτό το καθαρά καλοκαιρινό παιχνίδι.
    Τις προμεσημεριανές ώρες ασχολούμασταν με άλλα παιχνίδια. Τρέχαμε στο κυνηγητό, την αμπάριζα, τον κοκκαλωτό και την τσιλίκα, πηδούσαμε στα σκαμνάκια και τα αλογάκια, κι ύστερα καταϊδρωμένοι και κουρασμένοι, αυτόματα οδηγούμασταν προς τη σκιά των πλατανιών και το νερό της βρύσης. Εκεί στη Μεγάλη βρύση, τις μεσημεριάτικες καλοκαιρινές ώρες βρίσκαμε τον παράδεισο! Την απόλυτη απόλαυση. Το παιχνίδι που τα είχε όλα: Κίνηση, ανταγωνισμό, τόλμη, δεξιοτεχνία και προπαντός δροσιά κι απόλαυση!
Όταν βρισκόμασταν στη βρύση περισσότεροι από δυο, το παιχνίδι άρχιζε. Ήταν αδύνατο να συναντηθούμε εκεί, στα νερά της Μεγάλης βρύσης, που κυλούσαν γάργαρα, διάφανα και κρουσταλλιένια στο πλακόστρωτο, και να μην πετάξουμε ό ένας στον άλλον νερά. Το πλακόστρωτο αυτό εκτεινόταν μπροστά από τη Μεγάλη Βρύση σε έκταση όσο περίπου ένα μεγάλο σαλόνι. Δηλαδή, τέσσερα επί εφτά ή οχτώ μέτρα, …ή τουλάχιστον, έτσι το έχω στη μνήμη μου, και δεν αποκλείεται να το έβλεπα έτσι μεγάλο, επειδή εγώ ήμουν μικρός.
   Το πέταγμα του νερού γινόταν με το πόδι. Λυγίζαμε το πόδι, από τον αστράγαλο και κάτω, πλάγια προς τα μέσα, έτσι που να δουλεύει σαν ρακέτα ή καλλίτερα …σαν κουτάλα! Χτυπούσαμε τα νερά, ενώ ήμασταν σε πλάγια θέση, και τα εκτοξεύαμε στον αντίπαλο δημιουργώντας μια τεράστια υδάτινη ομπρέλα. Θεώρησα περιττό να σας πω πως το πόδι ήταν γυμνό, διότι τότε εμείς έτσι κι αλλιώς πάντα ξυπόλυτοι ήμασταν. Τα παπούτσια ήταν πολυτέλεια που την κρατούσαμε για τις Κυριακές και τα πανηγύρια. Αλλά και πάλι, αν ήταν καλοκαιρινά (τα πανηγύρια), όχι απαραίτητα.
   Υποτίθεται πως νικητής ή νικητές του παιχνιδού ήταν αυτοί που μέχρι το τέλος μένανε στεγνοί. Αυτό όμως, ...δεν συνέβη ποτέ, από όσο θυμάμαι! Και να μην σε μούσκευαν οι άλλοι σε ανάγκαζε η ζέστη να μουσκευτείς μόνος σου. Αυτό σημαίνει πως ο πραγματικός στόχος του παιχνιδού ήταν ...δροσιά κι η απόλαυση που προσφέρει η επαφή με το νερό κι όχι η κατατρόπωση του αντιπάλου. Οι αντίπαλοι εδώ δεν ήταν εξ ορισμού τα Απανάρια, όπως στα προηγούμενα παιχνίδια σύγκρουσης. Ήταν κάπως μακριά για να βρεθούν εδώ μεσημεριάτικα, αλλά ποτέ τίποτα δεν αποκλειόταν. Συνέβαινε κι αυτό αρκετές φορές. Συνήθως, η μια ομάδα ήταν, σχεδόν πάντα, από την αλευριά κι η άλλη ήταν ... οι Μπακαλήσιοι ή από τον Κούκουρδα, αρκετά συχνά.
   Μπακαλήσιους λέγαμε αυτούς που έμεναν κοντά στο κέντρο, στην κάτω πλατεία, εκεί που ήταν τα περισσότερα μαγαζιά, δηλαδή τα μπακάλικα. Τότε εκτός από τα κουρεία και τα τσαγκάρικα όλα τα άλλα ήταν μπακαλοταβερνοκαφενεία. Καφενεία σκέτα δεν υπήρχαν. Μπακαλιά, τα λέγαμε εμείς. Από του Παρπαγαντζή μέχρι και το Κοινοτικό Γραφείο ή του Σκρέτα ήταν τα Μπακαλιά. Ύστερα έπιανε ο Αγινκόλας, κι από κει και πάνω ήταν οι απάνω μαχαλάδες. Είχε κι εκεί δυο τρία μαγαζιά, στην περιοχή του Αγινκόλα, αλλά μπακαλιά όταν λέγαμε εννοούσαμε κάτω, στα πολλά και κεντρικά.
   Οι Μπακαλήσιοι ήταν, ας πούμε, η αφρόκρεμα του χωριού, τα παιδιά της πιάτσας που ήταν μέσα σ’ όλα, αλλά εμείς τους θεωρούσαμε μαλθακούς και ασκληραγώγητους και δεν τους «υπολογίζαμε» και τόσο ως αντιπάλους. Κι είχαμε αυτή τη γνώμη για το λόγο πως αυτοί που μένανε στο κέντρο, οι περισσότεροι, δεν είχαν σχέση με τη ζωή του ξωμάχου, δηλαδή χωράφια ή γιδοπρόβατα.
   Μπακαλήσιοι ήταν: οι Αδαμούληδες, Λεωνίδας (Λιαουνίδας) και Δημήτρης (τζιπ, τον λέγαμε διότι έτρεχε γρήγορα), ο Ταζές Δημήτρης (Κουρουμπλής) ο γιος του του Γιώργου του Κουρουμπλή του ράφτη, ο Στέφανος ο Γάλλος της κυρά-Μαρίας, ο Γιάννης ο Γάλλος του Βασίλη (αυτόν εγώ δεν τον πρόλαβα, ήταν πιο μεγάλος και γρήγορα έφυγε από το χωριό, αλλά εκτός αυτού κι όταν ήταν στο χωριό δεν ανακατευόταν και πολύ με τέτοια παιχνίδια, ήταν ας πούμε, παιδί με αρχές, από οικογένεια, όπως και οι Κορδιλαίοι κι οι Αναγνωστούληδες), τα παιδιά του Ζιάκα, (Αντώνη, και Κώστα) και φυσικά οι Σπυρούληδες, ο Αντώνης (Πύραυλος ονομάστηκε αργότερα από το όνομα του μαγαζιού) ο Μήτσιος κι άλλοι, μεγαλύτεροι από μας, όπως ο Βαγγέλης Σπυρούλης ή «Ξιφίας»!
Δημήτρης Αδαμούλης και ο αδερφός του Κωστάκης το '60








Γάλλος Στέφανος                                          Αδαμούλης Λεωνίδας

.................................................................................
    Οι ομάδες παρατάσσονταν δεξιά και αριστερά της Μεγάλης Βρύσης εκεί που τελείωνε το πλακόστρωτο, και φυσικά, και τα νερά της υπερχείλισης που έρρεαν επάνω του αργά, σχεδόν λιμνάζοντα, πηγαίνοντας προς το ρέμα, όπου δημιουργούσαν ένα μικρό αλλά πολύ όμορφο και θορυβώδη καταρράκτη. Δεξιά όπως βλέπαμε τη βρύση, ήταν οι Μπακαλήσιοι. Αριστερά οι Αλευριώτες.
 Στην αρχή αλληλοκοιτάζονταν, σαν τις γάτες πριν βγάλουν τα νύχια για καυγά, και σφυγμομετρούσαν τη δυναμική της κατάστασης. Προσπαθούσαν να βρούν την κατάλληλη θέση για την επίθεση αλλά και για την οπισθοχώρηση. Όλη η μαστοριά ήταν ο αιφνιδιασμός και η γρήγορη αποχώρηση.  Η αποχώρηση είχε μεγάλη σημασία, διότι εκεί ακριβώς βρισκόταν η δεξιότητα κι εξυπνάδα του καλού παίχτη. Έπρεπε αφού επιτεθεί και πετάξει με το πόδι το νερό, να γυρίσει πίσω στη «βάση» πριν του γίνει αντεπίθεση και τον προλάβουν τα νερά του αντιπάλου.
  Στέκονταν, λοιπόν, σε απόσταση ασφαλείας από το πεδίο σύγκρουσης, κι όταν έκριναν πως είναι η κατάλληλη στιγμή, τρέχοντας πολύ γρήγορα, για να φτάσουν στο νερό πριν από τον αντίπαλο, χτυπούσαν το νερό με όση δύναμη είχαν, έτσι ώστε το νερό να φτάσει όσο πιο μακριά γίνεται και να μουσκέψει τους αντιπάλους, που ήταν ακροβολισμένοι, και ύστερα πολύ γρήγορα να επιστρέψουν χωρίς να προλάβει κάποιος από τους αντιπάλους να τους μουσκέψει. Αυτή ήταν η βασική ταχτική του παιχνιδιού, αλλά εννοείται πως μετά από λίγο όλοι γινόμασταν ένα με το νερό κι η μάχη δινόταν σώμα με σώμα. Οι δυνατότεροι έβαζαν κάτω τους αδύναμους και τους έλουζαν στην κυριολεξία.
   Η αλήθεια είναι πως τις περισσότερες φορές το παιχνίδι διεξαγόταν μέσα σε γέλια και χαρές. Ωστόσο, υπήρχαν και φορές που ο τραχανάς -έτσι είπαμε πως το λέγαμε αυτό το παιχνίδι- εξελισσόταν σε βίαιη σύγκρουση με χρήση όλων των μέσων και όπλων που ανάφερα σε προηγούμενες ενότητες. Στο τέλος όμως, όλοι μουσκεμένοι ψάχναμε να βρούμε ήλιο να στεγνώσουμε. Η λέξη «ψάχναμε» ίσως να σας φαίνεται περιττή, σκεπτόμενοι πως, αφού ήταν καλοκαίρι, ο ήλιος έκαιγε παντού. Ναι, αλλά το ζητούμενο δεν ήταν μόνο να βρούμε μέρος που να το «βλέπει» ο ήλιος, αλλά και καθαρό χωρίς χώματα, που με το νερό θα μετατρεπόταν σε λάσπη. Πολλοί ανέβαιναν επάνω στο καλκάνι (την αψίδα) της βρύσης που ήταν τσιμεντοστρωμένη. Άλλοι στα κάγκελα της γέφυρας (ένα μικρό και στενό γεφυράκι ήταν τότε, με μεταλλικούς σωλήνες για κάγκελα, που στηρίζονταν σε κολόνες τσιμεντένες) κι άλλοι – οι περισσότεροι- στις πλάκες – έτσι λέγαμε τις εκτεταμένες πέτρινες επιφάνειες- στην κοίτη του ρέματος (πλάι στης Ευτέρπης το πατητήρι) ή στα βράχια της πλαγιάς. Μερικοί τολμούσαν να βγάλουν και τα ρούχα, κάποια ή όλα, και να τα απλώσουν στις γύρω περιοχές για στέγνωμα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το ρέμα και τα πλάϊα γέμιζαν από ξεβράκωτους πιτσιρικάδες.
  Αυτό που λένε «άσπρος κώλος μαύρος κώλος στο ποτάμι φαίνεται», εδώ έβρισκε απόλυτη εφαρμογή, κι ας μην ήταν ποτάμι στην ερημιά αλλά βρύση και ρέμα στο μεσοχώρι. Θυμάμαι μερικούς που ....μάλλον είχαν χρόνια να πλυθούν. Σπανάκια είχαν φυτρώσει παντού, σε όλα τα απόκρυφα, αλλά και τα φανερά σημεία του σώματός τους. Κατά τα άλλα, όμορφα περνούσαν τα καλοκαίρια και δροσερά. Εμείς τότε δεν πηγαίναμε στη θάλασσα κι ο τραχανάς ήταν ό,τι χρειαζόταν για να αντιμετωπίσουμε τον καύσωνα και να δροσιστούμε τα καυτά μεσημέρια του Αλωνάρη και του Αυγούστου. Και φυσικά ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία να πλυθούμε, έστω και με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο. Ήταν μια από τις ελάχιστες στιγμές που η σχέση μας με το νερό ήταν φιλική. Σπάνια τότε έκαναν μπάνιο οι άνθρωποι, λες κι είχαν υδροφοβία. Θα έλεγα λειψυδρία για να δικαιολογήσω τους συγχωριανούς μου- και μένα, φυσικά- αλλά και στη θάλασσα όταν πηγαίναμε, μόνο της Αναλήψεως, βρέχαμε τα πόδια μέχρι τα γόνατα. Μπάνιο, κολύμπι δηλαδή με μαγιό, δεν κάναμε. Στη θάλασσα έμπαιναν και κολυμπούσαν μόνο οι ψαράδες και κάποιοι βοσκοί που κατέβαζαν τα γίδια στη θάλασσα για αλάτισμα (τα γίδια έχουν ανάγκη από αλάτι και όσοι δεν τα πήγαιναν στη θάλασσα τοποθετούσαν αλάτι στις πέτρες σε χώρους που λέγονταν αλαταριές).
Υπήρχαν, όμως, και τα άσχημα και αρνητικά στο παιχνίδι του τραχανά. Δεν εννοώ βέβαια όλα όσα έχουν σχέση με τους αντιπάλους μας και το νερό! Αυτά σας τα είπα και μάλιστα τα επαίνεσα δεόντως, διότι πράγματι για μας ήταν χαρά και διασκέδαση.  Εννοώ όλα όσα έχουν σχέση με τους γείτονες και τους περαστικούς. Ο χώρος που παίζαμε δεν ήταν στην ερημιά. Γυναίκες έρχονταν για να γιομίσουν τα γκίμια (γκιούμια) νερό, άλλες έπλεναν ή είχαν μπουγάδα απλωμένη, διαβάτες περνούσαν και καμιά φορά τύχαινε και κάποια γειτόνισσα να έχει απλωμένο… τραχανά! Δηλαδή, αληθινό τραχανά! Όχι, αυτόν που παίζαμε εμείς! Και φανταστείτε τι γινόταν σε περίπτωση που τα νερά έφταναν μέχρι τον απλωμένο… τραχανά! Μουσκεμένος τραχανάς! …άχρηστος, μιλάμε, για πέταμα! Χμ, …λέτε να πήρε το παιχνίδι το όνομα από το γεγονός αυτό; Μπορεί, αλλά εγώ δεν παίρνω όρκο!
Όπως καταλαβαίνετε όλοι αυτοί ενοχλούνταν. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να αναφέρω την κάθε μια περίπτωση ξεχωριστά. Το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο: κατάβρεγμα από μας στους γείτονες και περαστικούς και βλαστήμιες από τους καταβρεγμένους! Φωνές, απειλές, και κυνηγητό με βέργα ή με πέτρες! Πολλές φορές μας μάλωναν προκαταβολικά για να σταματήσουμε να περάσουν.
Κάποτε θυμάμαι προγκήξαμε τη γκέσα του Κώστα του Κελάρη (του Τσαγγέλη, αδερφού του Παναγιώτη του ψάλτη) και μας κυνηγούσε με τέτοιο άχτι που για να γλιτώσουμε, άλλοι έτρεξαν ως τα μπακαλιά κι άλλοι φτάσαμε μέχρι του Κουζάκη τον Πλάτανο.
Δεν αποκλείεται αυτός που πρόγκηξε το μουλάρι να ήταν ο Γιάννης ο Χατζής. Μπορεί όμως και κάποιος άλλος. Όλοι εκεί ήμασταν. Οι Μουμαίοι: Σταύρος, Βαγγέλης και Τάκης. Οι Τσαγκαλαίοι: Θωμάς κι Αντώνης. Ο Μπλέτσας ο Γρηγόρης αλλά κι ο Γιάννης, ο Γιώργος ο Γριάβας, ο Αντώνης Μπελιάς και Χρήστος Μπελιάς, ο Αντώνης ο Ράφτης, ο Αντώνης ο Μπαλογιάννης που έμεινε δίπλα στη βρύση, ο Ρίζος ο Κουβαράς, ο Στέφανος ο Ράπτης (Καλακά, τον λέγαμε από το σόι της μάνας του) κι άλλοι που τώρα δεν θυμάμαι. Βέβαια, δεν σημαίνει πως όλοι αυτοί ήμασταν εκεί την ίδια μέρα ταυτόχρονα, ούτε πως κάθε φορά είχαμε απαρτία. Επίσης, τα ονόματα που ανάφερα δεν θα πει πως κατ΄ανάγκη ήταν όλοι φίλοι κι έκαναν ταχτική παρέα. Απλώς είναι ένα ενδεικτικό σύνολο των παιδιών της Αλευριάς και κάθε φορά κάποιοι από αυτούς αποτελούσαν μια ομάδα.
   Τελειώνοντας, δεν απομένει παρά να πω πως τη χαρά που νιώθαμε εμείς τότε πλατσουρίζοντας στα νερά της Μεγάλης Βρύσης δεν νομίζω πως μπορεί ποτέ να νιώσει ένα παιδί του σήμερα, έστω κι αν παραθερίζει στην ομορφότερη παραλία, βουτάει στην ακριβότερη πισίνα ή μπανιαρίζεται στο πιο φανταχτερό και σύγχρονο τεχνολογικά μπάνιο ή υδρομαλαχτήριο (τζακούσι, νομίζω, το λεν οι ξιπασμένοι).

 

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΛΛΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Τον Ζωγράφο Αντώνη Γιάγκο μπορείτε να τον βρείτε στο:

giagkos.blogspot.com
blog zografiki giagkos k antgiagkos@yahoo.gr
http://giagkos.blogspot.com/Αντώνης Γιάγκος
http://giagkosantonis.blogspot.com/
http://agiagkos.blogspot.com/m/
Αντώνης Γιάγκος

ΖΩΓΡΑΦΟΣ
Νίκαια Λάρισας


Τμήμα από το σπίτι του Ζωγράφου Αντώνη Γιάγκου, με πολλά έργα του αναρτημένα στους τοίχους.



ΤΟ ΤΟΠΙ
  Στο χωριό μας τότε δεν παίζαμε μπάλα. Δεν ξέραμε να παίζουμε ποδόσφαιρο με τους κανόνες, όπως ξέρουν να το παίζουν σήμερα όλα τα παιδιά ανεξάρτητα από ηλικία και σε όλα τα χωριά. Όσες φορές παίξαμε σε κάποιες εκδρομές, σκοτωθήκαμε. Προσωπικά για πρώτη φορά που άκουσα για ποδόσφαιρο, χωρίς ωστόσο να καταλάβω περί τίνος πρόκειται, ήταν όταν τελείωσα το δημοτικό μια Κυριακή του Ιουνίου, όταν στο προαύλιο της εκκλησίας παίζοντας και φλυαρώντας μέχρι να τελειώσει η λειτουργία, είδα στο πέτο του φίλου μου του Κλεάνθη του Λέτσιου ένα σήμα και μου κίνησε την περιέργεια.
Aριστερά της φωτογραφίας ο μικρός Κλεάνθης Λέτσιος του Κωνσταντίνου.


Μέχρι τότε βλέπαμε, συνήθως, τους αναπήρους πολέμου να φορούν παράσημα. Έγινα περίεργος και τον ρώτησα:
- Τι είναι αυτό που έχεις στο γιακά;
-  Δεν βλέπεις;
- Βλέπω!
- Ε, και τι λέει; Δεν ξέρεις να διαβάζεις;
- Λέει : ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ!
- Ομάδα, είναι: ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ!
- Τι ομάδα;
- Ομάδα, παιδί μου! Ποδοσφαιρική! Δεν ξέρεις;
Όχι, δεν ήξερα. Κι είμαι σίγουρος πως κι οι άλλοι δεν ήξεραν. Διότι αν ήξεραν κάτι θα είχε πάρει το αυτί μου. Από κανέναν ποτέ δεν άκουσα για ποδόσφαιρο. Η λέξη ήταν άγνωστη. Κανένας δεν μίλησε ποτέ στις συντροφιές μας για το οργανωμένο ποδόσφαιρο που έχει ομάδες και παίζεται σε γήπεδα με κανόνες και θεατές που είναι οπαδοί της μιας ή της άλλης ομάδας.
Αντώνης Γιάγκος


Εμείς ξέραμε το τόπι. Κι είμαι σίγουρος πως κι ο φίλος μου ο Κλεάνθης άκουσε για τον ολυμπιακό εκείνη τη χρονιά που πήγε στο γυμνάσιο, δηλαδή που κατέβηκε στην Αγιά. Οι υπόλοιποι στο χωριό ούτε καν τη λέξη μπάλα δεν χρησιμοποιούσαμε. Τόπα τη λέγαμε (από την τούρκικη λέξη top =σφαίρα) και τη φτιάχναμε με κουρέλια και νήματα σαν κουβάρι. Την πρώτη φορά που άκουσα τη λέξη “μπάλα” ήταν μια μέρα στο ίσιωμα του Aγιο-Κοσμά όπου βρήκαμε ένα σκοτωμένο γεράκι κι αρχίσαμε να το κλοτσάμε. Ο Γιάννης ο Καλακάς (Δημηνίκος) τότε, κλοτσώντας το γεράκι, έλεγε τη φράση:
-Έλα, …παίζει η μπάλα!
Εμείς μπάλα λέγαμε το δεμένο άχυρο! Είχαμε, όμως, μπάλες στο σχολειό . Φαίνεται πως όπως έδιναν σε όλα τα σχολεία μπάλες έδωσαν και στο δικό μας. Ίσως, πάλι, να ήξεραν οι δάσκαλοί μας από ποδόσφαιρο και πιστεύοντας πως ξέρουμε κι εμείς, αγόρασαν τις μπάλες για να παίζουμε στις εκδρομές. Ναι, μια δυο φορές θυμάμαι παίξαμε σε κάποιες εκδρομές στην Αγία Κυριακή, δίπλα στο παλιό νεκροταφείο που αργότερα νομίζω έγινε γήπεδο, και στον Πρόδρομο ή στον Αγιο-Γιώρη. Και να θέλαμε να παίξουμε αλλού δεν γινόταν. Έτσι και μας έφευγε η μπάλα, …άντε να τρέχεις στις ρεματιές να τη βρεις. Αν παίζαμε στο σχολειό , ας πούμε, και κάποιος κλοτσούσε άγαρμπα, θα έπρεπε να τρέξουμε μέχρι κάτω στου Μπαντάνη για να την ξαναφέρουμε πίσω.
Εκτός αυτού, σας είπα, εμείς δεν ξέραμε από κανόνες και πειθαρχία τότε. Αυτές τις δυο τρεις φορές που μοιραστήκαμε σε ομάδες κι αρχίσαμε να κλοτσάμε το τόπι, …πηγαίναμε όλοι μαζί και κλωτσούσαμε ταυτόχρονα, έτσι που στο τέλος γινόμασταν ένας σωρός από κλαριά, φτέρες, χώματα, πέτρες και παιδιά, όλα ανακατεμένα το ένα πάνω στ’ άλλο. Τη μόνη λέξη σχετική με την ορολογία του ποδοσφαίρου, που είχα ακούσει στα χρόνια που πήγαινα σχολείο, ήταν η λέξη γκολ! Τίποτα περισσότερο!
Εγώ, βέβαια, ποτέ δεν συμπάθησα το ποδόσφαιρο κι ίσως γι’ αυτό να μην είχα ακούσει και να μην είχα μάθει πώς παίζεται. Ωστόσο, νομίζω πως κι οι υπόλοιποι συμμαθητές μου δεν είχαν ιδέα για τους ποδοσφαιρικούς όρους και κανόνες, διότι αν πράγματι συνέβαινε αυτό, κάτι θα είχα αντιληφθεί, έστω κι ως υποψία!
  Με το τόπι, κυρίως αυτό που φτιάχναμε με κουρέλια (μπαλώματα τα λέγαμε) και νήματα, παίζαμε διάφορα παιχνίδια. Το πιο απλό ήταν αυτό που έπαιζαν συνήθως τα κορίτσια: Χτυπούσαν το τόπι στον τοίχο διαδοχικά, προσπαθώντας να επιτύχουν όσο γίνεται περισσότερα χτυπήματα χωρίς να τους φύγει το τόπι και να πέσει κάτω. Αν στην επιστροφή του το τόπι δεν ξαναερχόταν στο χέρι για να χτυπηθεί και πάλι, ο παίχτης (παίχτρια) έχανε κι άρχιζε να παίζει ο άλλος. Το μυστικό της επιτυχίας ήταν, πέρα από την οποιαδήποτε ιδιαίτερη δεξιοτεχνία του καθενός, να ρίχνεις το τόπι πιο πάνω από το ύψος του χεριού, ώστε η τροχιά του στην επιστροφή να είναι κατηφορική κι όχι οριζόντια.
  Αυτός ήταν, άλλωστε, ο λόγος που δεν έπαιζαν το τόπι στο δάπεδο αλλά στον τοίχο. Τα αυτοσχέδια τόπια από κουρέλια δεν είχαν τόση ελαστικότητα ώστε να αναπηδούν όταν τα χτυπάς κάτω και να φτάνουν στο ύψος του χεριού. Επίσης, και το έδαφος δεν βοηθούσε. Τότε δεν είχαμε ασφαλτοστρωμένες ή έστω τσιμεντοστρωμένες αυλές στα σχολεία, έτσι που να μπορεί να αναπηδήσει το τόπι με όλη τη δύναμη που το πετάξαμε και σε κατακόρυφη διεύθυνση. Συνήθως οι πέτρες που προεξείχαν κι οι λακκούβες του εδάφους απορροφούσαν την ορμή του και το τόπι ή δεν αναπηδούσε καθόλου ή λοξοδρομούσε.
Γι’ αυτό τα κορίτσια έπαιζαν το τόπι στις αστρέχες του σχολείου που ήταν τσιμεντοστρωμένες ή στο πλακόστρωτο της Παναγίας που ήταν δίπλα στο σχολείο.
Αυτό, βέβαια, γινόταν περισσότερο με τα λαστιχένια τόπια, που άρχισαν να κάνουν εμφάνιση στο σχολειό και στο παιδικό παιχνίδι, καθώς περνούσαν τα χρόνια. Η πρώτη που έφερε στο σχολειό λαστιχένιο τόπι ή ταν η Χαρίκλεια του Κορδίλα.

Χαρίκλεια Κορδίλα
  Είχε κι η αδερφή μου ένα τέτοιο λαστιχένιο τόπι. Της το είχε φέρει δώρο ένας ξένος ονόματι Κουταλιάς – νομίζω πως ήταν εργολάβος- που δούλευε τότε στη διάνοιξη του δρόμου προς την Αγιά και τον φιλοξενήσαμε προσωρινά, καμιά βδομάδα, μέχρι να τακτοποιηθεί σε κάποιο δωμάτιο με νοίκι. Σαν όνειρο τον θυμάμαι. Ήμουν πολύ μικρός τότε, τεσσάρων ή πέντε ετών το πολύ. Δούλευαν κι οι γονείς μου στο δρόμο όπως και πολλοί άλλοι χωριανοί. Επτά δραχμές μεροκάματο έπαιρναν οι γυναίκες. Μόλις πριν δυο χρόνια είχαμε βγει από τον εμφύλιο και λεφτά δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα. Οι νοικοκυραίοι, όμως, έπρεπε να ξαναφτιάξουν ό,τι ο πόλεμος είχε γκρεμίσει και να θρέψουν και τις φαμίλιες! Παρόλα αυτά η διάθεση για φιλοξενία δεν χάθηκε. Για να βγάλει την υποχρέωση ο κ. Κουταλιάς, ο εργολάβος, έφερε στην αδερφή μου ένα τόπι –σε μέγεθος μεγάλου πορτοκαλιού- και σε μένα έναν κούκο! “Κούκο” λέγαμε τότε τη σφυρίχτρα, τενεκεδένια σφυρίχτρα από το παζάρι, “πανηγυριάτικη”.

Άρτεμης Γιάγκου
  Τη λαστιχένια αυτή μπάλα, την έπαιζε η αδερφή μου στο πλατύσκαλο του σπιτιού μας, που ήταν με τσιμέντο κι αναπηδούσε πολύ όμορφα και ρυθμικά. Πολύ τη χαιρότανε και τη φύλαγε σαν κάτι το πολύτιμο. Σε κανέναν δεν την έδινε! Ούτε σε μένα! Και, φυσικά, ούτε στο σχολειό την έπαιρνε για μην τη χάσει ή να μην της την κλέψουν. Την ίδια γνώμη είχε κι η γιαγιά μας! Την έκρυβε και της την έδινε μόνο τις Κυριακές και τις γιορτές. Έτσι ήταν τότε. Ακόμα και τα παιχνίδια τα είχαμε για τις καλές τις μέρες , όπως τα παπούτσια και τα καλά μας τα ρούχα.
Έπαιζε, θυμάμαι, μετρώντας τα χτυπήματα με την τραγουδιστή φωνή της.
-Δέκα, είκοσι, τριάντα, …πενήντα…… εκατό!
Τις περισσότερες φορές είχε αντίπαλο τον εαυτό της. Κατάφερνε, ας πούμε, είκοσι χτυπήματα χωρίς να της φύγει το τόπι, κι ύστερα προσπαθούσε να το ξεπεράσει. Κι άρχιζε πάλι να χτυπά το τόπι στο τσιμέντο, τραγουδώντας ρυθμικά το μέτρημα των επιτυχών παλινδρομήσεών του, αφήνοντας τον ενθουσιασμό της να ξεχειλίσει αυθόρμητα, όταν πλησίαζε να ξεπεράσει την προηγούμενη επίδοσή της. Όταν είχε συμπαίκτρια, υπήρχε έντονος ανταγωνισμός αλλά και ποικιλία ήχων και ρυθμών, επιφωνημάτων νίκης που συνοδεύονταν από ανείπωτη χαρά, αλλά και μπόλικη γκρίνια.

΄΄Αρτεμης Γιάγκου


Χαριτωμένη γρίνια γεμάτη παιδική αφέλεια κι αθώα προκατάληψη που κι αυτή εκφραζόταν ρυθμικά, τραγουδιστά σχεδόν τελετουργικά:
- Ήρθε μια γριά απ’ το Βόλο κι έφερε το χάσι-χάσι, ….Παναγίτσα μου να χάσει!
Όταν έχανε, άρχιζαν τα παράπονα κι οι διαμαρτυρίες! Το χάσιμο, βέβαια, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Αφού η μπάλα έφυγε από το χέρι, …πάει ….έφυγε! Δύσκολο, αλλά και μάταιο, να υποστηρίξεις πως δεν έφυγε. Πολύ εύκολο, όμως, να χρεώσεις το χάσιμο στον αντίπαλο:
- Εσύ φταις! Με ακούμπησες! Έσπρωξες το χέρι μου!
Γέμιζε η αυλή φωνές κι αθώα καυγαδίσματα. Πάντα έφταιγε ο αντίπαλος, πάντα δίκιο είχε ο χαμένος!
Κάπως έτσι έπαιζαν τα κορίτσια με το τόπι., αν, φυσικά, το τόπι αναπηδούσε. Με το μπαλωματένιο τόπι, όμως, δεν γινόταν έτσι παιχνίδι, γι’ αυτό και προτιμούσαν το πέταγμα.
Έκαναν ένα ημικύκλιο, αν ήταν πολλά κορίτσια, και η μια που έκανε τη “μάνα” πετούσε , το τόπι με τη σειρά , αλλά και μπερδεμένα, παρακάμπτοντας κάποιο ή κάποια κορίτσια, κι εκείνες έπρεπε να την πιάσουν και να την επιστρέψουν. Αν δεν τα κατάφερναν, έχαναν κι έβγαιναν από το παιχνίδι.
Άν έχανε η ¨μάνα” έπαιρνε τη θέση της αυτή που κατάφερε να την κάμει να χάσει.
Έτσι έπαιζαν τα κορίτσια. Όταν, όμως, ήταν μικτό το παιχνίδι , δηλαδή όταν έπαιζαν και τα αγόρια, παιζόταν τελείως διαφορετικά. Είχε εν μέρει και το στοιχείο της βίας. Ναι, στοχεύονταν οι παίχτες και χτυπιόνταν με το τόπι για να εξουδετερωθούν και να βγουν από το παιχνίδι.
Στην αρχή, ξεκινώντας το παιχνίδι, τα ¨έβγαζαν¨! Λέγανε κάποιο από τα ρυθμικά τραγουδάκια τονίζοντας τις συλλαβές και δείχνοντας ένα-ένα τα παιδιά που θα έπαιρναν μέρος στο παιχνίδι μέχρι να τελειώσει το τραγουδάκι. Στο παιδί που τελείωνε, “έβγαινε”! Το τραγουδάκι επαναλαμβανόταν κι έβγαζε κάποιο άλλο παιδί, κι ύστερα άλλο, κι άλλο, μέχρι που κάποιος έμενε μόνος του στο τέλος και τα …¨φύλαγε”!
Τα ¨φύλαγε” σήμαινε πως αυτός θα ήταν που έπρεπε να σημαδέψει και να πετύχει με το τόπι όλους τους άλλους.
Έστηναν τέσσερις– πέντε πετρίτσες (ή πλάκες κεραμιδιού) την μια επάνω στην άλλη σαν πύργο (φίτσιο, τον λέγαμε), κι από απόσταση έξι ή δέκα βημάτων προσπαθούσαν να τις γκρεμίσουν με το τόπι.
Όποιος δεν κατάφερνε να τα γκρεμίσει, γινόταν , συνήθως, όμηρος κι έμπαινε σαν φυλακισμένος σε έναν κύκλο. Λέω συνήθως, διότι υπήρχε κι η άλλη παραλλαγή: Έριχναν όλοι με τη σειρά μέχρι κάποιος να τα γκρεμίσει. Αν δεν τα κατάφερνε κανένας τα
“φύλαγε” ο αμέσως επόμενος και το παιχνίδι άρχιζε πάλι από την αρχή.
Αν, όμως κάποιος τα γκρέμιζε, αυτός που τα “φύλαγε” έπρεπε αμέσως να πιάσει το τόπι και να αρχίσει να σημαδεύει με το τόπι τους συμπαίχτες του, που έτρεχαν να φυλαχτούν πίσω από εμπόδια (δέντρα, ή ντουβάρια) ή να φύγουν μακριά ώστε να μην τους φτάνει. Αν χτυπούσε κάποιον έπρεπε να μπει στον κύκλο ως φυλακισμένος (όμηρος, αιχμάλωτος). Αν όμως κάποιος κατάφερνε να πιάσει το τόπι που τον σημάδευε και να το κρατήσει (να κάμει καλούπι, όπως το λέγαμε) χωρίς να του φύγει από τα χέρια και να πέσει κάτω, ελευθερώνονταν όλοι οι αιχμάλωτοι. Επίσης οι αιχμάλωτοι ελευθερώνονταν κι αν κάποιος, χωρίς να τον αντιληφθεί αυτός που τα φύλαγε, κατάφερνε να στήσει τις πετρίτσες ή τα κεραμιδάκια του “φίτσιου”. Αυτό γινόταν πιο εύκολα, όταν, μετά από κάποια αδέξια κι άστοχη βολή, το τόπι έφευγε μακριά κι ώσπου να το βρει αυτός που τα φύλαγε και να επιστρέψει, οι άλλοι εύρισκαν ευκαιρία να τα ξαναστήσουν.
Αυτή η παραλλαγή, του στησίματος, ήταν ας πούμε η εύκολη –σχετικά- γι’ αυτόν που τα φύλαγε, και δύσκολη γι’ αυτούς που έπρεπε να τα στήσουν. Υπήρχε, όμως, κι η δύσκολη. Δύσκολη για τον κυνηγό και φύλακα. Εύκολη , όμως, για τους άλλους, διότι χρειαζόταν μόνο μια αστραπιαία κίνηση με το πόδι για να ελευθερωθούν οι όμηροι. Αυτή η παραλλαγή ξεκινούσε τελείως ανάποδα. Όταν, στην αρχή, κατάφερνε κάποιος να γκρεμίσει το φίτσιο, ο κυνηγός πριν αρχίσει να σημαδεύει τους παίχτες, έπρεπε να στήσει πάλι το φίτσιο. Με άλλα λόγια ό φίτσιος έπρεπε να είναι πάντα στημένος. Αν δεν ήταν τα πετραδάκια στη θέση τους, κτισμένα σε πύργο, οι αιχμάλωτοι ελευθερώνονταν.
  Μια άλλη παραλλαγή, πάλι, ήθελε, μετά το γκρέμισμα του φίτσιου, το άγγιγμα των ομήρων (με το χέρι) από τον ελευθερωτή –δηλαδή, αυτόν που γκρέμισε το φίτσιο- για να ελευθερωθούν και φύγουν. Αυτός που τα φύλαγε έπρεπε να είναι πολύ γρήγορος στις αντιδράσεις του και να έχει οξεία αντίληψη, έτσι, ώστε και τα παιδιά να βρίσκει την ευκαιρία να σημαδέψει χωρίς να αστοχήσει, αλλά και το φίτσιο να φυλάγει, μην περάσει κάποιος ξαφνικά και τον κλοτσήσει γκρεμίζοντάς τον.
  Ήταν, ομολογουμένως, ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι κι όταν οι παίχτες ήταν σβέλτοι και εύστοχοι στις βολές τους, γινόταν πολύ συναρπαστικό με ποικίλες συγκινήσεις.
 Θεωρητικά το τόπι ήταν ελαφρό και δεν πονούσε το χτύπημά του. Στην πράξη, όμως, δεν ήταν πάντα έτσι! Το μουσκεμένο τόπι γινόταν βαρύ και το χτύπημα οδυνηρό. Έτσουζε, αν σε πετύχαινε στο πρόσωπο. Αυτός ήταν ο λόγος που κάποιοι φρόντιζαν να το ρίχνουν στα νερά. Άλλοι, πάλι, το άλλαζαν. Το αντικαθιστούσαν με άλλο που πολλές φορές μέχρι και πέτρα είχε μέσα, πατάτα ή κρεμμύδι! Είπαμε! Τα παιδιά δεν είναι πάντα αθώα! Κι εκείνη την εποχή η ζαβολιά ήταν πολύ συνηθισμένη στα παιχνίδια μας. Και, φυσικά, δεν πρόκειται για ακίνδυνες ζαβολιές. Πολύ συχνά είχαμε τρύπια κεφάλια , αίματα, κλάματα, βρισιές και βλαστήμιες.
   Επικίνδυνο ήταν και το γκρέμισμα του φίτσιου με κλοτσιά. Ο κανόνας του παιχνιδιού απαιτούσε απλώς να ξεστηθεί ο φίτσιος. Αυτό μπορούσε να γίνει με ένα απλό σκούντημα. Δεν ήθελε, δα, και πολύ για να πέσει. Μερικοί , όμως, του δίνανε τέτοια κλοτσιά, που εκσφενδόνιζαν τις κεραμίδες μέχρι και είκοσι μέτρα μακριά.
  Καταλαβαίνετε, τώρα, πως αν σε πετύχαινε κάποιο από αυτά τα κεραμιδάκια …την είχες άσχημα.
  Νομίζω πως αυτός ήταν ο λόγος που περισσότερο προτιμιόταν η παραλλαγή με το στήσιμο κι όχι με το γκρέμισμα.
Το γκρέμισμα ήταν για άγριους παίχτες.

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ …ΑΛΛΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

  Τον Ζωγράφο Αντώνη Γιάγκο μπορείτε να τον βρείτε στο:

giagkos.blogspot.com
blog zografiki giagkos k antgiagkos@yahoo.gr
http://giagkos.blogspot.com/Αντώνης Γιάγκος
http://giagkosantonis.blogspot.com/
http://agiagkos.blogspot.com/m/
Αντώνης Γιάγκος
ΖΩΓΡΑΦΟΣ

Νίκαια Λάρισας